Επί δύο χρόνια το σχέδιο απέλασης αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα έχει δυναμιτίσει το πολιτικό σκηνικό του Ηνωμένου Βασιλείου. Τώρα, κατόπιν της έγκρισης του αμφιλεγόμενου σχεδίου Σούνακ και πριν απογειωθούν οι πρώτες πτήσεις προς την αφρικανική χώρα, δυναμιτίζονται και οι σχέσεις της Βρετανίας με την Ιρλανδία.
Η πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου για την απέλαση των παράτυπων μεταναστών στη Ρουάντα έχει αντίκτυπο στην Ιρλανδία, κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς πολλοί αιτούντες άσυλο, υπό τον φόβο της απέλασης, εισρέουν στη χώρα από τη Βόρεια Ιρλανδία.
Η ιρλανδική κυβέρνηση, διά στόματος της υπουργού Δικαιοσύνης, Έλεν Μακ Έντι, δηλώνει ότι πάνω από το 80% των αιτούντων άσυλο, που έφθασαν πρόσφατα στη χώρα, έχουν περάσει από το Ηνωμένο Βασίλειο επειδή φοβούνται ότι θα απελαθούν στη Ρουάντα.
Τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ρίσι Σούνακ, από την άλλη, δεν φαίνεται να τον απασχολούν οι ανησυχίες της Ιρλανδίας, αλλά αντιθέτως θεωρεί ότι η αυξημένη ροή παράτυπων μεταναστών προς τη γειτονική χώρα είναι απόδειξη ότι η πολιτική του στο μεταναστευτικό άρχισε να λειτουργεί ήδη αποτρεπτικά.
Τα σύνορα μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία αποτελεί μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας είναι τα μόνα χερσαία σύνορα μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μετά το Brexit η μεθόριος αυτή είναι ουσιαστικά ανοιχτή, χωρίς συνοριακούς ελέγχους -κάτι που ήταν βασική προϋπόθεση της συμφωνίας για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ το 2020, προς αποφυγή της αναβίωσης της έντασης στη Βόρεια Ιρλανδία, σε περίπτωση που αυτή αποκοβόταν από την υπόλοιπη Ιρλανδία με τα λεγόμενα «σκληρά σύνορα», δεδομένης της ταραχώδους ιστορίας του νησιού.
Το πρόβλημα όμως τώρα με την εφαρμογή του βρετανικού νόμου για τη Ρουάντα προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, και όπως στην περίπτωση του Brexit, γίνεται και ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Το Λονδίνο υποστηρίζει ότι δεν θα δεχτεί πίσω όσους αιτούντες άσυλο διέφυγαν στην Ιρλανδία εάν η ΕΕ δεν αλλάξει τη στάση της για την επιστροφή των άλλων παράτυπων μεταναστών που εισέρχονται στο έδαφός της από τη Γαλλία, διασχίζοντας τα στενό της Μάγχης. Τον Ιανουάριο του 2023, ο βρετανός πρωθυπουργός, Ρίσι Σουνάκ, δήλωνε ότι η αντιμετώπιση των μικρών σκαφών, που μεταφέρουν παράτυπους μετανάστες μέσω της Μάγχης, ήταν μεταξύ των πέντε κορυφαίων προτεραιοτήτων της κυβέρνησής του, αφού περισσότεροι από 45.000 άνθρωποι φέρεται να χρησιμοποίησαν τη διαδρομή αυτή για να εισέλθουν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2022.
Για την επίλυση της μεταναστευτικής κρίσης, η ιρλανδική κυβέρνηση έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στο Σύμφωνο για το Μεταναστευτικό της ΕΕ, παρουσιάζοντάς το ως τη «χρυσή λύση» στην ανήσυχη κοινή γνώμη στο εσωτερικό. Από την άλλη, όμως, η επιβολή αυστηρότερων ελέγχων από την ΕΕ στα σύνορα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας με τη Βόρεια Ιρλανδία δύσκολα πείθει τους Ιρλανδούς που θα δουν στην περίπτωση αυτή να εμβαθύνεται η διχοτόμηση του νησιού και να προκαλεί επιπλέον προβλήματα.
Είναι η πρώτη φορά που η ιρλανδική κυβέρνηση κατηγορεί για το μεταναστευτικό πρόβλημα τα «αόρατα» σύνορα με τη Βόρεια Ιρλανδία -όπως λένε στο Λονδίνο- για τα οποία το Δουβλίνο έδωσε σκληρή μάχη κατά τη διάρκεια του Brexit. «Είναι πικρό το χάπι για να το καταπιούν οι ηγέτες της Ιρλανδίας» γράφει το Spectator για να σχολιάσει: «Η κυβέρνηση μπορεί να θωρακίσει τα σύνορα της Ιρλανδίας, όπως έχει υποσχεθεί στο κοινό, μόνο αν διαψεύσει την πεισματική δέσμευσή της για ανοιχτά σύνορα».
Ο έλεγχος των συνόρων όμως είναι η μία πτυχή του προβλήματος, η άλλη αφορά την επιστροφή στη Βρετανία όσων εισήλθαν παράνομα στο ιρλανδικό έδαφος.
Τη Δευτέρα, το Λονδίνο φάνηκε προς στιγμήν λιγότερο άκαμπτο σε αυτό το θέμα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να συναινέσει στο σχέδιο της ιρλανδικής κυβέρνησης, το οποίο προς το παρόν δεν έχει κατατεθεί επισήμως, για επιστροφή αιτούντων άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο υπουργός Βόρειας Ιρλανδίας του Ηνωμένου Βασιλείου, Κρις Χίτον-Χάρις, δήλωσε ότι η βρετανική κυβέρνηση «δεν έχει πρόβλημα» με την προτεινόμενη νομοθεσία, μετά την ενημέρωση που είχε στο Λονδίνο από τον Ιρλανδό υπουργό Εξωτερικών, Μάικλ Μάρτιν, σχετικά με τα σχέδια της ιρλανδικής κυβέρνησης.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ δήλωνε στο ITV ότι «δεν ενδιαφέρεται» να επιδιώξει συμφωνία με το Δουβλίνο για την επιστροφή αιτούντων άσυλο από την Ιρλανδία. «Δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Δεν πρόκειται να δεχθούμε επιστροφές από την ΕΕ μέσω της Ιρλανδίας, όταν η ΕΕ δεν δέχεται επιστροφές πίσω στη Γαλλία, από όπου προέρχονται οι παράνομοι μετανάστες» είπε.
Στο ίδιο μήκος κύματος και εκπρόσωπος του Βρετανού πρωθυπουργού, Μαξ Μπλέιν: «Ακόμη και αν η Ιρλανδία περάσει νομοθεσία, εναπόκειται στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποφασίσει ποιον δεχόμαστε και ποιον όχι στη χώρα και, σαφώς, δεν πρόκειται να αρχίσουμε να δεχόμαστε επιστροφές από την ΕΕ, όπως ακριβώς η ΕΕ δεν δέχεται επιστροφές αιτούντων άσυλο από το Ηνωμένο Βασίλειο στη Γαλλία».
Το πρόβλημα ωστόσο με την επανάληψη των επιστροφών, ακόμη κι αν τους δεχτεί πίσω το Λονδίνο, βρίσκεται κυρίως στο ίδιο το Δουβλίνο, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας αποφάνθηκε τον περασμένο μήνα ότι η Ιρλανδία δεν μπορεί να επιστρέψει αιτούντες άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο επειδή η Βρετανία δεν θεωρείται ασφαλής προορισμός για τους πρόσφυγες εξαιτίας του νόμου για τη Ρουάντα.
Η κυβέρνηση της Ιρλανδίας δήλωσε ότι σχεδιάζει να εισαγάγει νομοθετική ρύθμιση που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να στέλνει ξανά τους παράτυπους μετανάστες πίσω στην Βρετανία, χωρίς όμως να έχει ακόμη διευκρινίσει πώς θα εφαρμόσει το σχέδιο της και πώς παράλληλα θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση του δικαστηρίου.
Η Ιρλανδία, αν μη τι άλλο, θεωρείται ότι «κατάφερε» ένα εξωτερικό πρόβλημα να το κάνει δικό της εσωτερικό πρόβλημα και την Ευρώπη να παρακολουθεί προς το παρόν άπραγη, μέχρι τη στιγμή που θα κληθεί «να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά».