Το χρώμα που χρησιμοποιούν και με το οποίο έχουν ταυτιστεί είναι το κίτρινο. Όμως οι Φιλελεύθεροι της Γερμανίας (FDP) έχουν επιλέξει για αυτόν τον προεκλογικό αγώνα το ασπρόμαυρο φόντο για τις προεκλογικές τους αφίσες. Υπονοούν κάτι; Την ίδια αισθητική είχαν υιοθετήσει και στις ευρωεκλογές του 2024, όπου τελικά έμειναν στο 5,2%. Ακριβώς δηλαδή στα μισά του 11,4% που είχαν λάβει στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021, αποκτώντας τότε το δικαίωμα να μπουν στην κυβέρνηση με άλλο αέρα. Αυτό το ποσοστό μοιάζει σήμερα με μακρινή ουτοπία.
Ο φόβος επανάληψης ενός δράματος
Σε όλες τις μετρήσεις εδώ και εβδομάδες δείχνουν να μην μπορούν να ξεκολλήσουν με τίποτα από το 4%, κάτι που θα σήμαινε ότι για μια ακόμα φορά θα μείνουν εκτός Βουλής. Μια σκληρή εμπειρία που είχαν βιώσει και το 2013 (4,8%). Ο σημερινός τους ηγέτης Κρίστιαν Λίντνερ ήταν αυτός που ανέλαβε τότε να «αναστήσει» το FDP και τα κατάφερε, διπλασιάζοντας τα ποσοστά του μέσα σε μια τετραετία, μετατρέποντάς το σε κόμμα εξουσίας και αποσπώντας για τον ίδιο τη θέση του υπουργού Οικονομικών, την οποία και υπηρέτησε πιστός στο δόγμα Σόιμπλε. Μηδενικά ελλείμματα και φρένο χρέους έγιναν τα συνθήματά του και αυτά ήταν σύμφωνα με τον ίδιο και η αιτία της διάλυσης του τρικομματικού συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς τον περασμένο Φεβρουάριο.
Κόμμα των πλουσίων;
Στο ίδιο το κόμμα δεν έχουν μια πειστική απάντηση για τη νέα κατάρρευση των ποσοστών τους. Κάποιοι λένε ότι αδίκως χρεώθηκαν την αστάθεια που έφερε η πρόωρη διάλυση της κυβέρνησης, αλλά κατηγορούν για αυτό τους αντιπάλους τους, που κατάφεραν να περάσουν αυτό το αφήγημα στην κοινή γνώμη. Οι πιο ειλικρινείς παραδέχονται ότι σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και δοκιμασίας, όχι μόνο για τα χαμηλότερα στρώματα, αλλά και για ένα σημαντικό κομμάτι της μεσαίας τάξης, είναι δύσκολο να πείσει ο Λίντνερ, που φορά σίγουρα τα πιο κομψά και ακριβά κοστούμια από τους πολιτικούς του αντιπάλους, ότι μπορεί να νοιαστεί πραγματικά και για τους «μη έχοντες».
Το FDP αρέσκεται να το αποκαλούν «κόμμα της οικονομίας», αλλά στη συνείδηση πολλών αυτό μεταφράζεται σε κόμμα των πλουσίων. Του τραπεζικού και κτηματομεσιτικού κατεστημένου και όχι μόνο. Οι εξαγγελίες για βελτίωση των μεσαίων εισοδημάτων μέσω μειώσεων της φορολογίας μάλλον δεν πείθουν. Και βεβαίως η μετακίνηση των Πρασίνων σε έναν πολύ πιο κεντρώο χώρο, σίγουρα έχει αφαιρέσει ψήφους από τη δεξαμενή της ανώτερης μεσαίας τάξης, που έχει λυμένα τα ζητήματα της επιβίωσης και διαθέτει την πολυτέλεια να ασχοληθεί με θέματα όπως η κλιματική κρίση, αλλά και η θωράκιση του κράτους δικαίου.
Ο ξεχασμένος κοινωνικός φιλελευθερισμός
Οι Φιλελεύθεροι μοιάζουν να έχουν απεμπολήσει βασικές τους αρχές σε ότι αφορά τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, σε μια Ευρώπη που γίνεται όλο και πιο συντηρητική, ενώ αυτά που συνεχίζουν να υποστηρίζουν για θέματα οικονομίας τους δείχνουν μάλλον… σταματημένους τουλάχιστον μια δεκαετία πίσω. Τότε που η Γερμανία έμοιαζε πανίσχυρη, ως η μοναδική αλώβητη από την κρίση και μοίραζε συμβουλές στους υπόλοιπους Ευρωπαίους για το πώς θα πρέπει να της μοιάσουν.
Το σχετικά αλαζονικό ύφος του Λίντνερ - που έχει ομολογουμένως προσπαθήσει να μετριάσει εσχάτως - δείχνει λοιπόν παράταιρο, σε μια εποχή που ακόμα και ο Χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς έχει παραδεχτεί ότι πρέπει οι Γερμανοί να σταματήσουν να μιλούν στους εταίρους τους με το δάχτυλο υψωμένο. Και σε πολλά ζητήματα οι θέσεις του FDP παραμένουν μάλλον θολές.
Μπορεί να αλλάξει η πτωτική τάση;
Το κεντρικό σύνθημα του κόμματος είναι «Όλα μπορούν να αλλαχθούν». Το ερώτημα είναι αν αυτό θα ισχύσει και σε σχέση με τη σημερινή σχεδόν παγιωμένη τάση, που δείχνει ότι το κόμμα πολύ δύσκολα θα καταφέρει να αλλάξει αυτή την γκρίζα εικόνα που το συνοδεύει και δημοσκοπικά και να σκαρφαλώσει σε ασφαλή ποσοστά. Τα κόμματα σύμφωνα με την παλιά θυμοσοφία πρέπει να μπορούν να αποδεικνύουν ότι είναι «χρήσιμα» για κάποιον λόγο και εδώ είναι που χωλαίνει το FDP. Ο Κρίστιαν Λίντνερ έχει προσπαθήσει να πείσει ότι θα είναι χρήσιμος ως μικρός εταίρος ενός μελλοντικού Χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου, που θα φροντίζει να τον κρατά στον «ίσιο δρόμο της δημοσιονομικής εγκράτειας», αλλά και συνολικά μιας φιλικής προς τις επιχειρήσεις πολιτικής. Έχει ακόμα περίπου δύο εβδομάδες για να τα καταφέρει.
Πηγή: Deutsche Welle