Με την παραδοχή ότι «η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα», θα ήταν παρόλ' αυτά ωφέλιμο να αξιολογήσουμε ψύχραιμα και ρεαλιστικά τις τάσεις όπως καταγράφονται στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο αυτής της τόσο μεγάλης και σημαντικής χώρας, σε συνάρτηση με το δικό μας πολιτικό σκηνικό. Διότι, η παντελώς απευκταία εκλογική νίκη της ακροδεξιάς, λαϊκίστριας και θαυμάστριας του Βλαντίμιρ Πούτιν, της Μαρίν Λε Πεν, στο δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για μια αλυσιδωτή αντίδραση απρόβλεπτων διαστάσεων.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, μια χώρα παραδοσιακά ταυτισμένη με τις αρχές του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα περάσει στα χέρια μιας αντιδραστικής και ξενοφοβικής πολιτικού. Στη Γαλλία συζητούν ακόμη και το σενάριο ενός «Frexit», δηλαδή μια επανάληψη της βρετανικής αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή τη φορά σε γαλλική εκδοχή. Εξυπακούεται πως χωρίς τη Γαλλία η ΕΕ θα μετρούσε πλέον ημέρες πριν τη διάλυσή της.
Γι' αυτό, όπως υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την τρέχουσα περίοδο στη Γαλλία διακυβεύονται πολύ περισσότερα και πολύ πιο κρίσιμης σημασίας ζητήματα από ό,τι μια εναλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας. Στην πραγματικότητα, η αναμέτρηση Μακρόν-Λε Πεν είναι η μάχη ανάμεσα στον κεντρώο ορθολογισμό και τον ακραίο, ξέφρενο και πολλαπλώς επικίνδυνο για τη δημοκρατία, λαϊκισμό.
Ο Μακρόν χαράσσει τη στρατηγική του με το βλέμμα στη δημιουργία των βάσεων για την ευημερία ολόκληρου του γαλλικού λαού στο μέλλον. Από την άλλη πλευρά, η Λε Πεν, όπως κάνουν οι απανταχού λαϊκιστές -των Ελλήνων μη εξαιρουμένων- επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το παγκόσμιο κύμα ακρίβειας για να κερδίσει την υποστήριξη του γαλλικού λαού.
Το γεγονός ότι στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών η Μαρίν Λε Πεν πλησίασε τον Εμανουέλ Μακρόν σε απόσταση μικρότερη των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων, μαρτυρά ότι το πεδίο είναι πρόσφορο για ένα νέο κύμα δημαγωγίας. Στη Γαλλία το πολιτικό πρόσημο των δημαγωγών είναι κυρίως αντιδραστικό και ακροδεξιό. Στην Ελλάδα το ρεύμα αυτό έρχεται, σταθερά τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο αυτοπροσδιορισμός στη δεξιά ή την αριστερή πτέρυγα του ιδεολογικού φάσματος δεν έχει καμία σημασία -κάτι που έχει αποδείξει πανηγυρικά ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκυβερνώντας επί μία ολόκληρη τετραετία εν αγαστή συμπνοία με τους ΑΝ.ΕΛ του Πάνου Καμμένου. Σε τι διαφέρουν, άραγε, από εκείνη την εποχή της αυταπάτης, τα σημερινά «κλεφτόδεντρα» των ΕΛΠΕ, της ΔΕΗ, του κάθε βενζινοπώλη και αρτοποιού, όλος αυτός ο υποτιθέμενος κρυμμένος πλούτος που ο ΣΥΡΙΖΑ απειλεί να αρπάξει για να «μοιράσει» στους πολίτες; Σε τίποτε. Οι αυταπάτες τις οποίες τόσο καλά γνωρίζει ο κ. Τσίπρας, νομοτελειακά, θα ακολουθήσουν.
Ταυτόχρονα με τον κίνδυνο να είναι η Μαρίν Λε Πεν αυτή που θα διαδεχθεί τον Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, γίνεται διεθνώς μια μεγάλη και έντονη συζήτηση σχετικά με το εάν συντελείται στις μέρες μας μια σοσιαλιστική στροφή στην Ευρώπη ή όχι. Όσοι υπερθεματίζουν, το κάνουν στη βάση των πρόσφατων εκλογών στη Γερμανία και την Πορτογαλία. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια πολύ σημαντικά παραδείγματα τα οποία μαρτυρούν αντίρροπες τάσεις, όπως οι περιφερειακές εκλογές στην Ισπανία, η επανεκλογή του Βικτόρ Ορμπάν στην Ουγγαρία, αντίστοιχα αποτελέσματα στη Σερβία κ.λπ.
Σε ό,τι αφορά στην έκβαση των γαλλικών εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ, αποσκοπώντας προφανώς στο να δαιμονοποιήσει τον Εμανουέλ Μακρόν για να ενισχύσει το δικό του, δήθεν προοδευτικό αφήγημα, παρουσιάζει τον κ. Μακρόν σαν «νεοφιλελεύθερο μινώταυρο». Στην πραγματικότητα όμως, παρατηρούμε ότι αυτή τη στιγμή η μορφή του Μακρόν μετατρέπεται σε σύμβολο αντίστασης στην επέλαση του άκρατου λαϊκισμού. Στον Εμανουέλ Μακρόν στηρίζονται οι ελπίδες ολόκληρης της δημοκρατικής Ευρώπης για την ανακοπή του ακροδεξιού ρεύματος, το οποίο διογκώνεται ανησυχητικά.
Τα παραδοσιακά σχήματα δεν ισχύουν πια στην εποχή μας και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα με την, σχεδόν ολοκληρωτική, εξαφάνιση των Ρεπουμπλικάνων και των Σοσιαλιστών από τη γαλλική πολιτική σκηνή. Πάλαι ποτέ κραταιά κόμματα, τώρα φυτοζωούν στο περιθώριο, λαμβάνοντας απογοητευτικά, μονοψήφια ποσοστά. Οι εναπομείνασες δυνάμεις που διεκδικούν την εξουσία είναι το ορθολογιστικό, πραγματιστικό αστικό «κέντρο» που εκπροσωπεί ο Μακρόν και η ακροδεξιά.
Επομένως, δεν έχει νόημα πλέον να κάνουμε λόγο για την αντιπαράθεση των «προοδευτικών» με τις «αντιδραστικές» πολιτικές. Αυτές οι αντιπαραθέσεις έχουν ουσιαστικά τελειώσει προ πολλού. Αν μη τι άλλο διότι, αν προοδευτική είναι η πράσινη μετάβαση, στην Ελλάδα η Νέα Δημοκρατία την ενστερνίζεται πλήρως, την υλοποιεί με εντατικούς ρυθμούς και με ειλικρινή αφοσίωση. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ την αντιμάχεται και τη δυσφημεί σαν τον «δούρειο ίππο» της ακρίβειας.
Επίσης, στον τομέα της καθαυτό οικονομικής πολιτικής, αν ως προοδευτική νοείται η κεϋνσιανή αντί της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τότε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει κατορθώσει να υλοποιήσει τη μεγαλύτερη κεϋνσιανή επέκταση που έχει γνωρίσει η Ελλάδα, από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ή και νωρίτερα, έως σήμερα. Και ας μην σπεύσουν οι μόνιμοι επικριτές της κυβέρνησης να απορρίψουν αυτά τα γενναιόδωρα μέτρα έμπρακτης και καίριας στήριξης της οικονομίας, προσπαθώντας να δημιουργήσουν ζητήματα εκ του μη όντος, εγείροντας εντελώς ανυπόστατα αιτήματα για διαφάνεια και δεοντολογία, του τύπου «που πάνε τα χρήματα;»
Αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο από ό,τι υπονοεί ο ΣΥΡΙΖΑ: Όλα τα έκτακτα κονδύλια, όλοι οι διαθέσιμοι πόροι, διοχετεύονται στη στήριξη των πιο ευάλωτων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Εξάλλου, στην προστασία και την ανακούφιση των πιο αδύναμων συμπολιτών μας έχει εστιάσει κατά απόλυτη προτεραιότητα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και μόνο δευτερευόντως συμπεριλαμβάνει στα μέτρα στήριξης τη μεσαία τάξη.
Στην αντίπερα όχθη, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια της μεσαίας τάξης για τις αυξήσεις στους λογαριασμούς του ρεύματος. Όμως, η ανέχεια των φτωχών για την οποίαν υποτίθεται πως κόπτεται και θλίβεται ο κ. Τσίπρας, στην πράξη φαίνεται ότι ουσιαστικά δεν απασχολεί καθόλου τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η εισβολή των στρατευμάτων του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία είναι, φυσικά, ο αστάθμητος πλην καταλυτικής σημασίας παράγοντας στο σημερινό πεδίο της διεθνούς πολιτικής. Ο τόσο άδικος και φρικτός πόλεμος δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στους τομείς της ενέργειας, του εμπορίου, των διακρατικών σχέσεων, των οικουμενικών ισορροπιών. Σε αυτή την ταραγμένη εποχή, τα άκρα έχουν εξ ορισμού το πλεονέκτημα, δεδομένης της οικονομικής ασφυξίας η οποία προκαλείται εξαιτίας των εν εξελίξει πολεμικών επιχειρήσεων. Όμως, ακριβώς εξ αυτού του λόγου, η σημασία της νίκης του ορθολογισμού είναι ακόμη μεγαλύτερη. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη Γαλλία, αλλά και την Ελλάδα. Η χώρα μας πρέπει να παραμείνει μια όαση σταθερότητας ενόσω μαίνονται οι χειρότερες γεωστρατηγικές τρικυμίες της μεταπολεμικής περιόδου.