Με αφορμή τον κατάπλου του αμερικανικού αεροπλανοφόρου Gerald R. Ford κοντά στις ακτές του Ισραήλ, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξαπέλυσε δριμεία λεκτική επίθεση εναντίον της Ουάσιγκτον, υποστηρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα συμβάλει στην πραγματοποίηση σφαγών εις βάρος των Παλαιστίνιων που διαμένουν στη Λωρίδα της Γάζας. Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί, αλλά προχώρησε ένα βήμα παρακάτω.
Κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι εκπαιδεύουν και εξοπλίζουν όλες τις τρομοκρατικές οργανώσεις στη Μέση Ανατολή, προκαλώντας έτσι λουτρό αίματος στην ευρύτερη περιοχή.
Οι δηλώσεις αυτές αποτελούν ακόμα έναν κρίκο στη μακρά αλυσίδα των ενεργειών του κ. Ερντογάν που λειτουργούν επιβαρυντικά στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Αναφερόμενος στην ενίσχυση που, κατά την άποψή του, προσφέρουν οι Αμερικανοί σε τρομοκρατικές οργανώσεις, προφανώς υπαινίσσεται την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας.
Ο κ. Ερντογάν ίσως προχωράει πέρα από το σημείο που μπορεί να ανεχθεί η Ουάσιγκτον. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί θα ξεγράψουν την Τουρκία ή ότι θα πάψουν να επιδιώκουν να τη διατηρήσουν εντός του πλαισίου της δυτικής συμμαχίας. Όμως είναι πολύ πιθανό ότι η Άγκυρα θα πρέπει να ξεχάσει για μεγάλο διάστημα την απόκτηση αεροσκαφών F16.
Με τη στάση που τηρεί ο κ. Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο Κογκρέσο θα πολλαπλασιαστούν οι φωνές που αντιτίθενται στην (άνευ όρων) ενίσχυση της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Πολύ περισσότερο εάν συνυπολογιστεί ότι, σε μια στιγμή υπαρξιακής αγωνίας για το Ισραήλ, το εβραϊκό λόμπι στην Ουάσιγκτον δεν θα συγχωρήσει εύκολα τις τοποθετήσεις του Τούρκου προέδρου υπέρ της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ.
Ανοίγοντας ένα καινούργιο μέτωπο με τις ΗΠΑ, ο κ. Ερντογάν θα χρειαστεί να βαδίσει πάλι σε τεντωμένο σχοινί. Δεν έχουν, εξάλλου, περάσει πολλές ημέρες από την κατάρριψη τουρκικού drone από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στον εναέριο χώρο της Συρίας. Ήταν μια σαφής προειδοποίηση –και μάλιστα σε χρόνο προγενέστερο από την έναρξη της επιχείρησης της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ–ότι, αν χρειαστεί, οι Αμερικανοί είναι αποφασισμένοι να αντιδράσουν αποφασιστικά απέναντι στην Τουρκία.
Αλλά και μια επιβεβαίωση ότι ακόμα και σε κρίσιμους θύλακες του αμερικανικού κατεστημένου, όπως κατεξοχήν είναι το Πεντάγωνο, αφενός η τουρκική λάμψη έχει ξεθωριάσει, αφετέρου η αντίληψη ότι η Άγκυρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτα αξιόπιστος σύμμαχος κερδίζει ολοένα έδαφος.
Μέχρι σήμερα, ο κ. Ερντογάν έχει αποδειχθεί επιδέξιος ισορροπιστής. Το επιβεβαίωσε και στην περίπτωση της επί μακρόν συνεχιζόμενης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Όμως τώρα το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο.
Οι Αμερικανοί διαθέτουν πολλούς τρόπους για πιέσουν την Άγκυρα, όπως για παράδειγμα η επιρροή που μπορούν να ασκήσουν στον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς αγορές και το ΔΝΤ θα αντιμετωπίσουν την Τουρκία σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση στη χώρα επιδεινωθεί περαιτέρω. Μένει να δούμε εάν ο κ. Ερντογάν θα επιμείνει στην επιλογή της έντασης με την Ουάσιγκτον ή εάν θα αναδιπλωθεί, επιδεικνύοντας πολιτικό ρεαλισμό, έστω κι αν κάτι τέτοιο προϋποθέτει (ακόμα) μία κυβίστηση από την πλευρά του.
* O Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής Διπλωματίας και Διεθνούς Οργάνωσης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.