Η Ευρώπη βγαίνει μπροστά - Τα «αγκάθια» για μια βιώσιμη ειρήνη
Shutterstock
Shutterstock
Ουκρανία

Η Ευρώπη βγαίνει μπροστά - Τα «αγκάθια» για μια βιώσιμη ειρήνη

Ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται πάντοτε στην επικαιρότητα, πλην όμως την τρέχουσα περίοδο το παγκόσμιο ενδιαφέρον έχει ενισχυθεί, λόγω της πρωτοβουλίας του προέδρου Τραμπ να έλθει σε επαφή με τον πρόεδρο Πούτιν, βγάζοντας τη Ρωσία από τη διεθνή απομόνωση, προκειμένου να ηγηθεί μιας ειρηνευτικής προσπάθειας.

Οι πρώτες συζητήσεις για το ζήτημα μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας έλαβαν χώρα στη Σαουδική Αραβία, χωρίς τη συμμετοχή της Ουκρανίας και των ευρωπαϊκών χωρών, προκαλώντας την αντίδρασή τους, η οποία κορυφώθηκε με την πρωτοφανή στα διπλωματικά χρονικά αντιπαράθεση στο Λευκό Οίκο, μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι. 

Ωστόσο, μέχρι τώρα από πλευράς ΗΠΑ δεν έχει παρουσιασθεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο σχεδίου, το οποίο θα αποτελέσει βάση των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα γίνεται προσπάθεια αναπτύξεως πρωτοβουλιών και από ευρωπαϊκές χώρες, Γαλλία, Βρετανία για την αντιμετώπιση του ζητήματος.

Κοινή παράμετρος όλων αυτών των πρωτοβουλιών είναι η οργάνωση μιας επιχειρήσεως διατηρήσεως της ειρήνης (peacekeeping operation) στην Ουκρανία. Η ιδέα αυτή δεν είναι καινούργια έχει δει το φως της δημοσιότητας και στο παρελθόν, αρχίζει όμως να αποκτά σοβαρή δυναμική μετά την επικοινωνία Τραμπ - Πούτιν. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν μια τέτοια επιχείρηση, έχουν όμως καταστήσει σαφές ότι δε θα συμμετάσχουν και ότι πρέπει να αναληφθεί εξολοκλήρου από τις ευρωπαϊκές χώρες. Το ζήτημα συζητήθηκε και κατά τις πρόσφατες συναντήσεις του προέδρου Τραμπ, με τον πρόεδρο της Γαλλίας και τον πρωθυπουργό της Βρετανίας στο Λευκό Οίκο.

Στην Ευρώπη έχει ανοίξει ένας διάλογος για την επιχείρηση και τη συμμετοχή, άλλοι εμφανίζονται αρνητικοί, άλλοι διστακτικοί και άλλοι θετικοί, ενώ άλλοι θεωρούν επιβεβλημένη την υποστήριξη των ΗΠΑ σε ορισμένα πεδία π.χ. αεράμυνα. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, η ανάλυση του πολιτικού πλαισίου και των αρχών μιας τέτοιας επιχειρήσεως μπορεί να δώσει τις βασικές κατευθύνσεις που θα κινηθεί η ειρηνευτική προσπάθεια.

Το πρώτο ερώτημα που αναφύεται είναι ποιος θα αποφασίσει την οργάνωση αυτής της επιχειρήσεως. Από τον δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί φαίνεται να είναι μια υπόθεση μεταξύ των ΗΠΑ και ευρωπαϊκών χωρών. Με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, το εντεταλμένο όργανο το οποίο έχει την κύρια ευθύνη για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΣΑ ΟΗΕ).

Το όποιο αποτέλεσμα της αμερικανικής πρωτοβουλίας, αν υπάρξει αποτέλεσμα και έτι περαιτέρω η οργάνωση ειρηνευτικής αποστολής, θα οδηγηθούν στο ΣΑ ΟΗΕ, προς λήψη αποφάσεων. Κατόπιν αυτών η πρωτοβουλία για την τελική επίλυση του Ουκρανικού ζητήματος θα περάσει στον ΟΗΕ και θα ξεφύγει των διαφόρων παραμέτρων της αμερικανικής προσπάθειας.

Είναι κοινός τόπος ότι μια ειρηνευτική επιχείρηση πρέπει να έχει διεθνή νομιμοποίηση και αυτή επιτυγχάνεται με την απόφαση του ΣΑ ΟΗΕ, το οποίο με την εντολή (mandate) που εκδίδει, καθορίζει τους στόχους της. Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει διαθέτει είναι η αξιοπιστία, η οποία αντικατοπτρίζει την ικανότητα και αποτελεσματικότητα να διαχειρισθεί την κατάσταση και να φέρει σε πέρας την εντολή που της έχει ανατεθεί.

Η επίτευξη και η διατήρηση της αξιοπιστίας εξαρτάται από τη σαφήνεια της εντολής, τα διαθέσιμα μέσα και δυνατότητες και πάνω από όλα ένα ηχηρό σχέδιο το οποίο επικοινωνείται κατάλληλα και εφαρμόζεται με αμεροληψία και αποτελεσματικότητα σε κάθε επίπεδο. Η αξιοπιστία της επιχειρήσεως διατηρήσεως ειρήνης έχει άμεσες επιπτώσεις στην αντίληψη τόσο της διεθνούς κοινότητας όσο και σε αυτή των αντιπάλων πλευρών, δηλαδή της Ρωσίας και της Ουκρανίας, προς επίτευξη των στόχων της.

Πέραν αυτών που ισχύουν για κάθε τύπο ειρηνευτικής επιχειρήσεως, ειδικότερα οι επιχειρήσεις διατηρήσεως της ειρήνης μπορούν να αρχίσουν από τη στιγμή της διακοπής των εχθροπραξιών. Επομένως, εφόσον προωθείται η ανάληψη μιας τέτοιου τύπου επιχειρήσεως στην Ουκρανία, αυτό που προσπαθεί να επιτύχει ο πρόεδρος Τραμπ είναι απλώς μια εκεχειρία, η οποία θα αποτελέσει την αφετηρία της εμπλοκής της Ουκρανίας και της Ρωσίας σε μια πολιτική διαδικασία μέσω του ΟΗΕ, για την επίτευξη ειρήνης.

Επίσης, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις διέπονται από τρεις αρχές, τη συναίνεση των εμπλεκομένων μερών, την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα και τέλος την απαγόρευση χρησιμοποιήσεως της στρατιωτικής ισχύος, εκτός των περιπτώσεων αυτοαμύνης ή αμύνης σύμφωνα με την εντολή (mandate).

Με βάση την πρώτη αρχή η επιχείρηση απαιτεί τη συναίνεση της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Στην παρούσα φάση έχουμε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες πρόθυμες να συνεισφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις για την επιχείρηση. Η Ουκρανία μάλλον βλέπει την επιχείρηση ως ενίσχυσή της για να τιμωρηθεί η Ρωσία.

Από την άλλη πλευρά η Ρωσία δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών Λαβρώφ, είναι αντίθετη στην ανάπτυξη ευρωπαϊκών δυνάμεων υπό οποιοδήποτε ηγετικό σχήμα, ΝΑΤΟ, ΕΕ κτλ, αποκλείοντας πρακτικά περιφερειακούς οργανισμούς, στη χρησιμοποίηση των οποίων μπορεί να καταφύγει ο ΟΗΕ με βάση τις προβλέψεις του Κεφαλαίου VIII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι ο Πούτιν δεν είναι αρνητικός στην ανάπτυξη ειρηνευτικής αποστολής ενώ ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου χωρίς να διαψεύσει τον Αμερικανό πρόεδρο παρέπεμψε στη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών.

Ενδεχομένως η Ρωσία να επιδιώξει όταν το ζήτημα αχθεί στο ΣΑ του ΟΗΕ να ασκήσει την επιρροή της καθώς έχει και το δικαίωμα της αρνησικυρίας(βέτο) ώστε να έχει λόγο τόσο στο «πακέτο» των δυνάμεων (μέγεθος, σύνθεση, προέλευση κτλ) αλλά και στο διοικητικό τους σχήμα. Επίσης, η συναίνεση δεν αφορά μόνο στην αποδοχή της επιχειρήσεως αλλά και στη φυσική και πολιτική ελευθερία δράσεως για την εκπλήρωση της αποστολής που έχει αναλάβει.

Η έλλειψη συναινέσεως, δημιουργεί κίνδυνο η επιχείρηση να καταστεί μέρος της συγκρούσεως και να διολισθήσει σε φάση επιβολής (peace enforcement), κάτι που είναι έξω από το θεμελιώδη ρόλο της διατηρήσεως της ειρήνης. Η συναίνεση αμφοτέρων των πλευρών πρέπει να καλύπτει όλες τις δυνάμεις τους, ακόμη και τις παραστρατιωτικές ή αυτόνομες σε τοπικό επίπεδο.

Η δεύτερη αρχή που θα διέπει την επιχείρηση είναι η αμεροληψία η οποία είναι ο κρίσιμος παράγοντας για τη διατήρηση της συναινέσεως και της συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η οποία ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να οδηγεί σε ουδετερότητα ή αδράνεια της ειρηνευτικής δυνάμεως.

Η επιχείρηση πρέπει να διατηρεί καλές σχέσεις και με τους Ρώσους και τους Ουκρανούς, χωρίς ωστόσο να υποβιβάζει την αμεροληψία της ή να μην την εφαρμόζει για να μην κατηγορηθεί από τη μία ή την άλλη πλευρά, από φόβο παρανοήσεως ή αντεκδικήσεως. Η αποτυχία στο πεδίο της αμεροληψίας μπορεί να υπονομεύσει την αξιοπιστία αλλά και τη νομιμοποίηση και μπορεί να οδηγήσει στην άρση της συναινέσεως της παρουσίας της επιχειρήσεως, είτε από τη Ρωσία είτε από την Ουκρανία ή ακόμη και από τους δύο.

Μια επιχείρηση διατηρήσεως της ειρήνης του ΟΗΕ στην Ουκρανία δεν είναι ένα όργανο επιβολής της. Η ειρηνευτική δύναμη είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ βασικά σε τακτικό επίπεδο για την αυτοάμυνά της ή για την άμυνα σύμφωνα με την εντολή της. Πολλές φορές το ΣΑ ΟΗΕ σε εύθραυστες καταστάσεις, είναι δυνατόν να κρίνει ως τέτοια και την περίπτωση της Ουκρανίας, να δώσει στην ειρηνευτική δύναμη «ισχυρή» εντολή και εξουσιοδότηση «να χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα» για την εκπλήρωση της αποστολής της.

Η ισχυρή εντολή διατηρήσεως της ειρήνης ενίοτε θεωρείται ισοδύναμη με αυτή της επιβολής ειρήνης, όπως αυτή προβλέπεται στο Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, ωστόσο δεν πρέπει να συγχέονται. Η «ισχυρή» εντολή διατηρήσεως της ειρήνης επιτρέπει τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής ισχύος στο τακτικό επίπεδο με την εξουσιοδότηση του ΣΑ ΟΗΕ, τη συγκατάθεση του φιλοξενούντος έθνους δηλαδή της Ρωσίας ή της Ουκρανίας ή και των δύο πλευρών.

Αντιθέτως, η επιβολή της ειρήνης δεν απαιτεί συγκατάθεση ούτε της Ουκρανίας ούτε της Ρωσίας, ενώ η στρατιωτική ισχύς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και στο στρατηγικό επίπεδο, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση της εντολής του ΣΑ ΟΗΕ. Η στρατιωτικής ισχύς πρέπει να είναι η τελευταία καταφυγή και να διατηρείται στο ελάχιστο απαραίτητο επίπεδο ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η χρησιμοποίηση στρατιωτικής ισχύος σε μια επιχείρηση διατηρήσεως της ειρήνης έχει πάντοτε πολιτικές επιπτώσεις και είναι δυνατόν να πυροδοτήσει απρόβλεπτες καταστάσεις.

Από την ανωτέρω πολύ συνοπτική ανάλυση προκύπτει ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν μια εκεχειρία στην Ουκρανία και την παρουσία μιας επιχειρήσεως διατηρήσεως της ειρήνης, ώστε να απεμπλακούν οι δύο πλευρές και να διακοπούν οι εχθροπραξίες πράγμα που θα μεταφέρει τη λύση του προβλήματος στον ΟΗΕ. Η Ρωσία, είναι σε πλεονεκτική θέση στο πεδίο και έχει επιτύχει από τις ΗΠΑ τη δέσμευση ότι η Ουκρανία δε θα γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ, ως εκ τούτου θα επιδιώξει, να κρατήσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις έξω από την ειρηνευτική δύναμη η οποία να είναι και ασθενής, ώστε να μη μπορεί να μεταπέσει από τη διατήρηση στην επιβολή της ειρήνης.

Επίσης, μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξή της δυνάμεως για αρκετό χρόνο, αν κρίνει ότι τα αποτελέσματα στο πεδίο μπορούν αυξήσουν το κατεχόμενο έδαφος, να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική της θέση και τους όρους που μπορεί να επιβάλει στην Ουκρανία, εκμεταλλευόμενη και την αρνητική στάση της Ουκρανίας στην αμερικανική πρωτοβουλία. Οι πιθανότητες μιας οριστικής λύσεως δε φαίνεται να είναι υψηλές, μάλλον οδηγούμεθα προς μια «παγωμένη» σύγκρουση, όπως την έχει βιώσει και βιώνει ο Ελληνισμός στην Κύπρο, στην οποία ο κερδισμένος φυσικά θα είναι η Ρωσία.

*Κωνσταντίνος Γκίνης, Στρατηγός ε.α.- Επίτιμος Α/ΓΕΣ