Η απόφαση του Τούρκου προέδρου να αλλάξει τον πρώην καθεδρικό ναό σε τζαμί έρχεται ενάντια στα πλουραλιστικά ένστικτα των ιδρυτών του Ισλάμ, αναφέρει σε άρθρο του μουσουλμάνος αρθρογράφος στους News York Times, επισημαίνοντας ότι «Πρέπει να προσπαθούμε να επουλώνουμε τις πληγές του παρελθόντος, όχι να ανοίγουμε νέες».
«Η πρόσφατη απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να ανακαινίσει τη μεγαλοπρεπή Αγία Σοφία, η οποία ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος καθεδρικός ναός του κόσμου, από ένα μουσείο πίσω σε τζαμί, ήταν κακή είδηση για τους χριστιανούς σε όλο τον κόσμο» αναφέρει στο άρθρο του ο Μουσταφά Ακιόλ, ο οποίος στο άρθρο του εξετάζει κατά πόσο η ενέργεια αυτή θα εγκρινόταν από τον Προφήτη Μωάμεθ.
Αφού αναφέρεται στις διεθνείς αντιδράσεις θρησκευτικών ηγετών του κόσμου, όπως του Πάππα Φραγκίσκου και του Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Ακιόλ σημειώνει ότι αν αντιπαραβάλλουμε αυτές τις δηλώσεις με την χαρά που εξέφρασαν συντηρητικοί μουσουλμάνοι, φαίνεται σαν να έχουμε «ένα νέο επεισόδιο μιας παλιάς ιστορίας: Ισλάμ εναντίον Χριστιανοσύνης»,
Και συνεχίζει: Ωστόσο ορισμένοι μουσουλμάνοι, συμπεριλαμβανομένου και εμού, δεν αισθανόμαστε απολύτως άνετα από αυτό το ιστορικό βήμα, για έναν καλό λόγο: Η εξαναγκασμένη μετατροπή των θρησκευτικών μετατροπή τόπων θρησκευτικής λατρείας, που έχει συμβεί τόσο πολλές φορές στην ανθρώπινη ιστορία, προς όλες τις κατευθύνσεις, μπορεί να αμφισβητηθεί ακόμα και από αμιγώς μουσουλμανική σκοπιά».
Ακολούθως αναφέρεται στην ιστορία του Μωάμεθ και στον τρόπο που αντιμετώπισε τις μονοθεϊστικές θρησκείες σε αντίθεση με τον πολυθεϊσμό: «Ο προφήτης Μωάμεθ και η μικρή ομάδα των πιστών του έβλεπαν τους μονοθεϊστές που είχαν προηγηθεί - Εβραίους και Χριστιανούς - ως συμμάχους. Όταν λοιπόν αυτοί οι πρώτοι μουσουλμάνοι έγιναν στόχοι διωγμών στην ειδωλολατρική Μέκκα, ορισμένοι βρήκαν άσυλο στο χριστιανικό βασίλειο της Αιθιοπίας». Χρόνια αργότερα, όταν ο προφήτης ήταν κυρίαρχος στη Μεδίνα, καλωσόρισε μια ομάδα Χριστιανών από την πόλη Νατζράν στο τζαμί του, για να τελέσουν τη λατρεία τους. Επίσης υπέγραψε μια συνθήκη μαζί τους που όριζε ότι δεν θα υπήρχε κανενός είδους παρέμβαση στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, ότι κανένας επίσκοπος δεν θα απομακρυνόταν από την επισκοπή του και κανείς μοναχός από τη μονή του».
Ο αρθρογράφος τονίζει ότι ο θρησκευτικός πλουραλισμός αντανακλάται και στο Κοράνι, όπου αναφέρεται ότι ο Θεός προστατεύει «τα μοναστήρια, τις εκκλησίες, τις συναγωγές, και τα τζαμιά στα οποία αναφέρεται συχνά το όνομά του» (στίχος 22:40). Είναι ο μοναδικός στίχος του Κορανίου που αναφέρει τις εκκλησίες και το κάνει με σεβασμό, υπογραμμίζει και υπενθυμίζει ότι οι πρώτοι Μουσουλμάνοι κατακτητές έκαναν κάτι ασυνήθιστο για την εποχή: Δεν άγγιζαν τους τόπους λατρείας των λαών που υποδούλωναν, όπως και οι επόμενες γενιές , όπως ο Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ, δεύτερος κατά σειρά χαλίφης του Πατριαρχικού Χαλιφάτου, ο οποίος στις κατακτήσεις του εγγυήθηκε ασφάλεια, και προστασία της περιουσίας τους, των ναών και των σταυρών τους.
Με το πέρασμα των ετών, καθώς το Ισλάμ εξελισσόταν στην θρησκεία μιας αυτοκρατορίας, τα πράγματα άρχισαν αν αλλάζουν. Στις πόλεις που παραδίδονταν στους κατακτητές τους χωρίς αντίσταση οι Χριστιανοί απολάμβαναν προστασία. Σε αυτές που αντιστέκονταν στον κατακτητή, τα πάντα προσφέρονταν για λεηλασία και η μετατροπή των ναών έγινε κάτι σύνηθες. Η νομιμοποίηση της τελευταίας πρακτικής, σύμφωνα με τον Τούρκο ακαδημαϊκό Γκουνέι, δεν προήλθε από το Κοράνι ούτε από το παράδειγμα του προφήτη, αλλά από διοικητικούς κανονισμούς.
«Οι νομικοί που έκαναν αυτήν την υπόθεση, προσθέτει, «πιθανότατα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία που εκδηλώνει την υπεροχή του Ισλάμ σε μια εποχή θρησκευτικών πολέμων».
Αναφερόμενος στους θρησκευτικούς συντηρητικούς που έχουν συγκεντρωθεί πίσω από τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σύμφωνα με τον ίδιο φαίνεται πως στόχος είναι η αυτοκρατορική δόξα που ενσαρκώνει το πρόσωπο ενός απόλυτου κυβερνήτη και προσθέτει πως εν αντιθέσει το μεγαλείο των Οθωμανών «έγκειται στον πλουραλισμό τους, ριζωμένο στην καρδιά του Ισλάμ, και αυτός θα ενέπνεε διαφορετικές ενέργειες σήμερα - ίσως το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας τόσο στη μουσουλμανική όσο και στη χριστιανική λατρεία».
«Σήμερα πρέπει να προσπαθούμε να επουλώσουμε τις πληγές του παρελθόντος, όχι να ανοίξουμε νέες», σημειώνει και κάνει λόγο για συμπληρώνει ότι «αν εμείς οι μουσουλμάνοι θέλουμε πραγματικά να αναβιώσουμε κάτι από το παρελθόν μας, ας εστιάσουμε στο μοντέλο που ξεκίνησε ο Προφήτης και συνέχισε ο Χαλίφης Ουμάρ».
Δηλαδή, όπως προσθέτει, «δεν πρέπει να μετατρέπεται κανείς τόπος λατρείας και ότι όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις πρέπει να γίνονται σεβαστές» για να καταλήξει ότι «η μεγαλοθυμία της ανεκτικότητας πρέπει να υπερνικήσει τη μικροψυχία όσων πιστεύουν στην υπεροχή τους»