Πριν δούμε τη μικρή εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ας δούμε τη μεγάλη παγκόσμια εικόνα και πώς λειτουργεί μέσα σε αυτήν η Τουρκία. Πρώτα-πρώτα έχει αγκαλιάσει εδώ και πολύ καιρό, στο πιο επίσημο επίπεδο, μια τρομοκρατική οργάνωση, τη Χαμάς. Ηγετικά στελέχη της διαμένουν και δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, ενώ υπήρξε και το γνωστό πρόβλημα με τους τραπεζικούς λογαριασμούς του μακαρίτη Χανίγια, με κάτι δισεκατομμύρια δολάρια σε τουρκικές τράπεζες, τα οποία δεν αποδίδει στους δικαιούχους τους η τουρκική κυβέρνηση.
Επίσης, είναι γνωστός ο «περίεργος» ρόλος της Τουρκίας στον πόλεμο της Ουκρανίας. Τροφοδοτεί με οπλικά συστήματα την Ουκρανία, την ίδια στιγμή που είναι η ενδιάμεση χώρα για να αμβλυνθούν οι οικονομικές επιπτώσεις από τα μέτρα που έλαβαν οι χώρες της Δύσης κατά της Ρωσίας. Και να μην ξεχάσω το αίτημά της να ενταχθεί στους BRICS έναν συνασπισμό κρατών που στοχεύει στην αποδολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Με τέτοια συμπεριφορά είναι λογικό να αντιμετωπίζει προβλήματα στις σχέσεις της τόσο με τους συμμάχους όσο και με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Οι σχέσεις με το Ισραήλ είναι αμοιβαία εχθρικές, οι δε σχέσεις με την Αίγυπτο, παρά τις τελευταίες προσπάθειες που έγιναν για μια σταδιακή εξομάλυνση, πολύ απέχουν από το να θεωρηθούν έστω απλώς φιλικές.
Να βάλω στη μεγάλη εικόνα και όλο αυτό το σήριαλ με τους S-400 που έχει οδηγήσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, και επί προεδρίας Τραμπ, στο πιο χαμηλό επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών με τις γνωστές συνέπειες. Επί του προκειμένου, το ερώτημα είναι πόσο θα επιβαρυνθούν επί πλέον αυτές οι σχέσεις με την εκλογή Τραμπ, με δεδομένο ότι η μεν Τουρκία στηρίζει αναφανδόν τη Χαμάς και ο Τραμπ αδιαπραγμάτευτα όχι μόνον το Ισραήλ, αλλά προσωπικά και τον ίδιο τον Νετανιάχου και την πολιτική του.
Μέσα σε αυτό το παγκόσμιο σκηνικό ξετυλίγονται και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, για τις οποίες έχουν γραφτεί τα πάντα, από όλες τις οπτικές γωνίες. Στην πολιτική, κριτική γίνεται ως γνωστόν επί των δεδηλωμένων προθέσεων και επί των πεπραγμένων και όχι επί φημών που πολλές φορές είναι και υποβολιμαίες ή και προβοκατόρικες ακόμα. Πάντως, κριτική δε γίνεται με αναφορές στα «λέγεται», στα «ακούγεται» και στα «ίσως, μπορεί».
Σε όλο αυτό το περιβάλλον η θέση της πατρίδας μας είναι εμφανώς ενισχυμένη για έναν απλό λόγο: διότι έκανε και κάνει στα κεντρικά ζητήματα σταθερές, αδιαπραγμάτευτες επιλογές και ανταμείφθηκε για αυτό. Ποτέ άλλοτε η Ελλάδα δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο σήμερα. Το ζητούμενο είναι πώς θα εκμεταλλευθεί, σε όλα τα μέτωπα, αυτήν την κατάσταση. Έτσι, με μεγάλη ικανοποίηση θα δω τον Έλληνα ευρωβουλευτή Φρέντη Μπελέρη να επιστρέφει στην Αλβανία για να διαπιστώσει αν οι θεσμοί της αρχίζουν να συμβαδίζουν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι ρόλοι άλλαξαν γιατί έγιναν στην Αθήνα σωστές επιλογές.
Εν κατακλείδι: Σήμερα η Ελλάδα μπορεί να συζητά με την Τουρκία υπό πολύ καλύτερες συνθήκες από κάθε άλλη φορά. Θα εκτιμηθεί πολιτικά στο τέλος της ημέρας, αν η κυβέρνηση θα εκμεταλλευθεί αυτήν την κατάσταση.