Του Γιώργου Παυλόπουλου
Οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στα ιταλικά ΜΜΕ θέλουν τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα, να ανακοινώνει τη διάλυση της Βουλής ως το τέλος του έτους, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών στις αρχές της άνοιξης - πιθανότατα, στις 4 Μαρτίου. Ακόμη και αν η ημερομηνία δεν επιβεβαιωθεί, το Σύνταγμα της Ιταλίας προβλέπει ούτως ή άλλως εκλογές το αργότερο ώς τον ερχόμενο Μάιο. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι η χώρα και τα πολιτικά της κόμματα κινούνται ήδη σε προεκλογικούς ρυθμούς, μελετώντας προσεκτικά τόσο τις τάσεις της κοινωνίας, όπως αυτές καταγράφονται (σε γενικές γραμμές) μέσα από τις δημοσκοπήσεις, όσο και την εικόνα της οικονομίας - ενώ, παράλληλα, τα βλέμματα είναι στραμμένα προς τα μηνύματα που έρχονται από το εξωτερικό και κυρίως από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.
Η αλήθεια είναι ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν πηγή ανησυχίας για το πολιτικό κατεστημένο και ειδικά για τους κυβερνώντες Δημοκρατικούς και τον ηγέτη τους, Ματέο Ρέντσι. Το πάλαι ποτέ παιδί-θαύμα της Ιταλίας και μεγάλος αγαπημένος των μίντια -ο οποίος κατέχει το... προνόμιο να είναι ο μοναδικός πολιτικός της Ευρώπης ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας του επί σχεδόν 3 χρόνια (από τον Φεβρουάριο του 2014 ώς τον Δεκέμβριο του 2016) χωρίς να έχει επικρατήσει σε εκλογές- μοιάζει πλέον να έχει χάσει τη λάμψη του. Απόδειξη είναι, εκτός των άλλων, το γεγονός ότι το κόμμα του διολισθαίνει διαρκώς στις δημοσκοπήσεις, βάσει των οποίων συγκεντρώνει ποσοστό της τάξης του 25%-26% και υπολείπεται τόσο του «αντισυστημικού» και απροσδιόριστου πολιτικά «Κινήματος των Πέντε Αστέρων» του Μπέπε Γκρίλο (28%-29%) όσο και του συνασπισμού ανάμεσα στην μπερλουσκονική «Φόρτσα Ιτάλια» και την εθνικιστική «Λίγκα του Βορρά» (28%-30%), που όλα δείχνουν ότι θα εμφανιστούν στις κάλπες με ενιαίο ψηφοδέλτιο.
Βάσει του νέου εκλογικού νόμου, μάλιστα, ο οποίος προβλέπει τη διεξαγωγή δεύτερου γύρου εφόσον κανένα κόμμα ή συνασπισμός δεν συγκεντρώσει πάνω από 40% (τότε, παίρνει αυτομάτως 340 από τις 630 έδρες της Βουλής και σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση), δεν αποκλείεται οι Δημοκρατικοί να αποκλειστούν από τον δεύτερο γύρο. Κι αυτή είναι μια εξέλιξη που δεν θα αφορά μόνο ή κυρίως τους ίδιους και τον Ρέντσι (έστω κι αν έτσι δεν θα έχει την ευκαιρία να δει τον Τσίπρα να φορά τη γραβάτα που του έχει χαρίσει...), αλλά θα έχει άμεση αντανάκλαση σε όλη την Ευρώπη.
Η αιτία είναι προφανής: Επικεφαλής τού ενός εκ των δύο πιθανών «μονομάχων» είναι ο πρώην πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος επιδιώκει να συνδυάσει την αυλαία της πολιτικής του παράστασης με μια ρεβάνς απέναντι στις Βρυξέλλες και τους Δημοκρατικούς, που τον εξώθησαν σε παραίτηση στα τέλη του 2013. Ακόμη και στην περίπτωση που τυπικά δεν του επιτραπεί να διεκδικήσει την πρωθυπουργία (έχει καταδικαστεί με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για σκάνδαλο διαφθοράς), ο ίδιος δεν κρύβει ότι προτίθεται να τηρήσει σκληρή στάση, διεκδικώντας τη μερική «απεξάρτηση» της Ιταλίας από το διευθυντήριο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης - έχοντας, φυσικά, την αμέριστη βοήθεια του δημοφιλούς ηγέτη της Λίγκας και φίλου της Μαρίν Λεπέν, Ματέο Σαλβίνι.
Την ίδια στιγμή, του έτερου στρατοπέδου ηγείται ο πρώην κωμικός, ο οποίος έχει καταφέρει να πιάσει τον παλμό της ιταλικής κοινωνίας όσο ελάχιστοι, με αποτέλεσμα να αντλεί ψήφους τόσο από τα αριστερά όσο και από τα (ακρο)δεξιά. Ο Γκρίλο δεν έχει κρύψει ούτε στιγμή ότι θέλει επίσης να συγκρουστεί με την κυρίαρχη πολιτική στην Ευρώπη και να αμφισβητήσει την ηγεμονία του Βερολίνου - μη διστάζοντας, μάλιστα, κάποια στιγμή να θέσει ακόμη και ζήτημα δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι της χώρας στο ευρώ (αν και εσχάτως μάλλον το έχει βάλει στο συρτάρι).
Μπορούν, άραγε, οι εξελίξεις στην οικονομία να απομακρύνουν τον παραπάνω εφιάλτη από τον δρόμο της Ιταλίας προς τις εκλογές; Η αλήθεια είναι ότι παρά τη σαφή βελτίωση των δεικτών το τελευταίο διάστημα (υποχώρηση της ανεργίας, τόνωση της ανάπτυξης κ.λπ.), τα δομικά στοιχεία είναι άσχημα και ιδιαιτέρως ανησυχητικά. Αλλωστε, με το δημόσιο χρέος να βρίσκεται πάνω από τα 2 τρισ. ευρώ (132% του ΑΕΠ) και τις ιταλικές τράπεζες να έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους κάπου μισό τρισ. «κόκκινων» δανείων (το ήμισυ του συνόλου της ευρωζώνης), το συμπέρασμα δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό...