Κατεστημένο, αμερικανικές εκλογές και Ευρώπη 
Shutterstock
Shutterstock

Κατεστημένο, αμερικανικές εκλογές και Ευρώπη 

Ι. Είναι λάθος να ερμηνεύουμε την ήττα της Χάρις μόνο με επικοινωνιακούς όρους. Οι ψηφοφόροι άκουσαν το πολιτικό της μήνυμα, όπως και το μήνυμα του Τραμπ. Η επιλογή τους δεν ήταν προϊόν άγνοιας, καθώς έχουν γνωρίσει τόσο τις πολιτικές του ίδιου ως προέδρου, όσο και του προέδρου Μπάιντεν. Επίσης, μαζί με τη Χάρις, ηττήθηκαν οι δημοκρατικοί στη Γερουσία και έπονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ μειώθηκαν τα ποσοστά τους σε παραδοσιακά δημοκρατικές πολιτείες. 

Οι λόγοι της επικράτησης των ρεπουμπλικανών είναι βεβαίως ετερόκλητοι, περιλαμβανομένης της επικοινωνίας. Συναθροίστηκαν όμως σε υπόβαθρο μίας γενικότερης αποξένωσης από αυτό που πολλοί ψηφοφόροι αποκαλούν «το κατεστημένο της Ουάσινγκτον». Η αντίληψη είναι ότι οι πολιτικές ελίτ προωθούν ένα μοντέλο οργάνωσης που αντιστρατεύεται το αμερικανικό όνειρο. Που κάνει δύσκολη τη ζωή στις επιχειρήσεις τους, επιβάλλοντας ρυθμιστικά βάρη και οδηγώντας έτσι σε απώλεια θέσεων εργασίας σε όλη την παραγωγική αλυσίδα. Που δεν αποτρέπει την παράνομη μετανάστευση, η οποία υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής. Που θέλει να επιβάλει στις πολιτείες ενιαία πολιτισμική κουλτούρα. Και που φορολογεί από μακριά, για αλλότριους σκοπούς (πολέμους, κ.ο.κ.). 

Σε αυτό το πλαίσιο, η Κάμαλα Χάρις, όπως και η Κλίντον παλαιότερα, θεωρήθηκε κατεστημένο. Η προοδευτική της κουλτούρα – παιδί του φιλελεύθερου Σαν Φρανσίσκο- φυσικά δε θα μπορούσε να της επιτρέψει να δεχτεί τέτοια μομφή. Είσαι κατεστημένο, θα μας αντέτεινε, όταν ζητάς να προστατευθεί το περιβάλλον, να είναι ανοιχτά τα σύνορα, να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία; Η καμπάνια της δε συγκρότησε μία εναλλακτική, σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση, πολιτική.

Σε ρητορικό επίπεδο, αυτό συμβολίστηκε όταν απάντησε αμήχανα ότι δε θα έπραττε κάτι διαφορετικά από τον Μπάιντεν, αφού συμμετείχε ως αντιπρόεδρος στις αποφάσεις. Επικοινωνιακά, σε αντίθεση με τον Τραμπ, δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει απευθείας με τους αποδέκτες των δημόσιων πολιτικών και τις συνέπειές τους. Σε βαθύτερο επίπεδο, δεν απάντησε πειστικά στη μομφή ότι η νέα ενεργειακή πολιτική θα κλείσει και άλλα εργοστάσια και ότι τα μέτρα μετάβασης σε πράσινη ενέργεια αναδιανέμουν μεταξύ ομάδων συμφερόντων πλούτο, τον οποίο πληρώνουν οι καταναλωτές και οι φορολογούμενοι.  Ή ότι οι εισαγωγές από την Κίνα, που ρυπαίνει απεριόριστα, καθιστούν αντιπαραγωγική την καινοτομία στις επιχειρήσεις τους.  
 
ΙΙ. Αφορούν αυτά μόνο την Αμερική; Η γνώμη μου είναι ότι αφορούν την Ευρώπη πολύ περισσότερο. Διότι εδώ δεν υπάρχει η δυνατότητα δράσης ή έστω εκτόνωσης σε πολιτικό επίπεδο. Την επομένη των εκλογών, η αμερικανική ένωση κατασκευαστών συνεχάρη τον Τραμπ, λέγοντας ότι στην πρώτη θητεία του αντιμετώπισε το 99% των αιτημάτων για χαλάρωση κανονισμών που δυσχέραιναν τη δράση τους. Αν προσέγγιζαν εδώ τον αρμόδιο υπουργό, θα τους έλεγε ότι δεσμεύεται από τις Βρυξέλλες. Και στο βαθμό που ασκούμε βιομηχανική πολιτική, αυτή επικεντρώνεται στον συντονισμό μεγάλων παιχτών, που επιδιώκουν να προστατευθούν από καινοτόμους ανταγωνιστές.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση Ντράγκι για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, «καμία ευρωπαϊκή εταιρία με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 δις ευρώ δεν έχει συσταθεί εξαρχής τα τελευταία πενήντα έτη, ενώ και οι έξι μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρίες με αξία άνω του 1 τρις ευρώ έχουν δημιουργηθεί αυτή την ίδια περίοδο».

  1. Και καταλήγει ότι η αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί υπαρξιακή απειλή. Ως γνωστόν, μόνο η πίεση από κάτω, από τις νεώτερες επιχειρήσεις, οδηγεί σε παραγωγική καινοτομία, πρωτίστως από τις τελευταίες, αλλά και από παλαιές που αισθάνονται την ανάσα του ανταγωνιστή.

  2. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει το τρένο της ψηφιακής πρόκλησης εξαιτίας της υπερ-ρύθμισης. Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι επιχειρηματίες της εργασίας βλέπουν συνεχώς την αναγκαστική μεταφορά πλούτου σε παρόχους υπηρεσιών (π.χ. συμβούλους, επί προσωπικών δεδομένων, τεχνητής νοημοσύνης, συνεπειών στην κοινωνία και το περιβάλλον, προσήκουσας επιμέλειας για τον σεβασμό προμηθευτών και υπεργολάβων στα δικαιώματα κ.ο.κ.)  για τη συμμόρφωση σε διοικητικά βάρη, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί τεχνητή ζήτηση για νέα ρυθμιστικά βάρη που επικάθονται στα προγενέστερα.

    Αυτά συνήθως ευνοούν τους μεγαλύτερους παίκτες, που ευκολότερα ανταποκρίνονται. Δημιουργούν όμως αθροιστικά κόστος συμμόρφωσης, καθώς και ρυθμιστική και εποπτική αβεβαιότητα. Πριν λίγες εβδομάδες, πενήντα ψηφιακοί κολοσσοί σε ανοιχτή επιστολή τους στους ευρωπαϊκούς θεσμούς σημειώνουν ότι «η Ευρώπη έχει καταστεί λιγότερο ανταγωνιστική και λιγότερο καινοτόμα σε σχέση με άλλες περιφέρειες και κινδυνεύει να οπισθοχωρήσει περαιτέρω στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης εξαιτίας ασυνεπούς ρυθμιστικής δράσης», απειλώντας μάλιστα  ότι τα οικεία προϊόντα δε θα είναι προσβάσιμα στους Ευρωπαίους επιχειρηματίες και καταναλωτές.

  3. Δε λαμβάνουμε θέση επί των συγκεκριμένων παραπόνων τους. Όμως και μόνη η απειλή είναι ανησυχητική. 
    Πρωτίστως, δεν υπάρχει πεδίο ευδιάκριτης αποτύπωσης των οικονομικών συνεπειών, εκδήλωσης πολιτικής προτίμησης και ανάληψης πολιτικής ευθύνης. Οι επιλογές που γίνονται, στο πλαίσιο διαγκωνισμών ή συμβιβασμών, συγκαλύπτονται εντός ενός ομιχλώδους αξιακού πλαισίου (οι αξίες της Ένωσης) που προσομοιάζει περισσότερο με τον κήπο της Εδέμ. Αντίστοιχες επισημάνσεις με την έκθεση Ντράγκι είχαν υιοθετηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2000, το οποίο είχε χαράξει την περίφημη Στρατηγική της Λισαβώνας για μία ανταγωνιστική και καινοτόμο Ευρώπη. Η αποτυχία στην υλοποίησή της είναι ομολογημένη. Ομοίως, και η αδυναμία συγκεκριμενοποίησης πολιτικής ευθύνης. 

Και δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομίας. Κατά τη σύνταξη του άρθρου αυτού, δεν είχα πρόσβαση σε σημαντικές περιφερειακές αμερικανικές εφημερίδες, διότι οι ιστοσελίδες τους δεν είναι προσβάσιμες στην Ευρώπη λόγω μη συμμόρφωσης στους κανονισμούς μας! 

* * * 

Το μοντέλο Τραμπ ενέχει κινδύνους σε πολλαπλά επίπεδα. Ο κυνισμός διαταράσσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης που συνέχουν τη δημοκρατική κοινωνία. Η προσωπική πολιτική εκκολάπτει την αυθαιρεσία. Οι δικαιοκρατικοί θεσμοί ενδέχεται να υποστούν ρωγμές. Και η σωστά ζυγισμένη και αποδοτική δημόσια ρύθμιση είναι αναγκαία. Είναι όμως μυωπικό να μην κατανοούμε ότι υπάρχουν και δομικά αίτια πίσω από τη νίκη του, που η πολιτική στεγανοποίηση στη δική μας ήπειρο τα συγκαλύπτει. Και είναι επίσης μυωπικό να τα αντιμετωπίζουμε με όρους κέντρου - δεξιάς. Και οι μεν αυτάρεσκα να τα αρνούμαστε, οι δε να θεωρούν ότι μια δεξιόστροφη ρητορική διά μαγείας θα τα εξαφανίσει. 
 



 * Ο Ν. Παπασπύρου είναι διδάκτωρ νομικών του Παν. Χάρβαρντ και αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή (ΕΚΠΑ).