Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι θα πρέπει να μείνει στη Ρώμη, λόγω του ότι διαγνώσθηκε θετικός στον κορονοϊό, αλλά η Ιταλία συνεχίζει να στοχεύει στην υπογραφή νέων συμφωνιών με αφρικανικές χώρες για την παροχή φυσικού αερίου.
Πιο συγκεκριμένα, στις 20 και 21 Απριλίου θα μεταβούν στην Αγκόλα και στο Κογκό, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Λουίτζι Ντι Μάιο και ο υπουργός Οικολογικής μετάβασης Ρομπέρτο Τσινγκολάνι, για να μπορέσουν να αυξηθούν οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τις δυο αυτές χώρες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Corriere della Sera, ο στόχος είναι να μπορέσουν να εξασφαλισθούν 5 δισ. κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Κονγκό, και τουλάχιστο άλλο 1,5 από την Αγκόλα.
Παράλληλα, την περασμένη εβδομάδα η Ιταλία έκλεισε συμφωνία για την αύξηση εισαγωγών φυσικού αερίου από την Αλγερία, με επιπλέον 9 δισ. κυβικά μέτρα εντός της περιόδου 2022- 2023, ενώ αναμένεται η επισημοποίηση νέων προμηθειών και από τη Μοζαμβίκη, στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Όπως γράφει ο ιταλικός Τύπος, επίσης, η κυβέρνηση της Ρώμης ετοιμάζεται να υπογράψει παρόμοια συμφωνία και με την Αίγυπτο, για την παροχή, φέτος, τριών δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων υγροποιημένου αερίου. Σε ό,τι αφορά, όμως, την ενίσχυση της συνεργασίας με το Κάιρο, υπήρξε έντονη αντίδραση από μέρους της ιταλικής κεντροαριστεράς: το «Δημοκρατικό Κόμμα» υπογράμμισε ότι οι αιγυπτιακές αρχές δεν έχουν βοηθήσει να εξιχνιαστεί η υπόθεση του θανάτου του Ιταλού ερευνητή Τζούλιο Ρετζένι, ο οποίος δολοφονήθηκε το 2016 στο Κάιρο.
Σε σχέση με τη γενικότερη στρατηγική της ιταλικής κυβέρνησης ευρείας συμμετοχής, το ζητούμενο είναι να μπορέσουν να αντικατασταθούν -όσο αποτελεσματικότερα γίνεται -οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, οι οποίες, στην παρούσα φάση, αγγίζουν τα 29 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα τον χρόνο.
Ο Μάριο Ντράγκι, βέβαια, γνωρίζει καλά ότι για μια πλήρη αντικατάσταση των ρωσικών προμηθειών θα πρέπει να περάσουν -λογικά- δυο με τρία χρόνια, και ότι η Ιταλία θα αναγκαστεί -όπως φαίνεται- να πληρώσει ακριβότερα, τα νέα συμβόλαια με τις ασιατικές και αφρικανικές χώρες.
Στη φάση αυτή, όμως, επικρατεί μια ρεαλιστική προσέγγιση, βάσει της οποίας πρέπει να γίνουν, με βαθμιαίο και ασφαλή τρόπο, όλες οι αναγκαίες κινήσεις που θα επιτρέψουν στην χώρα να πάψει να εξαρτάται από μια υποχρεωτική, όσο και ανεπιθύμητη ενεργειακή σχέση με τη Ρωσία. Η όλη αυτή γραμμή ενισχύεται και από τη διαπίστωση του ίδιου του Ντράγκι ότι «μειώνοντας τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Μόσχα, θα σταματήσουμε και να χρηματοδοτούμε τον Πούτιν και την πολιτική του».