Περιπλέκεται η εξίσωση της Μέσης Ανατολής με το Ισραήλ να εντάσσει στην περιφερειακή στρατηγική του την ενδυνάμωση των σχέσεων με τους Κούρδους, και το ρήγμα με την Τουρκία να βαθαίνει. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αφήνει να εννοηθεί ότι η Τουρκία ετοιμάζεται για στρατιωτική επιχείρηση κατά των Κούρδων στη Συρία, ενώ την ίδια στιγμή ο νέος υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Γκιντεόν Σάαρ, χαρακτηρίζει τους Κούρδους «φυσικούς συμμάχους» και εκφράζει την πρόθεση στήριξής τους για πολιτική ανεξαρτησία.
Ο Ερντογάν εδώ και καιρό υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις του Ισραήλ στρέφονται κατά της ίδιας της Τουρκίας. Την 1η Οκτωβρίου ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι «μετά την Παλαιστίνη και τον Λίβανο, η ισραηλινή κυβέρνηση υποκινούμενη από την αυταπάτη της Γης της Επαγγελίας, θα βάλει στο στόχαστρο την πατρίδα μας» -θέση που παραπέμπει στις βιβλικές αναφορές για το Κράτος του Ισραήλ και εκφράζεται συχνά από χείλη κορυφαίων κυβερνητικών αξιωματούχων στην Άγκυρα, αλλά και από τον κυβερνητικό εταίρο του Ερντογάν και αρχηγό του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Όλη αυτή τουρκική ρητορική των τελευταίων μηνών κατά του Ισραήλ έχει αφετηρία της το Κουρδικό. Η παρουσία των ελεγχόμενων από τους Κούρδους Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) και της κουρδικής παράταξης ΡYD στη βόρεια Συρία θεωρείται απειλή για την Τουρκία. Τη συνδέουν με την τρομοκρατία και το ΡΚΚ που δρα κατά της Τουρκίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζουν με τη στρατιωτική τους παρουσία στη Συρία τους Κούρδους, στάση που χαρακτηρίζεται εχθρική από την Άγκυρα. Όπως υποστηρίζουν Τούρκοι αξιωματούχοι, η Ουάσινγκτον στηρίζει τους τρομοκράτες που απειλούν την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας και αυτό δεν συμβαδίζει με το πνεύμα συμμαχίας. Πίσω από αυτό το τρίγωνο Ηνωμένων Πολιτειών, Ισραήλ και Κούρδων στην περιοχή, η Άγκυρα διαβλέπει έναν θανάσιμο κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διαμηνύει ότι οι διασυνοριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά κουρδικών στόχων θα συνεχιστούν με αποφασιστικότητα και με όλα τα μέσα. Και προαναγγέλλει εμμέσως πλην σαφώς ότι θα αφορούν και περιοχές που έως σήμερα δεν ελέγχονται από τον τουρκικό στρατό, δηλαδή στα εδάφη της Συρίας ανατολικά του Ευφράτη, όπου έχουν εγκαθιδρύσει μία ντε φάκτο αυτόνομη οντότητα οι Κούρδοι, με συμμάχους τους του Αμερικανούς. Οι σχετικές δηλώσεις έγιναν την Κυριακή, κατά την επιμνημόσυνη τελετή για τα 86 χρόνια από τον θάνατο του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Κεμάλ Ατατούρκ, δηλαδή σε μία εκδήλωση με ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα.
Δύο εικοσιτετράωρα νωρίτερα ο Ερντογάν δήλωνε ότι θα επανενεργοποιήσει την «τηλεφωνική διπλωματία» με τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως έκανε και κατά την πρώτη προεδρική θητεία του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, και θα του ζητήσει την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία. Το κλίμα, ωστόσο, είναι μακράν από ευνοϊκό δεδομένου ότι στις πάγιες εστίες έντασης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών-Τουρκίας έχει προστεθεί ο παράγοντας Ισραήλ και ο εναγκαλισμός Ερντογάν με Χαμάς και Χεζμπολάχ.
Ο Γκιντεόν Σάαρ από πλευράς του, στην πρώτη δημόσια ομιλία του ως υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ επισήμανε την ανάγκη ενίσχυσης των δεσμών της χώρας με τις εθνοτικές μειονότητες στην περιοχή, δηλαδή τους Κούρδους και τους Δρούζους. Η δήλωση έγινε κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής στην Ιερουσαλήμ.
«Ο κουρδικός λαός είναι ο μεγαλύτερος λαός της περιοχής που δεν έχει αποκτήσει πολιτική ανεξαρτησία» τόνισε ο Σάαρ, διευκρινίζοντας πως παρότι στη Συρία έχει αποκτήσει ντε φάκτο αυτονομία και στο Ιράκ το καθεστώς αυτονομίας στο βόρειο τμήμα της χώρας αναγνωρίζεται από το Ιρακινό Σύνταγμα, από την άλλη «υφίσταται την καταπίεση και την επιθετικότητα από το Ιράν και την Τουρκία».
Επισήμανε μάλιστα ότι το Ισραήλ πρέπει να κατανοήσει ότι σε μια περιοχή όπου θα είναι πάντα μειονότητα «οι φυσικοί σύμμαχοί του» είναι οι υπόλοιπες εθνικές μειονότητες της περιοχής, με τις οποίες οφείλει να ενδυναμώσει τις σχέσεις του. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ισραηλινής διπλωματίας, η ενίσχυση που θα παρέχει η χώρα του θα πρέπει να είναι «τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ασφαλείας».
Ο Σάαρ ανέφερε επίσης τις μειονότητες των Δρούζων στη Συρία και τον Λίβανο ως πιθανούς εταίρους. Αυτές οι συμμαχίες, είπε, θα πρέπει να λάβουν μορφή παράλληλα με τις συμφωνίες με τη Σαουδική Αραβία και άλλες αραβικές χώρες, οι οποίες θα είναι ευκολότερο να πραγματοποιηθούν μετά τους πολέμους κατά της Χαμάς και της Χεζμπολάχ.
Καθίσταται προφανές ότι το Ισραήλ θεωρεί πως αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να «φλερτάρει» πλέον ανοιχτά με τους Κούρδους προσβλέποντας σε νέες περιφιερειακές ισορροπίες, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Άγκυρα δεν αντέδρασε άμεσα στις δηλώσεις Σάαρ, που ουσιαστικά αγγίζουν τις πιο ευαίσθητες χορδές της.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, έχει επικοινωνήσει ήδη τρεις φορές με τον Ντόναλντ Τραμπ, προετοιμάζοντας την επόμενη ημέρα στη Μέση Ανατολή.
Ρόλο στην διευθέτηση του μετώπου Ισραήλ-Λιβάνου δεν αποκλείεται να αναλάβει και η Ρωσία, η οποία έχει ήδη παρουσία στη Συρία. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δίαυλος επικοινωνίας Ισραήλ-Ρωσίας βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία, με τον Ισραηλινό υπουργό Στρατηγικών Υποθέσεων, Ρον Ντέρμερ, να αναμένεται να μεταβεί στην Ουάσιγκτον για να επισπεύσει τη συνεργασία Τραμπ-Πούτιν όσον αφορά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Εν τω μεταξύ, δείχνουν να αυξάνονται οι ανησυχίες ότι το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν μπορεί να επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το διάστημα έως την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ την 20ή Ιανουαρίου για ένα ανταποδοτικό χτύπημα κατά του Ισραήλ, εξ ου και εντείνεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του ισραηλινού και αμερικανικού στρατού για να μην παραβλεφθούν τυχόν κρίσιμες κινήσεις, γράφει η Jerusalem Post.
Πολλοί αξιωματούχοι στο χώρο της Άμυνας θεωρούν ότι οι διπλωματικές προσπάθειες για τον περιορισμό των φιλοδοξιών του Ιράν να προχωρήσει μέχρι τέλους με το πυρηνικό του πρόγραμμα «έχουν εξαντληθεί». Ορισμένοι, ανακαλούν την πρόσφατη δήλωση Τραμπ ότι «το Ιράν δεν θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα», που συνοδεύτηκε όμως από την αναφορά ότι θα επιδιώξει να τερματίσει τους πολέμους και όχι να ξεκινήσει νέους.
Πηγές που επικαλείται η JP ανέφεραν ότι σε ιδιωτικές συνομιλίες ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκμυστηριευτεί σε συνεργάτες του ότι αν είχε λίγους μήνες ακόμη στην πρώτη του θητεία, θα είχε επιβάλει πρόσθετες κυρώσεις για να αποσταθεροποιήσει την οικονομία του Ιράν. Τώρα, το ερώτημα για το Ισραήλ είναι αν η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου θα ευθυγραμμιστεί με τον Τραμπ σε έναν νέο γύρο κυρώσεων κατά του Ιράν ή θα πιέσει για μια ευρύτερη στρατιωτική πρωτοβουλία με στόχο τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Μέχρι σήμερα, ο Τραμπ δεν έχει παραθέσει κάποια λεπτομερή πολιτική όσον αφορά το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει δηλώσει από πλευράς του ότι με τον Ντόναλντ Τραμπ έχουν κοινή αντίληψη για την ιρανική απειλή σε όλες τις συνιστώσες της και ως προς τον κίνδυνο που εγκυμονεί. «Βλέπουμε επίσης τις μεγάλες ευκαιρίες που έχει μπροστά του το Ισραήλ, στον τομέα της ειρήνης και της επέκτασής της, καθώς και σε άλλους τομείς», δήλωσε ο Νετανιάχου μετά την τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τραμπ, και εξήρε την «ιστορική επιστροφή» του στον Λευκό Οίκο.