Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να έριξε την «βόμβα» περί αναβολής των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου, όλα δείχνουν όμως ότι δεν έχει τη δυνατότητα να την πυροδοτήσει. Κι αυτό διότι τόσο το σύνταγμα όσο και η πολιτική παράδοση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αφήνουν περιθώρια στον εκάστοτε πρόεδρο να λαμβάνει και να υλοποιεί τέτοιου είδους αποφάσεις.
Η δεύτερη τροπολογία του συντάγματος δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας, καθώς εκχωρεί ρητά το δικαίωμα ορισμού της ημερομηνίας των προεδρικών εκλογών στα μέλη του Κογκρέσου. Το 1845, λοιπόν, το ανώτατο νομοθετικό σώμα των ΗΠΑ όρισε ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την πρώτη Τρίτη η οποία ακολουθεί την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου. Έκτοτε, αυτός ο κανόνας δεν έχει παραβιαστεί ποτέ – έστω και εάν έχουν μεσολαβήσει ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιο Πόλεμος, καθώς και το Κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση που το ακολούθησε.
Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι η εικοστή τροπολογία του συντάγματος ορίζει την ορκωμοσία του νέου Κογκρέσου στις 3 Ιανουαρίου και το τέλος της θητείας του εκάστοτε προέδρου και αντιπροέδρου στις 20 Ιανουαρίου, μετά τη διεξαγωγή των εκλογών. Προκειμένου δε αυτό να αλλάξει, απαιτείται μια «υπερπλειοψηφία» στη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ στη συνέχεια η σχετική τροπολογία πρέπει να εγκριθεί από τις 38 εκ των 50 πολιτειών των ΗΠΑ.
Είναι φανερό, κατά συνέπεια, ότι τα πάντα εξαρτώνται από τη βούληση του Κογκρέσου. Έτσι, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ο Τραμπ καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη των Ρεπουμπλικάνων και της πλειοψηφίας που διαθέτουν στη Γερουσία (πράγμα αμφίβολο, όπως έδειξαν και οι πρώτες αντιδράσεις κορυφαίων στελεχών τους...), είναι βέβαιο πως δεν έχει τύχη στη Βουλή, όπου κυριαρχούν οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι όχι απλώς δεν έχουν διάθεση συνεννόησης μαζί του, αλλα αδημονούν να τον εκδιώξουν από τον Λευκό Οίκο.
Θα παίξει με τη φωτιά;
«Ώστε ο πρόεδρος δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε άλλο για να επηρεάσει την ημέρα των εκλογών;», είναι το εύλογο ερώτημα που διατύπωσε η εφημερίδα Washington Post στην ιστοσελίδα της, μετά από όλα τα παραπάνω. Επιχειρεί δε να δώσει απάντηση επικαλούμενη τη γνώμη κορυφαίων νομικών και συνταγματολόγων των ΗΠΑ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ρικ Χάσεν, καθηγητή δικαίου και πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, αυτό που θα μπορούσε να επιχειρήσει ο Τραμπ είναι να προκαλέσει χάος στη διαδικασία, επικαλούμενος τον κίνδυνο της πανδημίας και τις έκτακτες εξουσίες που θα του έχουν εκχωρηθεί για την αντιμετώπισή της. Για παράδειγμα, όπως σημειώνει, θα μπορούσε να θεσπίσει τόσο αυστηρούς περιορισμούς στη διαδικασία της ψηφοφορίας που θα οδηγήσουν πολλούς να μην συμμετέχουν σε αυτήν, «χτυπώντας» μάλιστα στοχευμένα τις πόλεις και πολιτείες με ισχυρή πλειοψηφία των Δημοκρατικών.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι καθώς το σύνταγμα των ΗΠΑ προβλέπει πως η εκλογή του προέδρου δεν γίνεται απευθείας από τον λαό, αλλά από τους εκλέκτορες, υπάρχει θεωρητικά μια ακόμη δυνατότητα για τον Τραμπ: Να πιέσει τα πολιτειακά κοινοβούλια να ορίσουν τα ίδια τους εκλέκτορες, χωρίς να μεσολαβήσει διαδικασία ψηφοφορίας – κάτι που επίσης προβλέπεται στο σύνταγμα και γινόταν καρά κόρον στα πρώιμα χρόνια του κράτους των ΗΠΑ.
Τέλος, εφόσον ο Τραμπ αποφασίσει να παίξει μέχρι τέλους το «χαρτί» της νοθείας, το οποίο επικαλέστηκε στο επίμαχο tweet με το οποίο και άνοιξε το θέμα της αναβολής των εκλογών, θα μπορούσε να καθυστερήσει σημαντικά των έκδοση των τελικών αποτελεσμάτων. Αυτό, όμως, είναι κάτι που δεν τον οδηγεί πουθενά με βάση τους συσχετισμούς στο Κογκρέσο. Κι αυτό διότι, βάσει συντάγματος, εάν δεν έχει ανακηρυχθεί πρόεδρος ως την τελετή ορκωμοσίας της 20ής Ιανουαρίου, τότε τη θέση αναλαμβάνει η πρόεδρος της Βουλής – δηλαδή, η ορκισμένη εχθρός του Τραμπ, Νάνσι Πελόζι.
Σε κάθε περίπτωση, στις παρούσες συνθήκες, όλα αυτά αποτελούν σενάρια επί χάρτου. Όλοι γνωρίζουν, άλλωστε, ότι καθένα από αυτά θα προκαλούσε αυτομάτως τεράστια κοινωνική αναταραχή στις ΗΠΑ, σε μια περίοδο που τα πνεύματα είναι ιδιαιτέρως οξυμένα, το φυλετικό ζήτημα «καίει», η οικονομία παραπαίει και ο αριθμός των ανέργων σπάει όλα τα ρεκόρ.
Θα το διακινδυνεύσει, άραγε, κανείς; Και αν ο Τραμπ θελήσει να τα τινάξει όλα στον αέρα, δεν θα αναγκαστούν να τον σταματήσουν;