Του Ανδρέα Λιούμπα*
Τον περασμένο Οκτώβριο ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ. Erdogan διόρισε ως Πρέσβη της χώρας του στην Κίνα τον κ. Abdulkadir Emin Onen. Ο νέος Πρέσβης είναι κορυφαίος σύμβουλος του κ. Erdogan και δεν είναι μέλος του Διπλωματικού Σώματος.Πρόκειται για μια απόλυτα προσωπική επιλογή. Εξετάζοντας αυτή τη κίνηση από την σκοπιά ενός μελετητή της κινέζικης εξωτερικής πολιτικής η πιθανότερη ερμηνεία είναι πως πρόκειται για προσπάθεια να αποκτήσει ένα προσωπικό δίαυλο επικοινωνίας με τη κινεζική ηγεσία.
Η χρονική συγκυρία είναι επίσης σημαντική. Η Τουρκία – και προσωπικά ο Erdogan – βρίσκεται υπό την πίεση του Προέδρου Τραμπ (δεν έχω τα απαιτούμενα επιστημονικά εφόδια για να ισχυριστώ πως η πολιτική του Προέδρου και των ΗΠΑ ταυτίζονται). Πρακτικά μιλώντας ο Erdogan φαίνεται πως πρέπει να διαλέξει μεταξύ μιας προσωπικής ήττας ή μιας εθνικής ήττας.
Ο Πρόεδρος Erdogan διακηρύσσει πως η χώρα του δέχεται επίθεση από την Δύση. Και ως αντίβαρο στη Δύση επιχειρεί – επικοινωνιακή – στροφή στην Ανατολή, μια τακτική γνωστή και στην χώρα μας. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρεί κάτι τέτοιο. Στο πρόσφατο παρελθόν είχε δημόσια δηλώσει πως η Τουρκία θα μπορούσε, δυνητικά, να επιλέξει την ένταξη της στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης (ΟΣΣ) στρέφοντας οριστικά την πλάτη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο ΟΣΣ είναι η αυλή της Κίνας με την οποία η Τουρκία έχει υπογράψει σύμφωνο «Στρατηγικής Συνεργασίας» από το 2010. Συνεπώς η δήλωση του κ. Erdogan επιδίωκε να δώσει ένα ηχηρό μήνυμα: η Τουρκία, επί 50 χρόνια πυλώνας της Δύσης στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ, αναζητά την θαλπωρή νέων συμμάχων. Είναι το επόμενο βήμα, η υλοποίηση της «Στρατηγικής Συνεργασίας»με την Κίνα μια εφικτή επιλογή; Δεν είμαι ειδικός σε θέματα Τουρκίας οπότε θα επιχειρήσω μια προσέγγιση από την κινέζικη πλευρά.
Η Τουρκία με τα μάτια της Κίνας
Παρά τα σχέδια του κ.Erdogan, τα οποία εικάζεται βάσιμα πως περιλαμβάνουν την εξέταση της πιθανότητας άμεσης οικονομικής στήριξης εκ μέρους της Κίνας, το Πεκίνο δεν φημίζεται ούτε για την ταχύτητα στην λήψη τέτοιων αποφάσεων ούτε για την ευκολία με την οποία διαθέτει πόρους.
Προκειμένου να έχουμε σαφέστερη εικόνα των σχέσεων Τουρκίας – Κίνας θα επιδιώξουμε να ελέγξουμε ορισμένα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα ξεκινώντας από το εμπόριο. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών Κίνας – Τουρκίας αγγίζει τα 30 δις δολάρια αλλά το εμπορικό ισοζύγιο είναι σοβαρά ελλειμματικό για την Τουρκία: περίπου 5 δις εξαγωγών έναντι 25 δις εισαγωγών κατά μέσο όρο. Το Σύμφωνο του 2010 προέβλεπε αύξηση του όγκου του εμπορίου στο επίπεδο των 100 δις δολαρίων μέχρι το 2020, στόχος που πλέον φαντάζει ανέφικτος.
Σε επίπεδο παρουσίας στην τουρκική αγορά, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομίας της Τουρκίας, δραστηριοποιούνται 786 κινέζικες επιχειρήσεις. Σημαντική είσοδος έχει σημειωθεί στον τραπεζικό τομέα μετά την εξαγορά του 75,5% της Tekstilbank το 2015 από την Industrial and Commercial Bank of China Limited (ICBC), την μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα της Κίνας.
Περνώντας από το εμπόριο στις επενδύσεις διακρίνουμε ορισμένες συγκεκριμένες προτιμήσεις οι οποίες συνδέονται ευθέως με την κινέζικη Υψηλή Στρατηγική όπως αυτή υλοποιείται με τον «Δρόμο του Μεταξιού» τόσο στο χερσαίο όσο και το θαλάσσιο σκέλος του. Συγκεκριμένα το Πεκίνο ενδιαφέρεται για επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, των υποδομών (με έμφαση στις μεταφορές) και στην ναυτιλία (με έμφαση στις λιμενικές εγκαταστάσεις).
Παρά το έντονο ενδιαφέρον όμως η Κίνα αποδεικνύεται μάλλον συγκρατημένη επενδύτρια. Μιλώντας τη γλώσσα των αριθμών υπολογίζεται πως οι κινέζικες επενδύσεις στην Τουρκία μεταξύ των ετών 2010 και 2018(περίοδος που το Σύμφωνο ήδη βρίσκεται σε ισχύ) ανήλθαν στα 12,4 δις δολάρια. Συγκριτικά σημειώνουμε πως την ίδια περίοδο η Ε.Ε. επένδυσε 96,8 δις δολάρια.
Ο τομέας των υποδομών και των μεταφορών αποτέλεσε την πρώτη προτεραιότητα. Οι επενδύσεις κατευθύνθηκαν στους σιδηρόδρομους.Η σύνδεση του Μπακού στις όχθες της Κασπίας με το Καρς (σιδηρόδρομος Μπακού-Τιφλίδας-Καρς) και τελικά με την Κωνσταντινούπολη ήταν κοινός στόχος της Τουρκίας και της Κίνας.Το έργο της ολοκλήρωσης της ταχείας σιδηροδρομικής γραμμής Άγκυρας – Κωνσταντινούπολης υλοποιήθηκε από κινέζικες κατασκευαστικές εταιρείες με την χρηματοδότηση της China Exim Bank, η οποία δάνεισε 720 εκ. δολάρια αποκτώντας επιπρόσθετα και μερίδιο στην εταιρεία διαχείρισης.
Στο ίδιο πλαίσιο, στο θαλάσσιο σκέλος του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, το Πεκίνο εξαγόρασε έναντι 940 εκ. δολαρίων το 65% του λιμένα Kumportστη θάλασσα του Μαρμαρά. ΤοKumport είναι ο τρίτος μεγαλύτερος σταθμός εμπορευματοκιβωτίων στην Τουρκία. Όχημα για την εξαγορά ήταν μια κοινοπραξία αποτελούμενη από την γνωστή στη χώρα μας COSCO Pacific, την China Merchants Holdings International και την CIC Capital.
Στον τομέα της ενέργειας τα πράγματα ήταν εντελώς ξεκάθαρα. Ο Πρόεδρος της τούρκικης επιτροπής στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Ενέργειας είχε δηλώσει σε Κινέζους δημοσιογράφους πως η χώρα του είχε ανάγκη 70 δις επενδύσεων. Ανταποκρινόμενες στο κάλεσμα διάφορες κινέζικες εταιρείες πραγματοποίησαν σειρά επενδύσεων.
Ενδεικτικά η CLP electric photovoltaic δημιούργησε μια σειρά από φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα κοντά στην Κωνσταντινούπολη και η Harbin Electric έχτισε εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας στη Β.Δ Τουρκία. Το συνολικό ποσό των επενδύσεων πλησίασε τα 2 δις δολάρια, πολύ μικρότερο από το αναμενόμενο.
Στις επικοινωνίες η γνωστή κινέζικη εταιρεία ZTE το 2016 εξαγόρασε έναντι 103 εκ δολαρίων το 48,8% της Netas Telekomunikasyon A.S. μιας ημι-στρατιωτικής εταιρείας κατασκευής τηλεπικοινωνιακού υλικού και παροχής ολοκληρωμένων λύσεων δικτύων. Η Netas μέχρι πρόσφατα ελέγχονταν εξ΄ ολοκλήρου από το Turkish Armed Forces Foundation (TAFF), την κοινοπραξία – ομπρέλα της τουρκικής στρατιωτικής βιομηχανίας.
Προβλήματα σχέσεων
Το 2013 η Τουρκία επέλεξε την κοινοπραξία Γάλλων – Ιαπώνων (MHI Engie) αντί της κινεζικής για την ανάθεση της κατασκευής του πυρηνικού εργοστασίου στην Σινώπη. Το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα το πάγωμα των διμερών συνομιλιών για την υπογραφή ενός μνημονίου συνεργασίας σε ορισμένους βιομηχανικούς τομείς.
Το 2015, ακριβώς πριν την άφιξη του Προέδρου Σι στην Αττάλεια για τις εργασίες της Συνόδου του G-20, η Τουρκία ακύρωσε μια μεγάλη παραγγελία κινέζικων αντιβαλλιστικών συστημάτων. Ο χρόνος και ο τρόπος που ακυρώθηκε η παραγγελία θεωρήθηκε προσωπική προσβολή για τον Πρόεδρο Σι και η ερμηνεία της Κίνας ήταν πως η Τουρκία την χρησιμοποίησε για να πιέσει τις ΗΠΑ. Το Πεκίνο είναι πολύ εύθικτο σε τέτοια θέματα.
Συμπεράσματα
Θα ήταν παρακινδυνευμένο να εξάγει κανείς συμπεράσματα από μια τόσο περιορισμένη ανάλυση. Όμως, όσα εκτέθηκαν εδώ είναι μέρος μιας πολύ ευρύτερης εικόνας για την οποία δεν επαρκεί ο χώρος. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο συμπέρασμα πως η Κίνα βλέπει την Τουρκία ως πεδίο επιθετικών επενδύσεων αλλά σε καμία περίπτωση ως «Στρατηγικό Εταίρο» - τουλάχιστον όχι ακόμη και όχι στο κοντινό μέλλον. Ούτε το ύψος,ούτε το είδος των επενδύσεων στην χώρα οδηγούν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Συγκριτικά ας αναφέρουμε πως έναντι των 12,4 δις δολάρια επενδύσεων την τελευταία δεκαετία στην Τουρκία η Κίνα έχει υπογράψει έργα υποδομών 46 δις δολαρίων μέσα σε τρία χρόνια στον Οικονομικό Διάδρομο Κίνας – Πακιστάν, ένα κομμάτι του Νέου Δρόμου του Μεταξιού. Στον αντίποδα η Ε.Ε., την οποία ο Erdogan μέμφεται, έχει επενδύσει την τελευταία δεκαετία στην Τουρκία 96,8 δις δολάρια, εκτός των υπόλοιπων οικονομικών ενισχύσεων.
Η Κίνα δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική της Δύσης για την Τουρκία γιατί ούτε το επιθυμεί και πιθανότατα ούτε έχει την δυνατότητα να το κάνει. Η αξία της Τουρκίας για την Κίνα, όπως ακριβώς ισχύει και για την χώρα μας, έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί πύλη για την Ε.Ε. και την Δύση. Αν πράγματι ο Erdogan πιστεύει ότι ο Σι είναι διατεθειμένος να υιοθετήσει μια Τουρκία αποκομμένη από την Δύση τότε αναμένεται να απογοητευτεί. Αν ακόμη χειρότερα επιδιώκει να την χρησιμοποιήσει – ξανά - ως φόβητρο για την Δύση τότε ίσως βρεθεί ανάμεσα στη Σκύλα και την Χάρυβδη γιατί η Κίνα δεν ξεχνά.
* Ο κ. Ανδρέας Λιούμπας είναι υποψήφιος διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ειδικευόμενος στην κινέζικη στρατηγική. Ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και Αρωγό Μέλος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων.
Φωτογραφία: APImages