Ο νυν υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς εμφανίζεται ως ο πλέον δημοφιλής υποψήφιος καγκελάριος, παρασέρνοντας μαζί του τους Σοσιαλδημοκράτες που έβλεπαν τα ποσοστά τους να έχουν βαλτώσει. Ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο της Μέρκελ, άσχετα αν η καγκελάριος έχει ρίξει το βάρος της στον υποψήφιο του κόμματος της Αρμίν Λασέτ.
Προσπαθεί να αντιγράψει την ηρεμία της, ενώ μιμήθηκε ακόμα και τη χειρονομία «σήμα κατατεθέν» της Μέρκελ, σχηματίζοντας έναν ρόμβο με τις παλάμες του. Το όνομα του άλλωστε, Όλαφ, στα νορβηγικά προέρχεται από τη λέξη, απόγονος.
Ταυτόχρονα ωστόσο, ο Σολτς έχει δώσει το δικό του στίγμα στο Υπουργείο Οικονομικών, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχει στοιχειώσει το Βερολίνο και κατ’ επέκταση και την Ευρώπη. Βέβαια, το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών δεν φαίνεται να είναι τόσο οι θέσεις των κομμάτων.
Οι Πράσινοι, που αναμένονταν να καρπωθούν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης μετά από τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές, έχοντας τις πλέον προωθημένες προτάσεις, βλέπουν την πλάτη των παραδοσιακά μεγάλων κομμάτων.
Ουσιαστικά, ο Σόλτς επωφελείται από τα στραβοπατήματα των ανθυποψηφίων του, τόσο των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, όσο και των Χριστιανοδημοκρατών, Αρμίν Λασέτ. Ο πολύπειρος με περγαμηνές στην εξωτερική πολιτική, Χριστιανοδημοκράτης Λασέτ βγήκε λαβωμένος από τις εσωκομματικές εκλογές, που του έδωσαν ωστόσο μία πύρρειο νίκη και το χρίσμα του υποψηφίου καγκελαρίου.
Έκτοτε, τα ποσοστά δημοφιλίας του παραμένουν ασθενικά, με αμήχανες στιγμές, όπως τα γέλια του κατά τη διάρκεια των καταστροφών στη Δυτική Γερμανία. Ο ίδιος αντιμετωπίζει την προεκλογική καμπάνια ως κάτι το διαδικαστικό, μέχρι τις εκλογές, όπως αναφέρει εύστοχα το Politico.
Σε αυτές τις γερμανικές εκλογές δεν φαίνεται ένας ξεκάθαρος νικητής. Κανένα κόμμα δεν καταφέρνει να ξεπεράσει ούτε καν το 25% στην τελευταία δημοσκόπηση. Μόλις 30 μέρες πριν από τις κάλπες, ο επικείμενος κυβερνητικός συνασπισμός και οι μελλοντικές συμμαχίες των κομμάτων παραμένουν τόσο ρευστές όσο ποτέ. Ο φόβος βέβαια παραμένει αν αυτή τη ρευστότητα καταφέρουν να εκμεταλλευθούν περιθωριακά κόμματα, ή ακόμα και οι εξτρεμιστές υπερεθνικιστές, ώστε να παγιώσουν την εκλογική τους απήχηση.