«Πριν από έναν χρόνο, μια τέτοια πρόοδος δεν θα ήταν καν ορατή», ανέφερε ο Emmanuel Macron κατά την κοινή συνέντευξή του με την καγκελάριο της Γερμανίας Angela Merkel, μετά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής των ηγετών της ΕΕ. Ο ηγέτης της Γαλλίας δεν αναφερόταν στο ελληνικό πρόγραμμα. Ούτε στις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Ούτε καν στις μεταρρυθμίσεις στη γαλλική οικονομία. Αντίθετα, η «πρόοδος» που εντυπωσίασε τον Em. Macron είχε να κάνει με το ζήτημα της ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα της Άμυνας (PESCO).
Ειδικότερα, η PESCO ενοποιεί για πρώτη φορά σε σημαντικό βαθμό τις αμυντικές προμήθειες και τον αμυντικό σχεδιασμό στην Ευρώπη. Σε αυτή συμμετέχουν 25 κράτη - μέλη της Ε.Ε., ενώ δεν λαμβάνουν μέρος η Δανία, η Μάλτα και το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο θα πάψει να είναι μέλος της Ένωσης το 2019.
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού κάτω από την πίεση του απομονωτισμού που επιδιώκει για τις ΗΠΑ ο Donald Trump και της αυξανόμενης ρωσικής πίεσης στα ανατολικά της σύνορα, η Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή από το «ενηλικιωθεί» και να αναλάβει τις ευθύνες της μετά από πολλές δεκαετίες στον τομέα της Άμυνας.
Την επομένη της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και για πάνω από δύο δεκαετίες, ο όρος «αμυντική πολιτική» στην Ευρώπη είχε καταστεί περίπου ανέκδοτο. Οι αμυντικές δαπάνες συρρικνώνονταν και οι ένοπλες δυνάμεις των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών είχαν διολισθήσει σε σχεδόν συμβολικά επίπεδα. Στην ουσία η Ευρώπη είχε παραδώσει την άμυνα και την αποτρεπτική της ισχύ στις ΗΠΑ.
Τα πάντα άλλαξαν μετά την ρωσική επέμβαση στην Κριμαία και τις αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Μόνο το 2016 οι αμυντικές δαπάνες στη Δυτική Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 2,6% και στην Κεντρική κατά 2,4%, σύμφωνα με στοιχεία από το Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI). Αν και ο στόχος για αμυντικές δαπάνες 2% του ΑΕΠ στην ΕΕ, παραμένει μακρινός, αναλυτές προβλέπουν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα δαπανούν ολοένα και περισσότερα χρήματα για την άμυνά τους.
Πηγή γραφήματος: Eurostat
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο αναδύεται μια σοβαρή πρόκληση που αν ξεπεραστεί θα οδηγήσει σε μια μεγάλη ευκαιρία: η υπερεθνική συνεργασία χωρίς τις επιφυλάξεις του παρελθόντος, που θα οδηγήσει σε έναν κοινό, ευρωπαϊκό βραχίονα.
Τις δεκαετίες του '80 και του '90 η συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών που διέθεταν αξιόλογη αμυντική βιομηχανία ήταν υποτυπώδης, πλην ελαχίστων κοινών προγραμμάτων. Κάθε χώρα ανέπτυσσε και κατασκεύαζε το δικό της άρμα μάχης, τη δική της φρεγάτα πολλαπλών ρόλων, το δικό της μαχητικό αεροσκάφος κ.λπ. Αυτό, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Για να έχουν πρόσβαση στους απαραίτητους πόρους και να εντάξουν στο οπλοστάσιό τους συστήματα με πραγματική μαχητική και εμπορική αξία, οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να συνεργαστούν.
Ήδη Γερμανία και Γαλλία ανακοίνωσαν τα σχέδια τους για την ανάπτυξη ενός κοινού μαχητικού αεροσκάφους. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι και τη δεκαετία του '80 είχε υπάρξει αντίστοιχη προσπάθεια. Τότε, όμως, εθνικοί εγωισμοί και εγχώρια βιομηχανικά συμφέροντα οδήγησαν σε απόσυρση της Γαλλίας από την κοινοπραξία με τις Γερμανία, Βρετανία, Ισπανία και Ιταλία. Αποτέλεσμα; Τα δύο κορυφαία ευρωπαϊκά μαχητικά σήμερα, το γαλλικό Rafale και το πολυεθνικό Eurofighter, να απέχουν μία ολόκληρη «γενιά» από τα αμερικανικά F-22 και F-35.
Επιπλέον, η κοινή ανάπτυξη και προμήθεια οπλικών συστημάτων θα επιτρέψει τη σημαντική εξοικονόμηση πόρων. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey, η Ευρώπη θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και το 1/3 των πόρων που δαπανά για προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού, αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προχωρούσαν σε από κοινού επενδύσεις, περιορίζοντας την κατακερματισμένη σήμερα σε δεκάδες προμηθευτές, αγορά αμυντικού υλικού.
Το διακύβευμα δεν είναι καινούριο, αλλά κάθε φορά που τίθεται οι άρρηκτοι δεσμοί μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων και του παραδοσιακών βιομηχανικών συμπλεγμάτων ορθώνουν ανυπέρβλητα εμπόδια. Μόνο που αυτή τη φορά η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει αν θα ξεκινήσει την πραγματική ενοποίησή της από τον ευαίσθητο τομέα της άμυνας και αν έχει τη βούληση να αναλάβει την ευθύνη για την εδαφική της ακεραιότητα χωρίς να στηρίζεται στην ισχύ του «θείου Σαμ».
Φωτογραφία: Af.mil
Γιάννης Παλιούρης