Ο Γιέλτσιν και η συμφωνία με τον διάβολο
AP/HERBERT KNOSOWSKI
AP/HERBERT KNOSOWSKI

Ο Γιέλτσιν και η συμφωνία με τον διάβολο

Ένα από τα ερωτήματα που αντιμετωπίζω πολύ συχνά, προερχόμενα από καλοπροαίρετους ανθρώπους, έχει σχέση με την πορεία της μετακομμουνιστικής Ρωσίας και την κατάληξή της σε νεοαυταρχικό καθεστώς - πρότυπο για πολλούς επίδοξους «σωτήρες» τον 21ο αιώνα. 

Για πολλούς η δεκαετία του 1990 - 2000 ήταν και παραμένει η πιο ενδιαφέρουσα, μα και μυστηριώδης στην ιστορία της σύγχρονης Ρωσίας. Φίλοι μου, Ρώσοι φιλελεύθεροι, την αποκαλούν «η δεκαετία των χαμένων ευκαιριών», υπογραμμίζοντας πως κατά τη διάρκειά της, η Ρωσία δεν κατάφερε να εγκαθιδρύσει και να ενισχύσει τους δυτικούς θεσμούς που θα την οδηγούσαν σε ένα δημοκρατικό μέλλον. 

Για άλλους, η περίοδος αυτή είναι η «φρικτή δεκαετία» με την καταλήστευση του εθνικού πλούτου της Ρωσίας από τους γνωστούς ολιγάρχες, την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας, της χρεοκοπίας, του αποτυχημένου πρώτου πολέμου της Τσετσενίας, την ιλιγγιώδη μείωση του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων ανθρώπων με την συνακόλουθη φτώχια και εξαθλίωση. 

Κάποιοι ρίχνουν το ανάθεμα στο Κ.Κ.Σ.Ε., άλλοι στον Γκορμαπτσόφ, κάποιοι τρίτοι στον Γιέλτσιν και την ομάδα των νεαρών, πρώην Κομσομόλων, συμβούλων και υπουργών του που θέλησαν με «θεραπεία σοκ» να περάσει η Ρωσία από την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία σε εκείνη της αγοράς. Φυσικά, δεν λείπουν - πώς θα μπορούσαν άλλωστε - εκείνοι που πιστεύουν πως για την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. και ό,τι ακολούθησε φταίνε οι κακές, δυτικές, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι Ρότσιλντ, οι εβραίοι, οι μασόνοι, η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ κ.λπ. 

Η σκληρή πραγματικότητα είναι άλλη και τα αποτελέσματα των διεργασιών εκείνης της εποχής, τα βλέπουμε σήμερα μπροστά μας. 

Στο ερώτημα λοιπόν: γιατί η Ρωσία έχασε την ευκαιρία να γίνει ένα δημοκρατικό κράτος και μετατράπηκε σε νέο-αυταρχικό καθεστώς παρία στη διεθνή σκηνή, ίσως θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες, πίσω από τις εύλογες, αλλά παραπλανητικές απαντήσεις. 

Μέσα στον ερειπιώνα της Σοβιετικής Ένωσης, δύο θεσμοί είχαν απομείνει όρθιοι και σχεδόν αλώβητοι. Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ και η Ρωσική Εκκλησία. Ήταν δύο οργανισμοί, οι οποίοι λειτουργούσαν η μεν πρώτη αυτόνομα και ανεξάρτητα από τον κομματικό και κρατικό μηχανισμό του μονοκομματικού καθεστώτος, η δε δεύτερη, έχοντας στενές σχέσεις με την πρώτη, βρέθηκε πιο προετοιμασμένη για την επερχόμενη πτώση. 

Η βετεράνος δημοσιογράφος Γκαλίνα Σιντόροβα συζητώντας με τον πρώτο υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας της κυβέρνησης Γιέλτσιν, Αντρέι Κόζιρεφ, τον ρώτησε γιατί ο Ρώσος πρόεδρος απέτρεψε τους διαδηλωτές από την κατάληψη του αρχηγείου της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ στην πλατεία Λουμπλιάνκα της Μόσχας και δεν τους άφησε, όπως συνέβη σε άλλες χώρες του πρώην «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» να διαλύσουν την μισητή, μυστική αστυνομία και να απαγορεύσει στους άντρες και τα στελέχη της να καταλαμβάνουν κρατικές θέσεις, απάντησε πως ο Γιέλτσιν του είπε: «Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, είναι η μοναδική δομή που απέμεινε από το παλιό καθεστώς και λειτουργεί. Φυσικά και ήταν εγκληματική, όπως και οι υπόλοιπες δομές, αν όμως την διαλύαμε, θα αντιμετωπίζαμε το απόλυτο χάος...» 

Αξίζει να σημειώσουμε πως μετά την εκτέλεση του Λαβρέντι Μπέρια το 1953, ο κομματικός μηχανισμός του Κ.Κ.Σ.Ε. θεώρησε πως έθεσε υπό τον έλεγχο του το τότε Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας. Έκανε λάθος και το πλήρωσε με την εκπαραθύρωση του Χρουστσόφ λίγα χρόνια αργότερα. Επί Αντρόποφ και ενώ η Ε.Σ.Σ.Δ. έπνεε τα λοίσθια, η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. κατάφερε να εξουδετερώσει τον μεγαλύτερο της ανταγωνιστή στον αδυσώπητο αγώνα για εξουσία, τον πανίσχυρο τότε υπουργό Εσωτερικών Νικολάι Σελοκόφ. Το κυριότερο, όμως, ήταν πως στα χρόνια του Γκορμπατσόφ, στα χρόνια της Περεστρόικα, κατάφερε να εξοντώσει τον μοναδικό της αντίπαλο, τον μηχανισμό του Κ.Κ.Σ.Ε. Έτσι, όταν στις 23 Αυγούστου 1991 ο Γιέλτσιν έθεσε εκτός νόμου το Κ.Κ.Σ.Ε. άφησε ανέγγιχτη την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Απλά η μυστική αστυνομία άλλαξε όνομα και «μεταμορφώθηκε» σε Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB), δημιουργώντας μια spin off νέα υπηρεσία, την Υπηρεσία Εξωτερικής Κατασκοπίας. Αυτό ήταν όλο. 

Σε πολλές χώρες που απελευθερώθηκαν από την κομμουνιστική τυραννία, εφαρμόστηκαν νομοθεσίες κάθαρσης του κρατικού μηχανισμού, με απαγορεύσεις σε πρώην στελέχη των καθεστώτων, να καταλαμβάνουν δημόσιες θέσεις και να μετέχουν στην πολιτική ζωή. Στην Ρωσία δεν συνέβη κάτι τέτοιο, το αποτέλεσμα είναι ορατό και το κόστος δυσβάσταχτο για την ίδια αλλά και την παγκόσμια κοινότητα. 

Οι μοιραίες ημέρες του 1993 

Στις 3 και 4 Οκτωβρίου 1993 η νεαρή τότε Ρωσική Ομοσπονδία, βρέθηκε στο χείλος του εμφυλίου πολέμου. Η αιτία δεν ήταν άλλη από τη σύγκρουση των δύο μεγάλων παρατάξεων που πάλευαν για την εξουσία. Από τη μία μεριά, ήταν ο πρόεδρος Γιέλτσιν, ο πρωθυπουργός, Βίκτωρ Τσερνομίρντιν, μία ομάδα βουλευτών και μελών του Ανωτάτου Σοβιέτ και, από την άλλη, ο αντιπρόεδρος Αλεξάντρ Ρουτσκόι, η πλειοψηφία των βουλευτών και των μελών του Ανώτατου Σοβιέτ, στο οποίο είχε την πλειοψηφία το κόμμα «Ρωσική ενότητα» με επικεφαλής τον Ρουσλάν Χασμπουλάτοφ, στην κοινοβουλευτική ομάδα του οποίου συμμετείχε το Κομμουνιστικό Κόμμα, το κόμμα «Πατρίδα» που εκπροσωπούσε ριζοσπάστες κομμουνιστές, απόστρατους αξιωματικούς και διάφορους αυτοαποκαλούμενους σοσιαλιστές, το κόμμα «Αγροτική Ένωση», το κόμμα «Ρωσία», με επικεφαλής τον Σεργκέι Μπαμπούριν, ένθερμο θιασώτη της ιδέας της ενοποίησης των κομμουνιστικών και εθνικιστικών κομμάτων. 

Βγήκαν στους δρόμους τα τεθωρακισμένα της μεραρχίας Τιμιριάζοφσκαγια, ακολούθησαν συγκρούσεις και ο κανονιοβολισμός του λεγόμενου «Λευκού Οίκου» της έδρας των Σοβιέτ. Το αποτέλεσμα ήταν 157 νεκροί και 384 τραυματίες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. 

Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσει οριστικά ο δρόμος προς μία δημοκρατική Ρωσία. Ο Γιέλτσιν, τρομοκρατημένος από την εξέγερση και την αντίσταση των κομμουνιστών, κατά κύριο λόγο, οι οποίοι επιθυμούσαν και διακήρυτταν την επιστροφή στο ολοκληρωτικό καθεστώς, στριμωγμένος στη γωνία από την εξέλιξη των γεγονότων, απευθύνθηκε στον μοναδικό θεσμό που λειτουργούσε, στην ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. 

Η συμφωνία με τον διάβολο 

Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, παραμένει αναπάντητο μέχρι σήμερα και έχει να κάνει με την εξαφάνιση των αποθεματικών των δύο συνταξιοδοτικών ταμείων, εκείνου των εργατών και των αγροτών. Πολλοί μιλούν για το ιλιγγιώδες ποσό του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων που κάνε φτερά και το συνδέουν με διάφορες παράξενες και ανεξήγητες δολοφονίες τραπεζικών στελεχών, Ρώσων και ξένων, ανά τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε τίποτα, αλλά οι φήμες και οι αστικοί μύθοι που κυκλοφορούν, θέλουν αυτά τα χρήματα ως το μοναδικό σημείο του έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των πρώην σοβιετικών και νυν ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και, κυρίως, μεταξύ της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ και της Στρατιωτικής Κατασκοπίας. 

Τις ημέρες του Οκτωβρίου του 1993 ο Μπορίς Γιέλτσιν απλά αντιμετώπισε την σκληρή πραγματικότητα της πατρίδας του και συνειδητοποίησε πως κατά τη διάρκεια της προηγούμενης τριετίας, τα στελέχη των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, είχαν ενσωματωθεί σε δομές, οργανισμούς, επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη χώρα, απλώνοντας ένα δίκτυο συμφερόντων και ομάδων πίεσης, προετοιμάζοντας το μέλλον. 

Η συμφωνία με το διάβολο ήταν αναπόφευκτη και ο Ρώσος Μεφιστοφελής, ανταλλάσσοντας χειραψία μαζί του, το μόνο που κατάφερε ήταν, αφενός να παρατείνει τη δική του παραμονή στην εξουσία και, αφετέρου, να επιτρέψει το προηγούμενο «κράτος εν κράτει» δηλαδή τις μυστικές υπηρεσίες, να μετατραπούν στο ΚΡΑΤΟΣ. 

Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι μυστικές υπηρεσίες, ανάμεσα στους πολλούς υποψηφίους που είχαν στη διάθεσή τους, επέλεξαν τον άσημο την εποχή εκείνη πρώην αντισυνταγματάρχη Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος μετά την αποστρατεία του, βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό ως αντιδήμαρχος εφοδιασμού της Αγίας Πετρούπολης, προστατευόμενος του τότε δημάρχου και μέντορα του Ανατόλι Σοπτσάκ. Το 1996 μετά την ήττα του Σοπτσάκ στις δημοτικές εκλογές, ο Πούτιν μετακομίζει στην ρωσική πρωτεύουσα και αναλαμβάνει αναπληρωτής προσωπάρχης του Κρεμλίνου.

Ακολούθησε ο διορισμός του ως επικεφαλής της διαδόχου της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., FSB και στη θέση του γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τον Αύγουστο του 1999, έγινε πρωθυπουργός. Τρεις μήνες αργότερα, ο Γιέλτσιν παραιτήθηκε πριν τη λήξη της θητείας του και κατά το ρωσικό Σύνταγμα, κατέλαβε τη θέση του προσωρινά μέχρι τη διεξαγωγή εκλογών, ο Πούτιν. Το δαχτυλίδι είχε δοθεί.

Τρεις μήνες αργότερα, εξελέγη πρόεδρος της Ρωσίας, εν μέσω εκρήξεων σε διάφορες πόλεις της χώρας και της αναδυόμενης απειλής της τρομοκρατίας Τσετσένων αυτονομιστών. Οι φήμες πως οι εκρήξεις ήταν έργο των μυστικών υπηρεσιών διαψεύστηκαν επισήμως, η δημοσιογραφική έρευνα, όμως, έφερε στο φως στοιχεία που αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή. 

Στο διαδίκτυο, κυκλοφορεί ευρέως ένα βίντεο από την ομιλία του Πούτιν προς τα στελέχη της FSB, μετά το διορισμό του ως επικεφαλής αυτής της διαβόητης υπηρεσίας. Η ομιλία του ξεκινάει με τη φράση: «Επιτέλους ήρθαμε στην εξουσία». 

Στη σκιά της Λουμπιάνκα

Η πλατεία Λουμπιάνκα είναι συνώνυμο του τρόμου στην ρωσική ιστορία. Κυκλοφορεί ευρέως το ανέκδοτο: από τα υπόγεια της Λουμπιάνκα έχεις πάντα την καλύτερη θέα. Γιατί; Γιατί βλέπεις μακριά, μέχρι τη Σιβηρία. 

Εκεί ήταν και παραμένει η έδρα μίας υπηρεσίας το όνομα της οποίας προκαλεί τρόμο μέχρι σήμερα. Της μυστικής αστυνομίας. 

Η μετακομμουνιστική περίοδος της Ρωσίας, βρίσκεται πάντα κάτω από τη βαριά σκιά της Λουμπιάνκα. Τα στελέχη της έχουν απλώσει τα πλοκάμια του ελέγχου στην πολιτική, ως βουλευτές, γερουσιαστές, κυβερνήτες και υπουργοί, στην οικονομία ως διοικητές μεγάλων κρατικών οργανισμών και τραπεζών, στην πνευματική ζωή ως πρόεδροι θεάτρων, μουσείων κ.λπ. στην Εκκλησία μέσω του δικτύου πρακτόρων τους. 

Καμία ερμηνεία οποιουδήποτε γεγονότος ή φαινομένου στην τριακονταετή περίοδο που ακολούθησε την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, δεν είναι επαρκής, αν δεν λαμβάνει υπόψη της τις μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας.

Και στο σημείο αυτό κάνουν λάθος πολλοί δυτικοί αναλυτές που προσπαθούν να κατανοήσουν διεργασίες, εξελίξεις και γεγονότα, αποσπασμένα από το φυσικό τους περιβάλλον που δεν είναι άλλο από τη βαριά σκιά της πλατείας, όπου μέχρι το 1991 στεκόταν αγέρωχο το άγαλμα του ατυχήσαντος ως ιησουίτη και πρώτου αρχηγού της τρομερής μυστικής αστυνομίας των Μπολσεβικων, Φέλιξ Εντμουόντοβιτς Τζερζίνσκι. 

Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά.