Η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στο Βίλνιους της Φιλανδίας, στις 13 Ιουλίου 2023, στο περιθώριο της Διάσκεψης του ΝΑΤΟ, και οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, στις 14 Ιουλίου, πως η Ελλάδα θα ήταν διατεθειμένη να προβεί σε υποχωρήσεις προκειμένου να υποχρεώσει την Τουρκία να προχωρήσει σε προσφυγή στη Χάγη, με αποκλειστικό θέμα τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών, άνοιξε και πάλι – μάλλον εκ του μη όντος –, μια μεγάλη συζήτηση για τη δυνατότητα μιας λύσης των διαφορών μας με την Τουρκία, τουλάχιστον σε αυτό το βασικό πεδίο.
Ωστόσο, πιστεύω πως, για μια ακόμα φορά, η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει στις βασικές της διεκδικήσεις και να δεχτεί μια οποιαδήποτε διευθέτηση, ακόμα και εάν η Ελλάδα θα ήταν διατεθειμένη να κάνει υποχωρήσεις ως προς την επήρεια του Καστελορίζου, όπως διαρρέεται. Και αυτό διότι κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε την ολοκληρωτική αναίρεση της τουρκικής στρατηγικής και την απώλεια κεκτημένων της τουρκικής πολιτικής δεκαετιών.
Διότι είναι προφανές πως οποιαδήποτε διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όσες υποχωρήσεις και αν κάναμε, θα ενταφίαζε οριστικά το τουρκολιβυκό μνημόνιο και, κατά συνέπεια, ολόκληρο το οικοδόμημα της Γαλάζιας Πατρίδας, πάνω στο οποίο ο Ερντογάν έχει οικοδομήσει τη στρατηγική του επί χρόνια, και πάνω στο οποίο κινείται ολόκληρη η τουρκική πολιτική επί δεκαετίες.
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια κυριολεκτικά επαναστατική αλλαγή της τουρκικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία ο λύκος θα γινόταν αρνάκι και θα έθετε ένα τέλος στη στρατηγική της καθυπόταξης της Ελλάδας και της Κύπρου, την οποία ακολουθεί μετά το 1974, όταν εισέβαλε στην Κύπρο και άρχισε τις παραβιάσεις στο Αιγαίο.
Θα σηματοδοτούσε μια κυριολεκτική μετάλλαξη, ανάλογη με εκείνη που πραγματοποίησε η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αποφάσισε να μετατρέψει τη στρατιωτική ισχύ σε ήπια ισχύ, κατ’ εξοχήν οικονομική. Όμως η Γερμανία υποχρεώθηκε να κάνει κάτι τέτοιο αφού είχε χάσει δύο παγκοσμίους πολέμους και είχε διαμελιστεί από τους συμμάχους.
Η σημερινή Τουρκία του Ερντογάν όχι μόνο δεν έχει χάσει κάποιον πόλεμο αλλά, αντίθετα, τα τελευταία χρόνια, έχει καταγάγει στρατηγικές νίκες, καταστέλλοντας του Κούρδους στο εσωτερικό και στον περίγυρό της, στη Συρία και το Ιράκ, επεκτείνοντας την επιρροή της στη Λιβύη και την Αφρική, ενώ βέβαια κρατάει πάντα στα νύχια της την Κύπρο και βομβαρδίζει το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Πρόσφατα δε, ο Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές, αφού είχε σηκώσει στα ύψη μια σοβινιστική πολιτική που μετέβαλε τους Γκρίζους Λύκους σε μεγάλη πολιτική δύναμη και κυριότερο σύμμαχό του.
Έχει χτίσει μια ισχυρή πολεμική βιομηχανία και μας απειλεί με τους πυραύλους της. Έχει υποχρεώσει τη Δύση να ανέχεται τις «ειδικές σχέσεις» της με τη Ρωσία, στην οποία δεν έχει επιβάλει καμία κύρωση, και να εκβιάζει το ΝΑΤΟ ανενδοίαστα, επί ένα χρόνο σχεδόν, με τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Μοιάζει λοιπόν, έστω και στο ελάχιστο, με τη Γερμανία του 1945 που αποφάσισε να κάνει εμπόριο αντί για πόλεμο; Ο Ερντογάν θέλει και πόλεμο και εμπόριο.
Άλλωστε, ένας ακόμα λόγος που δεν της επιτρέπει να γίνει δημοκρατική είναι η ύπαρξη του κουρδικού, όπως, πριν το 1922, ήταν η παρουσία των Ελλήνων και των Αρμενίων. Διότι κάθε απόπειρα εκδημοκρατισμού ακολουθείται από την επανεμφάνιση των Κούρδων στο προσκήνιο. Δικτατορία και πάλι δικτατορία, λοιπόν.
Οποιαδήποτε μακρόχρονη διαπραγμάτευση σε ανώτατο επίπεδο με την Τουρκία, χωρίς να προηγηθεί σύντομα συμφωνία για την προσφυγή στη Χάγη, αποτελεί για την Τουρκία πολιτικό και διπλωματικό όπλο υψίστης σημασίας. Διότι, ενώ βρίσκεται σε μια άσχημη οικονομική κατάσταση και οι Ρώσοι φίλοι της παραπατάνε στην Ουκρανία, ξανακερδίζει πόντους στη Δύση από την οποία βρισκόταν απομονωμένη· ανοίγει τον δρόμο για την παραχώρηση των F16 και αδυνατίζει τη θέση εκείνων που, όπως ο Μενέντεζ, την απορρίπτουν· προετοιμάζει την παραχώρηση μεγάλου δανείου από το ΔΝΤ το οποίο υποσχέθηκε ο Μπάιντεν στον Ερντογάν· προωθεί την τελωνειακή ένωση με την ΕΕ κ.λ.π.
Κατανοούμε όλοι ότι η Ελλάδα πιέζεται, και από τις ΗΠΑ και από τη Γερμανία, για ήπιο κλίμα με την Τουρκία στο Αιγαίο και, πιθανότατα, η παραχώρηση των F35 συνδέεται με τους «καλούς μας τρόπους» απέναντι στον Ερντογάν. Κάτι τέτοιο είναι κατανοητό, ωστόσο όλα έχουν κάποια όρια και στους συμμάχους θα πρέπει να τεθούν επί τάπητος το Κυπριακό, το Τουρκολιβυκό και όλα τα συναφή, διευκρινίζοντας πως δεν μπορούμε να μπαίνουμε σε ένα ατέρμονο τουρκικό παζάρι χωρίς απτά αποτελέσματα, προς όφελος του Ερντογάν αποκλειστικά. Για μια συνάντηση στο περιθώριο της Διάσκεψης του ΝΑΤΟ είμαστε μέσα, αλλά όχι σε μακρόχρονη εξαπάτηση.
Και πάντως η Τουρκία δε σκοπεύει να προσφύγει μαζί με την Ελλάδα στη Χάγη.