Φεύγει ο Τριντό ή το κατεστημένο;
AP
AP

Φεύγει ο Τριντό ή το κατεστημένο;

Ο κόσμος ξυπνά σήμερα με την είδηση της παραίτησης του Τζάστιν Τριντό, του πρωθυπουργού του Καναδά και, για πολλούς, του απόλυτου συμβόλου του παγκόσμιου κατεστημένου.

Ο Τριντό υπήρξε για εννιά ολόκληρα χρόνια το πρόσωπο της πολιτικής ορθότητας, της κρατικής παρέμβασης στην αγορά, του κρατικοδίαιτου περιβαλλοντισμού, της υπερφορολόγησης, της προοδευτικής κοινωνικής πολιτικής και της woke κουλτούρας. Όμως, η πτώση του σηματοδοτεί κάτι μεγαλύτερο από το πολιτικό του τέλος. Αποτελεί ακόμα μία προσθήκη στην ολοένα και αυξανόμενη λίστα σημαντικών χωρών που γυρνούν την πλάτη τους στο κατεστημένο, το οποίο απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις ανάγκες και τις ανησυχίες των απλών πολιτών.

Αλλά τι είναι το κατεστημένο και γιατί προκαλεί τέτοια αντίδραση από τους πολίτες σε όλο τον κόσμο; Το κατεστημένο δεν είναι μια συνωμοσία. Είναι ένα δίκτυο από πολιτικές ελίτ, διεθνείς οργανισμούς, πολυεθνικές εταιρείες, μέσα ενημέρωσης και ειδικούς που διαμορφώνουν τις κοινωνίες μας χωρίς να λογοδοτούν άμεσα στους πολίτες. Λειτουργεί υπέρ της συντήρησης της εξουσίας τους και της διατήρησης του status quo, ακόμη και όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των πολιτών.

Το κατεστημένο στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο διακυβέρνησης που χαρακτηρίζεται από κρατικό παρεμβατισμό, υπερβολική ρύθμιση και διεθνή συνεργασία μέσω οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Στην καρδιά αυτού του μοντέλου βρίσκεται η ιδεολογία της κεντρικής διαχείρισης: η πεποίθηση ότι οι κοινωνίες πρέπει να διοικούνται από ειδικούς και ότι η ελευθερία των αγορών πρέπει να περιορίζεται για το «γενικό καλό».

Τα πολιτικά κόμματα που ανήκουν στο κατεστημένο — είτε πρόκειται για σοσιαλδημοκρατικά είτε για συντηρητικά ή φιλελεύθερα — στην ουσία συμφωνούν στις βασικές γραμμές αυτής της πολιτικής. Όλα υποστηρίζουν τον έλεγχο του κράτους στην οικονομία μέσω του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, τη φορολογική εναρμόνιση που αφαιρεί το δικαίωμα των κρατών να ορίζουν τη δική τους οικονομική πολιτική, και σε τις προοδευτικές κοινωνικές αξίες που προωθούνται μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης, των ΜΜΕ, του Χόλιγουντ και αρκετών πολυεθνικών εταιρειών.

Η τελευταία δεκαετία έχει δει το κατεστημένο να αποτυγχάνει σε κάθε επίπεδο. Από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης μέχρι τη διαχείριση της πανδημίας, οι πολιτικές του κατεστημένου έχουν οδηγήσει σε στασιμότητα, ανεργία, φτωχοποίηση των μεσαίων τάξεων και διάλυση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Και όμως, οι ελίτ που τις προωθούν αρνούνται να παραδεχτούν τα λάθη τους, συνεχίζοντας να κατηγορούν τους πολίτες που αντιδρούν ως λαϊκιστές, εξτρεμιστές ή ακόμα και φασίστες (αρκετά συχνά δικαιολογημένα, όπως θα δούμε παρακάτω).

Ας δούμε όμως ποιες είναι οι βασικές πολιτικές που προωθεί το κατεστημένο:

Κρατικοδίαιατος περιβαλλοντισμός: Οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή βασίζονται κυρίως σε κρατική παρέμβαση και υπερ-ρύθμιση αντί για καινοτομία και λύσεις εντός του πλαισίου της ελεύθερης αγοράς.

Υπερφορολόγηση και εναρμόνιση φόρων: Η συμφωνία για τον παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φόρο που προωθεί ο ΟΟΣΑ είναι χαρακτηριστική της φορολογικής εναρμόνισης που επιδιώκουν οι διεθνείς οργανισμοί, περιορίζοντας τη δυνατότητα των κρατών να διατηρήσουν ανταγωνιστικά φορολογικά συστήματα.

Προοδευτικές κοινωνικές αξίες: Από την ταυτότητα φύλου μέχρι τις ποσόστώσεις σε θέσεις εργασίας, οι πολιτικές του κατεστημένου προωθούν μια ατζέντα κοινωνικής μηχανικής που συχνά αποξενώνει τους πολίτες και δημιουργεί πολιτισμικές εντάσεις.

Μεγάλο και δαπανηρό κράτος πρόνοιας: Οι κυβερνήσεις που εκφράζουν το κατεστημένο παρουσιάζουν το κράτος πρόνοιας ως την απόλυτη έκφραση κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα αναδιανεμητικό μοντέλο που βασίζεται σε υψηλή φορολογία, επιβαρύνοντας δυσανάλογα τη μεσαία τάξη και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Επιπλέον, η συντήρηση αυτού του κράτους απαιτεί διαρκείς αυξήσεις φόρων, δημοσιονομικά ελλείμματα και συσσώρευση χρέους, γεγονός που καθιστά το μοντέλο αυτό μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο.

Οι πολίτες αντιλαμβάνονται πλέον ότι το κατεστημένο δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους. Οι απλοί άνθρωποι βλέπουν ότι το κράτος πρόνοιας καταρρέει, οι φόροι αυξάνονται, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαφανίζονται, και η ελευθερία λόγου περιορίζεται στο όνομα της πολιτικής ορθότητας.

Αυτή η δυσαρέσκεια έχει οδηγήσει στην άνοδο κινημάτων κατά του κατεστημένου σε όλο τον κόσμο. Στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι ανέλαβε την εξουσία με μια συντηρητική και πατριωτική ατζέντα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ντόναλντ Τραμπ παραμένει ηγετική φιγούρα της δεξιάς. Στη Γερμανία το AfD και στην Αγγλία το Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ, κερδίζουν συνεχώς έδαφος, ενώ στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν είναι φαβορί για τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Αν τελικά οι δυνάμεις αυτές επικρατήσουν εκλογικά την επόμενη διετία, έξι από τις οκτώ ισχυρότερες χώρες του κόσμου (G8) θα εκπροσωπούν το μέτωπο του αντι-κατεστημένου!

Σε ένα τέτοιο κλίμα, ένα εύλογο ερώτημα είναι ποιος ο ρόλος των φιλελευθέρων έναντι αυτών των τεκτονικών αλλαγών στο διεθνές πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον; Οι φιλελεύθεροι - και γενικότερα όσοι αγαπούν την ελευθερία - έχουν σε γενικές γραμμές αφομοιωθεί πλήρως από το κατεστημένο. Στην αρχή, αυτή η επιλογή φαινόταν λογική, καθώς το κατεστημένο ανδρώθηκε μέσα σε φιλελεύθερες δημοκρατίες που προήγαγαν την ελευθερία του λόγου, την ελεύθερη αγορά και τα ατομικά δικαιώματα. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι οι πολιτικές που προωθούνται από το κατεστημένο προκαλούν ανησυχητικά αντανακλαστικά στις δυτικές κοινωνίες. 

Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει φιλελεύθερο, αντισυστημικό μπλοκ που να εκφράζει αυτή τη δυσαρέσκεια (με εξαίρεση τον Μιλέι στην Αργεντινή). Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι κύριοι ωφελούμενοι από τη δυσαρέσκεια έναντι του κατεστημένου είναι οι ακραίοι και οι λαϊκιστές. Οι πολίτες που νιώθουν απογοητευμένοι και προδομένοι από το σύστημα δεν βρίσκουν πλέον καταφύγιο σε φιλελεύθερες δυνάμεις, αλλά στρέφονται σε ριζοσπαστικά, συχνά αντιδημοκρατικά κινήματα. Η απουσία ενός φιλελεύθερου, αντισυστημικού λόγου είναι επικίνδυνη, γιατί αφήνει το πεδίο ελεύθερο σε πολιτικούς που εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια για να προωθήσουν αυταρχικές λύσεις.