Του Γιώργου Παυλόπουλου
«Ουκ εν τω πολλώ το ευ». «Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει». Αυτά και άλλα ρητά, αρχαία ή λαϊκά, ελληνικά και ξένα, θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς για να περιγράψει – κάπως σκωπτικά, είναι η αλήθεια – αυτό που συμβαίνει λίγο πριν ξεκινήσει και επισήμως η κούρσα για το χρίσμα του υποψηφίου προέδρου των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2020.
Το γιατί δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Οι διεκδικητές έχουν ήδη ξεπεράσει τους 20, αριθμός ρεκόρ στη σύγχρονη πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτούς περιλαμβάνονται 7 εν ενεργεία γερουσιαστές, ενώ οι 6 γυναίκες καταρρίπτουν ένα ακόμη (αριθμητικό) ρεκόρ και ελπίζουν όχι απλώς να κερδίσουν το χρίσμα, αλλά και να επικρατήσουν του Ντόναλντ Τραμπ, κατακτώντας μια πολύ σημαντική πρωτιά. Στη λίστα υπάρχουν, επίσης, Αφροαμερικανοί που ελπίζουν να επαναλάβουν το «θαύμα» του Μπαράκ Ομπάμα (πολύ δύσκολο), ισπανόφωνοι, καθώς και ομοφυλόφιλοι.
Μπάιντεν και Σάντερς
Τα δύο φαβορί μοιάζουν, πάντως, να έχουν ξεχωρίσει και – χωρίς να αποκλείεται η έκπληξη της τελευταίας στιγμής – είναι δύο παλαίμαχοι, μάλλον προβλέψιμοι και βιολογικά γηραιοί πολιτικοί. Πρόκειται, αφενός, για τον πρώην αντιπρόεδρο του Ομπάμα, τον 76χρονο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος μπήκε τελευταίος στην κούρσα και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, έχει αποκτήσει βραχεία κεφαλή έναντι των εσωκομματικών αντιπάλων του, με αποτέλεσμα να του αποδίδεται ήδη ο χαρακτηρισμός του φαβορί.
Απέναντί του έχει τον 77χρονο Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος μπορεί να έχασε την μάχη πριν 8 χρόνια από τη Χίλαρι Κλίντον, όμως τώρα δοκιμάζει ξανά την τύχη του. Πρέπει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι ο γερουσιαστής από το Βερμόντ έχει ιδιαιτέρως μεγάλη επιρροή στις τάξεις της νεολαίας, την οποία καταφέρνει να συναρπάζει τόσο επικοινωνιακά όσο και με τις θέσεις του, οι οποίες τον κατατάσσουν στο αριστερό άκρο των Δημοκρατικών. Εκεί, δηλαδή, όπου συνυπάρχει μια ακόμη διεκδικήτρια του χρίσματος, την 69χρονη Ελίζαμπεθ Γουόρεν, που εμφανίζεται λάβρη κατά της Wall Street.
Το ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι εάν και κατά πόσο ο Μπάιντεν, ο Σάντερς, κάποιος ή κάποια άλλη μπορούν να απειλήσουν τον νυν ένοικο του Λευκού Οίκου: Τον – αισίως 72χρονο – Τραμπ, ο οποίος είναι σχεδόν βέβαιο πως θα λάβει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για δεύτερη φορά. Και μάλιστα, αυτή τη φορά, πανηγυρικά και όχι αιφνιδιάζοντας το κομματικό κατεστημένο όπως το 2016, μιας και η αποδοχή του από τη βάση είναι συντριπτική, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις.
Πρόσωπα, όχι πολιτικές
Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεν είναι βέβαιο ότι ο Τραμπ και το επιτελείο του έχουν χάσει τον ύπνο τους. Παρά τις δικές του αντιφάσεις και την εχθρότητα που εξακολουθεί να υπάρχει απέναντί του σε τμήμα του κατεστημένου του κυβερνώντος κόμματος, είναι σίγουρο ότι το αντίπαλο στρατόπεδο δεν έχει για την ώρα να παρουσιάσει κάποια συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση στους Αμερικανούς. Και πώς να έχει, άραγε, όταν στις τάξεις των Δημοκρατικών «δελφίνων» υπάρχουν πολιτικοί που εκπροσωπούν (φαινομενικά, τουλάχιστον) διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Κι αυτό εκφράζει και την ιδεολογική σύγχυση εντός του κόμματος και στην εκλογική του βάση – σε βαθμό που να υπάρχουν αρκετοί που με βεβαιότητα δεν θα στηρίξουν τον Σάντερς σε περίπτωση που είναι αυτός που θα πάρει το χρίσμα...
Έτσι, πρακτικά, η μάχη θα δοθεί σε επίπεδο προσώπων. Κι εκεί, επίσης δεν είναι βέβαιο ότι είτε ο Μπάιντεν είτε ο Σάντερς είτε κάποιος ή κάποια από τους υπόλοιπους υπερτερεί του Τραμπ.
Φυσικά, υπάρχει ακόμη αρκετός χρόνος και οι προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν με ασφάλεια. Για την ώρα, όμως, ο ένοικος του Λευκού Οίκου μοιάζει να ποντάρει στη Βαβέλ που έχει απέναντί του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Φωτογραφίες: APImages