Η αντιπαράθεση, οι προαναγγελίες πολέμου και η αυτοεκπληρούμενη προφητεία
Ουκρανία

Η αντιπαράθεση, οι προαναγγελίες πολέμου και η αυτοεκπληρούμενη προφητεία

Μια αντιπαράθεση η οποία ξεκίνησε ως μια επίδειξη δύναμης της Ρωσίας στην προσπάθειά της να χαράξει ένα νέο σκηνικό ισορροπίας, που θα αποτυπώνει και στην Ευρώπη το νέο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί 30 χρόνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, κινδυνεύει να οδηγήσει αν όχι σε μια θερμή σύγκρουση, σε μια διαρκή αντιπαράθεση η οποία έχει συνέπειες τόσο για τις γεωπολιτικές ισορροπίες όσο και για την παγκόσμια οικονομία.

Η Ουάσιγκτον ένθερμα σε ρητορικό επίπεδο αλλά πολύ χλιαρά σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο στρατιωτικής εμπλοκής διατρανώνει την αποφασιστικότητά της να προασπίσει την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, την οποία όμως παρά τις στρατιωτικές κινήσεις και τη συγκέντρωση δυνάμεων, η Μόσχα δηλώνει ότι η εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι στις προθέσεις της ούτε στη στρατηγική της.

Βεβαίως, οι δεσμεύσεις αυτές αντιμετωπίζονται με καχυποψία από τη Δύση, καθώς είναι πρόσφατη η εισβολή και προσάρτηση της Κριμαίας που άφησε ανοικτές πληγές τόσο στην Ουκρανία αλλά και στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση.

Η Ουάσιγκτον θέλει να εγκλωβίσει τον Πούτιν στο δίλημμα που ο ίδιος δημιούργησε: ή να κάνει μια εντυπωσιακή κίνηση στην Ουκρανία η οποία εκ των πραγμάτων θα έχει κόστος σοβαρό και για την ίδια τη Ρωσία ή να υποχωρήσει με άδεια χέρια. Μια υποχώρηση η οποία θα προσφέρει μια συμβολική διπλωματική νίκη στον πρόεδρο Μπάιντεν και θα πλήξει καίρια το γόητρο του Ρώσου προέδρου υπονομεύοντας την ηγεμονία του στο εσωτερικό της Ρωσίας.

Και πράγματι ο Πούτιν πλέον είναι εγκλωβισμένος: ή θα πρέπει να επιτύχει μια αποκλιμάκωση με τρόπο που θα διασώζει τα προσχήματα για τη Ρωσία και θα εξασφαλίζει κάποια σοβαρά ανταλλάγματα και δεσμεύσεις της Δύσης ή θα πρέπει να εντείνει την άσκηση πίεσης και με στρατιωτικά μέτρα με κίνδυνο μιας επικίνδυνης κλιμάκωσης.

Ο Πούτιν θα ήθελε να επιτύχει την ενίσχυση της θέσης της Ρωσίας, αλλά και του δικού του προφίλ μέσω μιας εύκολης και εκ του ασφαλούς νίκης. Κάτι τέτοιο δεν είναι ορατό παρά τις επικοινωνιακές «τάπες» όπως αυτή του ίδιου με τον Μακρόν ή του Λαβρόφ προς τη βρετανίδα ΥΠΕΞ.

Η προοπτική εισβολής και κατάληψης μεγάλου τμήματος της Ουκρανίας δεν είναι μια λογική επιδίωξη καθώς θα δημιουργήσει ένα νέο Αφγανιστάν για τη χώρα του, και προφανώς 100 χιλιάδες στρατιώτες δεν είναι αρκετοί για να καταλάβουν και να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους τόσο εκτεταμένη εδαφική περιοχή. Συγχρόνως θα στρέψει εναντίον της Ρωσίας και εκείνες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που σήμερα επιχειρούν να κρατήσουν ισορροπίες και θα φέρει στο «αντιρωσικό» στρατόπεδο και την Κίνα.

Ο Πούτιν ξεκίνησε μια κλιμάκωση προκειμένου να διαπραγματευθεί με τη Δύση. Η Δύση γνωρίζοντας ότι η εισβολή και κατοχή της Ουκρανίας δεν είναι το πιθανότερο σενάριο προσπάθησε να αντιστρέψει το χαρτί του και να εξαπολύσει μια υβριδική επιχείρηση εναντίον του, προαναγγέλλοντας, σχεδόν ανακοινώνοντας τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Έτσι η όποια άλλη κίνηση του Πούτιν θα αντιμετωπιστεί ως υποχώρηση και ήττα του.

Πιθανότατα η Μόσχα να μπει στον πειρασμό να επιδιώξει την ντε φάκτο προσάρτηση των Ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας του Ντονέτσκ και Λουχάνσκ όπου ήδη μετά το 2014 έχουν περάσει στον έλεγχο ρωσόφιλων αυτονομιστών. Αυτό βεβαίως θα είναι μόνο μια συμβολική «προσάρτηση» καθώς απλώς θα πρέπει να «ταΐζει» ορισμένες φτωχές περιοχές όπου η οικονομική δραστηριότητα είναι σχεδόν νεκρή εδώ και χρόνια.

Η Ρωσία προφανώς θα ευνοούσε μια προσάρτηση ενός μεγάλου μέρους της νοτιοανατολικής Ουκρανίας ώστε να αποκτήσει πάλι τον πλήρη έλεγχο της Αζοφικής αλλά και τη χερσαία σύνδεση με την Κριμαία. Αλλά αυτό θα επρόκειτο περί μείζονος ανατροπής του status quo…

Η Δύση και κυρίως οι Αμερικανοί όμως δεν έχουν βρει ακόμη μια ισχυρή απάντηση που θα απέτρεπε τον Β. Πούτιν από μια επιθετική κίνηση. Στέλνοντας 3.000 στρατιώτες στη Ρουμανία ή στην Πολωνία, δηλώνοντας αρχικά ότι δεν είναι πρόβλημα μια «μικρή εισβολή» και τονίζοντας κατηγορηματικά ότι η στρατιωτική απάντηση δεν είναι στις επιλογές της Δύσης παρά μόνο οι κυρώσεις, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει ισχυρή αποτροπή.

Πολύ περισσότερο όταν οι κυρώσεις συνήθως γυρνάνε μπούμερανγκ εις βάρος των ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες είναι σε καθεστώς στυγνού εκβιασμού λόγω της ενεργειακής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Στο «φιλοσοφικό ερώτημα» εάν έχει τα «δίκια» του ο Β. Πούτιν η αλήθεια είναι ότι ζητώντας καθαρούς κανόνες στη διαμόρφωση νέων κόκκινων γραμμών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει πολλά επιχειρήματα και είναι φυσικό να μην μπορεί η Ρωσία να δεχθεί την ένταξη της Ουκρανίας ή της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Και τότε προκύπτει και το ερώτημα του τι είναι το ΝΑΤΟ και μέχρι πού, μπορεί να επεκταθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου του οποίου ήταν δημιούργημα.

Από την άλλη όμως δεν μπορεί να γίνει ανεκτή όχι απλώς η φιλανδοποίηση της Ουκρανίας αλλά η μετατροπή της σε χώρα υποτελή στη Ρωσία. Η χώρα είναι ανεξάρτητη δημοκρατία (με τα πολλά προβλήματά της) η οποία όμως μπορεί να αποφασίζει για το αν θα ακολουθήσει μια πορεία εκσυγχρονισμού και εκδυτικισμού ή θα αποτελέσει προσάρτημα της Ρωσίας.

Σε αυτό το παιγνίδι εντυπώσεων και ισορροπιών, σε αυτό το chicken game που κανείς δεν υποχωρεί και μάλιστα η μια πλευρά προκαλεί την άλλη να κάνει το πρώτο βήμα, υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι. Όχι μόνο από μια προβοκάτσια, από ένα λάθος που μπορεί να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση. (Εξάλλου και οι αυτονομιστές του Ντονέτσκ, αλλά και οι εθνικιστές της Ουκρανίας είναι επιρρεπείς σε τέτοιες τακτικές).

Ο μεγάλος κίνδυνος και ίσως το χειρότερο σενάριο είναι ένας εμφύλιος στην ίδια την Ουκρανία. Που η διάλυση της χώρας θα προσφερθεί στο «πιάτο» εκείνων που σήμερα καλοβλέπουν αλλά δεν τολμούν να επιβάλουν τη διχοτόμησή της.

Όμως η αυριανή ημέρα είναι σημαδιακή. Θα αποδειχθεί αν οι προαναγγελίες των Αμερικανών για τη ρωσική εισβολή στις 16 Φεβρουαρίου είχαν βάση. Ή αν επρόκειτο περί ψυχολογικών επιχειρήσεων με την ελπίδα ότι θα κατέληγαν σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες.