«Εάν μια πόλη ή μια πολιτεία αρνηθεί να αναλάβει τις δράσεις οι οποίες είναι αναγκαίες προκειμένου να προασπίσει τη ζωή και την περιουσία των κατοίκων της, τότε θα στείλω τον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών και θα λύσω ταχύτατα το πρόβλημα για λογαριασμό τους».
Αυτό, αναμφίβολα, ήταν το πιο επίμαχο απόσπασμα από το προχθεσινό, επτάλεπτο σχεδόν, διάγγελμα του Ντόναλντ Τραμπ. Μια φράση η οποία συμπυκνώνει το σύνθημα «Νόμος και Τάξη», με το οποίο θα πορευθεί μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου – ενώ από τους αντιπάλους του ερμηνεύθηκε ως πρόθεση να επιβάλει στρατιωτικό νόμο και ως μία δήλωση η οποία ρίχνει λάδι στη φωτιά και απειλεί να κλιμακώσει την ένταση.
Έχει, όμως, ο νυν και ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ τη συνταγματική δυνατότητα να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση και να δώσει εντολή για την ανάπτυξη κα επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων στο εσωτερικό; Αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να το κάνει και επικαλούμενος ποιες έκτακτες συνθήκες; Και τι συνεπάγεται, άραγε, αυτό;
Από νομικής άποψης, μια τέτοια κίνηση θα βασιστεί στην ενεργοποίηση ενός νομοθετήματος του 1807 – του αποκαλούμενου Νόμου περί Εξέγερσης – που αργότερα (1878) ενσωματώθηκε στο Posse Comitatus Act. Πρόκειται για μία πράξη η οποία ουσιαστικά ορίζει τις συνθήκες, τους όρους και τις μεθόδους για την αποκατάσταση της τάξης εντός των ΗΠΑ.
Ο Νόμος περί Εξέγερσης (Insurrection Act) δύναται να εφαρμοστεί όταν διαπιστώνεται εκτεταμένη εσωτερική αναταραχή, εξέγερση ή επανάσταση και δίνει τη δυνατότητα στον πρόεδρο να κινητοποιήσει τον στρατό σε διάφορες πολιτείες ή σε ολόκληρη τη χώρα. Συνοδεύεται δε από μερική ή ολική άρση, για κάποιο χρονικό διάστημα, της δημοκρατικής «κανονικότητας» που διέπει τη λειτουργία της κοινωνίας και του κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά προτίμηση, αυτό γίνεται με τη συναίνεση των κυβερνητών, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις και χωρίς αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2005, ο Τζορτζ Μπους αποφάσισε τελικά να μην προχωρήσει στην ανάπτυξη ομοσπονδιακών στρατευμάτων στην Λουιζιάνα, όπου επικρατούσε το χάος μετά την επέλαση του τυφώνα Κατρίνα, επειδή ο τότε κυβερνήτης δεν συμφωνούσε.
Το 1968 και το 1992
Η τελευταία φορά που έγινε χρήση αυτής της δυνατότητας εμφανίζει πολλές αναλογίες με τα όσα συμβαίνουν σήμερα: Ήταν το 1992, όταν το Λος Άντζελες κινδύνευε κυριολεκτικά να τιναχτεί στον αέρα από τα βίαια και πολύνεκρα επεισόδια που ακολούθησαν την αθώωση τεσσάρων αστυνομικών που είχαν ξυλοκοπήσει τον Αφροαμερικανό Ρόντνεϊ Κινγκ και μαίνονταν ανεξέλεγκτα επί δίμηνο (Απρίλιος και Μάιος).
Πριν το 1992 είχαν υπάρξει δεκάδες ακόμη περιπτώσεις παρέμβασης του τακτικού στρατού στην αποκατάσταση της τάξης στο εσωτερικό. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η χρήση του επίμαχου νόμου είχε περιοριστεί δραστικά μετά τη δεκαετία του '60 και την... κατάχρηση που έκανε ο τότε πρόεδρος Λίντον Τζόνσον (ενεργοποίησε τον νόμο τέσσερις φορές στη διετία 1967-'68), ως αποτέλεσμα του μαζικού δημοκρατικού-αντιπολεμικού κινήματος που σάρωσε τις ΗΠΑ εκείνη την ταραγμένη περίοδο.
Το ερώτημα που υπάρχει, λοιπόν, είναι εάν το Τραμπ προσθέσει το όνομά του στη λίστα των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών προκατόχων του οι οποίοι κατέφυγαν σε αυτό το ακραίο μέτρο. Μέχρι χθες το βράδυ, είχε μείνει στο επίπεδο της απειλής, χωρίς να υπογράψει σχετικό διάταγμα – με την ελπίδα, προφανώς, ότι οι τοπικές αρχές και η Εθνοφρουρά θα κατάφερναν να καταστείλουν την εξέγερση και μεγάλο τμήμα των διαδηλωτών θα φοβόταν και θα απείχε από τις δημόσιες συγκεντρώσεις και, κυρίως, τις συγκρούσεις.
Οι επόμενες νύχτες θα κρίνουν πολλά. Και κυρίως, εάν ο Τραμπ θα καταγραφεί στη συνείδηση των Αμερικανών ως αυτό που ο ίδιος είπε. "Είμαι ο πρόεδρός σας, ο πρόεδρος του Νόμου και της Τάξης» και θα σας προστατεύσω από την εσωτερική τρομοκρατία, από όσους διαπράττουν «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του θεού», ήταν προ ημερών τα λόγια του. Κάτι παρόμοιο είχε καταφέρει(προσωρινά ο Νίξον το 1968, χωρίς ωστόσο να ενεργοποιήσει τον Νόμο περί Εξέγερσης.