Η καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης και η κατοχύρωση νόμιμων διαύλων για την είσοδο στη Γερμανία, η απόκρουση κυβερνοεπιθέσεων από ξένες δυνάμεις και η θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών έναντι κάθε επιβουλής, εντός και εκτός συνόρων, είναι μερικές από τις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση, που θα προκύψει από τις πρόωρες εκλογές της 29ης Φεβρουαρίου.
Αυτό επισημαίνουν οι περισσότεροι αναλυτές, αναφέρει δημοσίευμα της Deutsche Welle. Όταν ερωτώνται όμως οι ίδιοι οι πολιτικοί, ιδιαίτερα όσοι είχαν επωμιστεί κυβερνητικές ευθύνες στην τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο, πολλοί από αυτούς εκτιμούν ότι τα πάντα επισκιάζονται από την κρίση, στην οποία βυθίζεται η γερμανική οικονομία.
Μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen, έχουν ανακοινώσει σημαντικές περικοπές στις θέσεις εργασίας, ενώ ο πληθωρισμός εξακολουθεί να «ροκανίζει» το εισόδημα των εργαζομένων.
Ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός Μάρκο Βάντερβιτς, εντεταλμένος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για τα ανατολικογερμανικά κρατίδια μέχρι το 2021, επισημαίνει στην Deutsche Welle ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας, αυτή τη στιγμή, είναι ότι η οικονομία ασθμαίνει.
Αυτό υπονομεύει το μέλλον μας. Και το πρόβλημα είναι ότι όσοι διαμορφώνουν τις οικονομικές εξελίξεις έχουν χάσει πλέον την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική».
«Ακόμη επικοινωνούμε με φαξ»
Ως κύριοι λόγοι για την οικονομική στασιμότητα αναφέρονται το υψηλό κόστος της ενέργειας, τα υψηλό μισθολογικό κόστος, οι παρωχημένες υποδομές και ο ασφυκτικός ανταγωνισμός από την Κίνα. Και ακόμη, η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και η γραφειοκρατία.
Σε αυτό το τελευταίο, επισημαίνει ο πρώην επικεφαλής των Πρασίνων, Ομίντ Νουριπούρ, η χώρα πληρώνει ακόμη τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην ψηφιοποίηση της διοίκησης και της οικονομίας.
«Έχουμε μία διπλή κρίση, δηλαδή κρίση λόγω της οικονομικής συγκυρίας, αλλά και δομική κρίση», αναφέρει ο πολιτικός στην Deutsche Welle. «Βλέπετε για παράδειγμα ότι οι υγειονομικές υπηρεσίες ακόμη επικοινωνούν με φαξ. Είναι ενδεικτικό αυτό για τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις που έχουν μείνει πίσω…»
Σε όλα αυτά προστίθενται οι έξωθεν επιβουλές, για παράδειγμα από τη Ρωσία, στην ενεργειακή τροφοδοσία και άλλες κρίσιμες υποδομές. «Το πιο σημαντικό είναι να προστατεύσουμε αυτές τις κρίσιμες υποδομές, έχουμε σημαντικές ελλείψεις σε αυτόν τον τομέα», υπογραμμίζει ο Ομίντ Νουριπούρ.
Η πρόκληση του Μεταναστευτικού
Στην ατζέντα της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης περιλαμβάνονται τα άλυτα ζητήματα στην πολιτική για το Μεταναστευτικό, αλλά και το ερώτημα πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η επέλαση του εθνολαϊκισμού και της Ακροδεξιάς. Η αλήθεια είναι ότι ο αριθμός των αιτούντων άσυλο αλλά και των παράτυπων μεταναστών έχει περιοριστεί το τελευταίο διάστημα.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή υπηρεσία για τη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων (Frontex) εκτιμά ότι, μόνο στους πρώτους εννέα μήνες του 2024, περίπου 166.000 άνθρωποι επιχείρησαν να εισέλθουν παράτυπα στην επικράτεια της ΕΕ.
Και ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει ήδη επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορα της χώρας, δήμοι και κοινότητες διαμαρτύρονται ότι έχουν φτάσει στα όριά τους, καθώς δεν είναι πλέον σε θέση να υποδέχονται και να συντηρούν τόσους πολλούς πρόσφυγες και μετανάστες.
Αυτό υπογραμμίζει και ο Στέφαν Ζάιντλερ, βουλευτής του κόμματος της δανικής μειονότητας (SSW) στη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή. «Αυτό που μπορώ να πω από την πλευρά μου», αναφέρει, «είναι ότι οι δήμοι βρίσκονται μπροστά σε μία τεράστια πρόκληση, που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Χρειαζόμαστε την στήριξη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης…»
Σε αυτό το ζήτημα, πάντως, διαφωνεί ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός Μάρκο Βάντερβιτς. «Κατ' αρχήν οι αριθμοί των νεοαφιχθέντων έχουν μειωθεί», λέει. «Από κει και πέρα, νομίζω ότι υπάρχει κάποια υπερβολή στην όλη συζήτηση. Όλοι οι τοπικοί πολιτικοί που γνωρίζω, μου λένε ότι η σημερινή κατάσταση έχει σαφώς βελτιωθεί σε σχέση με το 2014 και το 2015. Κι όμως, την ίδια στιγμή όλοι λένε ότι υψώνουν 'λευκή σημαία'».