«Το 2016 διακήρυξα 'είμαι η φωνή σας'. Σήμερα προσθέτω είμαι ο πολεμιστής σας, η δικαιοσύνη σας, και για όσους έχουν αδικηθεί ή προδοθεί, εγώ είμαι η εκδίκησή σας»… Δεν είναι μία τυχαία ή απομονωμένη φράση, αλλά η επικίνδυνη και σκοτεινή υπόσχεση, ο πυρήνας του «συμβολαίου» που έχει κλείσει ο Ντόναλντ Τραμπ με το κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας που συγκροτεί το κίνημα MAGA, αρκτικόλεξο για την περίφημη επωδό του «Make America Great Again»
Ο Τραμπ εφόρμησε στην πολιτική το 2015 για να σπείρει συστηματικά μίσος, τοξικότητα και διαίρεση, διάβρωσε την ταυτότητα του ιδρυθέντος το 1854 Μεγάλου Παλαιού Κόμματος (GOP), σχεδόν διάσπασε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δύο κόσμους και έφθασε μέχρι του αδιανόητου σημείου να υπονομεύσει το πολιτικό σύστημα, τις αξίες και την ιερή παράδοση της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας. Επιχείρησε να κλέψει ο ίδιος την εκλογική νίκη που διατεινόταν ότι του έκλεψαν και υποδαύλισε την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο.
Σε μία νίκη της Δημοκρατίας και των συνταγματικών θεσμών, ο 45ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών θα έλθει ενώπιον της ομοσπονδιακής Δικαιοσύνης για συνωμοσία εξαπάτησης της χώρας του ενώ ήταν εν ενεργεία πρόεδρος, παρεμπόδισης της νόμιμης επικύρωσης της εκλογής του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν από το Κογκρέσο και υπονόμευσης της βούλησης των πολιτών. Όμως, ο κίνδυνος, οι προκλήσεις και παγίδες για την αμερικανική Δημοκρατία δεν έχουν παρέλθει, ειδικά από τη στιγμή που για τον Ντόναλντ Τραμπ η επανεκλογή στον Λευκό Οίκο καθίσταται πλέον υπαρξιακό ζήτημα καθώς αυτός ο δρόμος του δίνει περιθώρια κινήσεων, ανεξαρτήτως εάν θα προκαλέσει συνταγματική κρίση, ενώ ο άλλος τον οδηγεί ίσως και απευθείας στη φυλακή.
Τα περί «Τραμπ εκδικητή» -με όλα όσα συνεπάγεται- διατυπώνονταν τον Μάρτιο από το πλέον επίσημο βήμα -το Συνέδριο Πολιτικής Δράσης των Συντηρητικών (CPAC)- για να γίνουν πρωτοσέλιδο στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο. Τον Απρίλιο ακολούθησε η ποινική δίωξη στο Μανχάταν, τον Ιούνιο στη Φλόριντα για τα απόρρητα έγγραφα του Μαρ-α-Λάγκο και αυτό τον μήνα η βαρύτερη όλων των διώξεων με το κατηγορητήριο για την 6η Ιανουαρίου.
Ως «θύμα πολιτικού διωγμού», όπως σταθερά δηλώνει, το «εγώ είμαι η εκδίκησή σας» εύκολα μετατρέπεται σε «εσείς εκδικηθείτε εκ μέρους μου»...
Κομβικής σημασίας είναι η χρονική στιγμή εκδίκασης των υποθέσεων και εάν το κάθε σώμα ενόρκων που θα κρατήσει την τύχη του Τραμπ στα χέρια του θα έχει εκδώσει απόφαση πριν ή μετά τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024. Εάν ο Τραμπ λάβει το χρίσμα και κερδίσει τις εκλογές, ο υπόδικος πρόεδρος θα μπορούσε να πυροδοτήσει συνταγματική κρίση επιχειρώντας να βάλει στο «συρτάρι» τις ομοσπονδιακές ποινικές διώξεις εις βάρος του ή ακόμη και να απονείμει χάρη στον εαυτό του. Σχετικό προηγούμενο στις ΗΠΑ (ευτυχώς) δεν υπάρχει, γεγονός που θα έριχνε τη χώρα σε αχαρτογράφητα νερά.
Οποιοσδήποτε άλλος Ρεπουμπλικανός πρόεδρος θα δεχόταν πιέσεις από τη βάση των υποστηρικτών Τραμπ να του απονείμει χάρη, ενέργεια που θα μπορούσε να επισκιάσει ολόκληρη τη θητεία του. Εάν ο Τραμπ καταδικαστεί και χάσει στην κάλπη του 2024, κινδυνεύει με μακρά φυλάκιση, και τότε πιθανώς θα υποκινήσει υποστηρικτές του σε νέες διαμαρτυρίες.
Υπάρχει, όμως, και μία έτερη σημαντική διάσταση που ήλθε να παραθέσει ο Τζον Μπόλτον, πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Τραμπ, τον οποίο είχε «εκπαραθυρώσει» το 2019 από την κυβέρνηση. Και αυτή είναι το ενδεχόμενο να μην καταλήξει το σώμα ενόρκων με την απαιτούμενη πλειοψηφία σε απόφαση αθώωσης ή καταδίκης, (το λεγόμενο «hung jury») και να πρέπει να επαναληφθεί η δίκη. Ο Μπόλτον χαρακτηρίζει ξεκάθαρα ορθή την απόφαση και για τις δύο ομοσπονδιακές διώξεις (για απόπειρα ανατροπής της εκλογικής έκβασης και τα απόρρητα έγγραφα του Μαρ-α-Λάγκο) και σημειώνει πως οι υποθέσεις πρέπει να τελεσιδικήσουν πριν τις εκλογές, αλλά κάνει λόγο για μίας μορφής «ρωσική ρουλέτα» και εξηγεί το γιατί.
Εάν ο Τραμπ καταδικαστεί σε μία ή και τις δύο ομοσπονδιακές υποθέσεις, αυτό θεωρεί πως θα ανέτρεπε τα μέχρι στιγμής δεδομένα με τον Τραμπ να στερείται του χρίσματος και σίγουρα θα έχανε τις εκλογές. Εάν όμως απαλλαχθεί των κατηγοριών ή δεν καταλήξει σε απόφαση το σώμα ενόρκων -ενδεχόμενο που το έμπειρο στέλεχος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επισημαίνει ότι από τους περισσότερους θα μπορούσε να εκληφθεί ότι ισοδυναμεί με απαλλαγή, και σίγουρα ο Τραμπ αυτό θα προωθούσε- τότε θα λάμβανε το χρίσμα και θα ήταν αρκετά πιθανό να κατακτήσει και την προεδρία.
Ο Τζον Μπόλτον εκτιμά, όπως σχεδόν το σύνολο των νομικών εμπειρογνωμόνων, πως το κατηγορητήριο που υπογράφει ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ είναι «ισχυρό», ιδίως στο σημείο που παραθέτει εμπεριστατωμένα την απόπειρα Τραμπ να μετατρέψει τον αντιπρόεδρό του, Μάικ Πενς, σε «εργαλείο ανατροπής» του εκλογικού αποτελέσματος. Το νομικό επιτελείο Τραμπ από πλευράς του επιδιώκει να καθυστερήσει την εκδίκαση όλων των υποθέσεων, ωστόσο ο εισαγγελέας Τζακ Σμιθ επιζητά μία «ταχεία δίκη» ειδικά για το τελευταίο κατηγορητήριο και η επόμενη προδικαστική ακρόαση έχει οριστεί για τις 28 Αυγούστου.
Ο πρώτος στα χρονικά πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ που παραπέμπεται σε δίκη εμμένει σε άκρως εμπρηστική και διχαστική γραμμή και στα περί παρέμβασης του «διεφθαρμένου συστήματος» Μπάιντεν στην προεκλογική εκστρατεία και το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, παρά το προφανές ενδιαφέρον του να γυρίσει σελίδα το 2024, στην πραγματικότητα είναι αυτό που επέτρεψε να «αναδυθεί» ξανά ο Τραμπ. Ήδη τους δύο μήνες μετά την κάλπη της 3ης Νοεμβρίου 2020, όταν είχε καταστεί σαφές πως ο Τραμπ δεν θα αποδεχθεί την ήττα του, η συντηρητική παράταξη είχε λάβει μοιραίες αποφάσεις να μην τον αντικρούσει ανοιχτά σε κεντρικό επίπεδο για να καταστεί εν τέλει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δέσμιό του.
Ο Τραμπ εισήλθε ως αουτσάιντερ στην κούρσα του 2015 για να φθάσει να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και, παρά τα όσα εκτυλίχθηκαν στο Καπιτώλιο, να είναι σήμερα το φαβορί για την κατάκτηση του ρεπουμπλικανικού χρίσματος επιδιώκοντας μία ρεβάνς με τον Τζο Μπάιντεν το 2024. Η επιρροή Τραμπ, και ουσιαστικά αυτή της ακλόνητης κομματικής βάσης του, κάνει ακόμη και τους συνυποψηφίους του για το χρίσμα, περιλαμβανομένων των Ρον Ντε Σάντις, Νίκι Χέϊλι και Τιμ Σκοτ, να προαναγγέλλουν εμμέσως πλην σαφώς πως εφόσον είναι εκείνοι που θα εκλεγούν στην προεδρία πρόκειται να του απομείνουν χάρη. Με εξαίρεση υψηλόβαθμα στελέχη που έχουν δημόσια καταγγείλει τον Τραμπ, το μεγαλύτερο κομμάτι του κόμματος χορεύει στο ρυθμό του Τραμπ επαναλαμβάνοντας τα περί εργαλειοποίησης του υπουργείου Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση Μπάιντεν.