Σε έναν χρόνο από σήμερα θα έχει εκλεγεί ο 48ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έπειτα από ένα «ριμέικ» της αναμέτρησης του 2020 ανάμεσα στους Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται με τα σημερινά δεδομένα. Παρότι «περιοδεύει» στα δικαστήρια και όχι σε αμερικανικές πολιτείες, ο Τραμπ όχι μόνο «τρέχει» με φόρα προς την κατάκτηση του ρεπουμπλικανικού χρίσματος, αλλά προηγείται και έναντι του νυν Δημοκρατικού προέδρου σε πέντε πολιτείες-κλειδιά βάσει των τελευταίων δημοσκοπήσεων.
Ανάμεσα στις προετοιμασίες που κάνει ο Τραμπ για το απευκταίο, αλλά πιθανό, ενδεχόμενο επανόδου του στο Λευκό Οίκο είναι πώς θα τιμωρήσει και θα εκδικηθεί επικριτές και αντιπάλους του εργαλειοποιώντας το ομοσπονδιακό υπουργείο Δικαιοσύνης. Πώς θα κάνει δηλαδή ακριβώς αυτό για το οποίο ψευδώς κατηγορεί την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι έχει πράξει εις βάρος του, αποδίδοντας σε πολιτικό διωγμό και άλλα παρεμφερή το σύνολο των πρωτοφανών στην αμερικανική Ιστορία ποινικών διώξεων σε βάρος πρώην προέδρου.
Η διάβρωση της αμερικανικής Δημοκρατίας και το γεγονός ότι οδήγησε τη χώρα του στα πρόθυρα πραξικοπήματος, επιμένοντας στα περί κλεμμένης νίκης και συνωμοτώντας για να το «αποδείξει», βρίσκονται στον πυρήνα των διώξεων κατά Τραμπ. Εξίσου επικίνδυνες και αντισυνταγματικές κρίνονται οι «ιδέες» που φέρεται να επεξεργάζεται για να εκδικηθεί επικριτές και αντιπάλους εφόσον περάσει για δεύτερη φορά τις πύλες του Λευκού Οίκου.
Στο στόχαστρο βρίσκονται πρώην συνεργάτες, σύμβουλοι, αξιωματούχοι και δικηγόροι του Τραμπ που υπέπεσαν στο… ατόπημα να μην τον υποστηρίξουν για τα πεπραγμένα της θητείας του.
Πρόσωπα που έχουν συνομιλήσει ιδιαιτέρως με τον Τραμπ δηλώνουν υπό καθεστώς ανωνυμίας ότι ο τέως πρόεδρος θέλει το υπουργείο Δικαιοσύνης να «ανοίξει» έρευνες για επικριτές και αντιπάλους, στους οποίους συγκαταλέγονται ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης (επί Τραμπ) Ουίλιαμ Μπαρ, ο πρώην προσωπάρχης του Τζον Φ.Κέλι, καθώς και ο πρώην δικηγόρος του Τάι Κομπ. Στη λίστα περιλαμβάνεται και το όνομα του πρώην επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ Μαρκ Μίλι.
Σε κατ' ιδίαν συνομιλίες, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει «δείξει» επίσης σε διώξεις αξιωματούχων του FBI και στελεχών του υπουργείου Δικαιοσύνης, κατά τις ίδιες πηγές που επικαλείται σε σχετικό της δημοσίευμα η Washington Post. Δημόσια, ο Τραμπ έχει προαναγγείλει ότι θα διορίσει ειδικό εισαγγελέα για να «κυνηγήσει» τον Τζο Μπάιντεν και τον γιο του, Χάντερ, σε βάρος των οποίων ο ίδιος -και συνολικά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα- έχουν εξαπολύσει κατ' επανάληψη κατηγορίες για διαφθορά χωρίς να συνοδεύονται από στοιχεία.
Ο Τραμπ φέρεται να απεργάζεται σχέδια για να χρησιμοποιήσει το ομοσπονδιακό υπουργείο Δικαιοσύνης ως μέσο για να τιμωρηθούν «εχθροί» -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αμερικανική Δημοκρατία, κάτι που ποσώς τον απασχολεί- αλλά και για να επικαλεστεί το Νόμο περί Εξέγερσης ώστε να βγάλει το στρατό στους δρόμους εφόσον, σε περίπτωση επανεκλογής του, υπάρξουν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά την ορκωμοσία του Ιανουαρίου 2025.
Για να διευκολυνθεί ο Τραμπ να κατευθύνει τις ενέργειες του υπουργείου Δικαιοσύνης, οι συνεργάτες τού έχουν καταρτίσει σχέδια για την κατάργηση πολιτικής και πρακτικής 50 ετών που αποσκοπούσε στο να «κρατήσει» την άσκηση ποινικών διώξεων μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες «θα έμοιαζαν με ‘δημοκρατία μπανανίας’ εάν όσοι αναλάμβαναν το [προεδρικό] αξίωμα άρχιζαν να κυνηγούν τους αντιπάλους τους με το έτσι θέλω», δηλώνει στην WP ο Σαικρίσχνα Πράκας, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.
Κατά το ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας, μεγάλο μέρος του σχεδιασμού για μια δεύτερη θητεία Τραμπ έχει ανατεθεί ανεπίσημα σε μία σύμπραξη δεξιών think-tank της Ουάσινγκτον. Στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Σχεδίου 2025», η ομάδα αναπτύσσει έναν οδικό χάρτη -που περιλαμβάνει προσχέδια εκτελεστικών διαταγμάτων- για την ανάπτυξη του στρατού στο εσωτερικό της χώρας βάσει του Νόμου περί Εξέγερσης.
Ο νόμος, που είχε αναθεωρηθεί για τελευταία φορά το 1871, εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο να αναπτύσσει τον στρατό για την επιβολή του νόμου στο εσωτερικό της χώρας. Επί προεδρίας του, ορισμένοι σύμμαχοι είχαν καλέσει τον Τραμπ να καταφύγει στον νόμο για να καταστείλει την εξέγερση κατόπιν της βάναυσης δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ, αλλά δεν το έπραξε. Μετά είπε ότι μετάνοιωσε, λέγοντας ότι δεν θα διστάσει να το κάνει στο μέλλον.
Στελέχη του επιτελείου Τραμπ έχουν αρνηθεί να σχολιάσουν τις πληροφορίες για τις εν εξελίξει συζητήσεις, οι οποίες και επιβεβαιώνουν ότι δεν θα διστάσει να εκμεταλλευτεί τις προεδρικές εξουσίες για να εκδικηθεί όσους τον «αδίκησαν». O εκπρόσωπος της προεκλογικής εκστρατείας του, Στίβεν Τσανγκ, περιορίστηκε να δηλώσει ότι «ο πρόεδρος Τραμπ επικεντρώνεται στο να συντρίψει τους αντιπάλους του στις προκριματικές εκλογές και στη συνέχεια να νικήσει τον απατεώνα Τζο Μπάιντεν. Προσέθεσε, επίσης, ότι «ο πρόεδρος Τραμπ ήταν πάντα υπέρ του νόμου και της τάξης και της προστασίας του Συντάγματος».
Ο πρόεδρος Τραμπ που ήταν ...πάντα υπέρ του νόμου, της τάξης και της προστασίας του Συντάγματος, αντιμετωπίζει σήμερα συνολικά 91 κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα σε τέσσερις ποινικές υποθέσεις σχετικά με τη συνωμοσία ανατροπής της εκλογικής έκβασης του 2021 που οδήγησε στην εισβολή στο Καπιτώλιο, τα απόρρητα έγγραφα του Μαρ-α-Λάγκο και την παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος και με υπόθεση αστικής απάτης του ομίλου του στη Νέα Υόρκη. Οι ψηφοφόροι του κινήματος MAGA δεν δείχνουν πάντως να πτοούνται.
Ο Τραμπ παραμένει μακράν το φαβορί για την κατάσταση του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρική κάλπη του 2024, ενώ νέα δημοσκόπηση των New York Times/Siena College τον εμφανίζει να διατηρεί προβάδισμα έναντι του Τζο Μπάιντεν στις πέντε από τις έξι πολιτείες-κλειδιά, στο σύνολο των οποίων είχε επικρατήσει ο σημερινός πρόεδρος στις εκλογές του 2020.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μέτρησης, ο Τζο Μπάιντεν θα έχανε σήμερα από τον Τραμπ με διαφορά από τέσσερις έως δέκα ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στην Αριζόνα, τη Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, τη Νεβάδα και την Πενσυλβάνια. Ο Δημοκρατικός πρόεδρος προηγείται μόνο στο Ουισκόνσιν, κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Το καλό σενάριο είναι ότι ο Τζο Μπάιντεν έχει στη διάθεσή του ακόμη ένα χρόνο για να προσπαθήσει να ανατρέψει την εικόνα. Το κακό είναι ότι δεν θα γίνει νεότερος -η προχωρημένη ηλικία του είναι το βασικό, αλλά όχι το μόνο ζήτημα για το οποίο χάνει έδαφος- και παράλληλα ο Ντόναλντ Τραμπ επιδεικνύει πρωτοφανή πολιτική ανθεκτικότητα.