Οι «νάρκες» για τον νικητή Ερντογάν από τη νέα κατάσταση στη Συρία
Shutterstock
Shutterstock

Οι «νάρκες» για τον νικητή Ερντογάν από τη νέα κατάσταση στη Συρία

Η πτώση Άσαντ στη Συρία είναι βέβαιο ότι θα επαναπροσδιορίσει την ισορροπία ισχύος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η κατάληψη της Δαμασκού από ένοπλες ομάδες και η εγκατάλειψη της χώρας από τον Μπασάρ αλ Άσαντ, τερματίζει ένα οικογενειακό καθεστώς, το οποίο διήρκεσε πενήντα τρία έτη, ωστόσο είχε καταστήσει τη Συρία, κομβικό παράγοντα στην περιοχή.

Η εξέλιξη αυτή, εθεωρείτο απίθανη, τόσο ως προς το αποτέλεσμα όσο και ως προς την ταχύτητα με την οποία έλαβε χώρα, όταν την 27η Νοεμβρίου, οι ένοπλες ομάδες άρχισαν την επίθεση τους από την περιοχή της Ιντλίμπ, στη βορειοδυτική Συρία, ούτε φυσικά είχε προβλεφθεί από κανένα. Πρακτικά, δεν υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά ένας αγώνας δρόμου των αντιπάλων του Άσαντ προς την πρωτεύουσα Δαμασκό. Η κατάρρευση του καθεστώτος σαν χάρτινος πύργος, αποδεικνύει την τρομακτική αδυναμία του σε όλα τα επίπεδα, αλλά και των βασικών συμμάχων του, της Ρωσίας και του Ιράν, οι οποίοι το στήριξαν και το κράτησαν ζωντανό σε όλη τη διάρκεια της εσωτερικής συγκρούσεως, τα τελευταία 14 έτη.

Επίσης, δείχνει τον βαθμό της εμπλοκής και απορροφήσεως της Ρωσίας και του Ιράν, στις δικές τους συγκρούσεις, ώστε να εγκαταλείψουν τον Άσαντ και να μην είναι ικανές να προστατευόσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα στη Συρία, στα οποία τόσα είχαν επενδύσει.

Είναι πολύ πρώιμο να εκτιμηθεί πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση στο εσωτερικό της Συρίας, με δεδομένα τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και επιδιώξεις των ενόπλων οργανώσεων που συμμάχησαν για την ανατροπή του Άσαντ. Ενδεικτικά αναφέρονται, ότι υπάρχουν σε αυτό τον άτυπο συνασπισμό τζιχαντιστικές ομάδες, άλλες που είναι σύμμαχοι της Τουρκίας, το Ισλαμικό Κράτος, οι Κούρδοι που στηρίζονται από τις ΗΠΑ, η παρουσία της Τουρκίας στις μεθοριακές «ζώνες ασφαλείας» που έχει δημιουργήσει, αρχής γενομένης από το 2016 και φυσικά του Ισραήλ στα υψώματα του Γκολάν.

Η Τουρκία ανεξαρτήτως των επιδιώξεων των διαφόρων εξωτερικώς εμπλακέντων στη συριακή κρίση, είχε και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον της για τις κουρδικές δυνάμεις του YPG, το οποίο θεωρεί ως τρομοκρατική οργάνωση και την άλλη πλευρά του νομίσματος του ΡΚΚ στη Συρία. Ειδικά, όταν αυτό έχει τη στήριξη και αποτελεί τον βασικό βραχίονα των ΗΠΑ στις επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και ελέγχει το 1/3 του εδάφους στη βορειοανατολική Συρία.

Ας σταθούμε στην περιοχή της Ιντλίμπ, η οποία υπήρξε η αφετηρία των προσφάτων επιχειρήσεων. Η Τουρκία είχε πάντοτε ειδικό ενδιαφέρον για την προστασία της συγκεκριμένης περιοχής, η οποία ήταν ένα «θερμοκήπιο –καταφύγιο» ενόπλων ισλαμιστικών οργανώσεων. Το πρόσχημα ήταν ότι αν ενεργούσαν οι δυνάμεις του Άσαντ με την υποστήριξη της Ρωσίας, για την εκκαθάρισή της, θα εδημιουργείτο ένα νέο κύμα προσφύγων προς την Τουρκία, το οποίο η ίδια δεν μπορούσε να αντέξει καθώς ήταν ήδη επιβαρυμένη με 3,5 εκατομμύρια και στη συνέχεια αυτό θα εκινείτο προς την Ευρώπη. Οι προσπάθειες του Άσαντ να ανακαταλάβει την περιοχή περί το τέλος Φεβρουαρίου 2020, έφεραν το συριακό στρατό και τους συμμάχους του σε σύγκρουση με την Τουρκία. Η Τουρκία ανέλαβε την επιχείρηση «Εαρινή Ασπίδα» και χρησιμοποίησε την αεροπορία, το πυροβολικό και έκαναν το ντεμπούτο τα τουρκικά drones, εναντίον συριακών στόχων. Ανακοινώθηκε από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ότι εξουδετερώθηκαν περί τους 100 συριακοί στόχοι, αριθμός σίγουρα μεγεθυμένος, ενώ υπήρξε απάντηση και από τις συριακές δυνάμεις.

Η Τουρκία για να καταδείξει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για τη συγκεκριμένη περιοχή και ασκήσει πιέσεις προς τη Δύση γενικότερα, παράλληλα με την επιχείρηση στη Συρία εκτόξευσε ασύμμετρη επίθεση με προσφυγικές ροές στην περιοχή του Έβρου. Αυτή αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς, από την Ελλάδα το Μάρτιο 2020, με την Ευρώπη όπως πάντα καθεύδουσα και εγχώριες και διεθνείς ΜΚΟ και οργανισμούς, να τυρβάζουν περί τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η σύγκρουση τερματίσθηκε με μια συμφωνία ανάμεσα σε Ερντογάν και Πούτιν, την 6 Μαρτίου 2020, στη Μόσχα, με την υιοθέτηση ζωνών και σημείων ασφαλείας και κοινών περιπολιών Ρωσίας και Τουρκίας. Μέτρα που ίσχυσαν μέχρι πριν την επίθεση της 27 Νοεμβρίου 2024. Η Τουρκία κατάφερε να διατηρήσει την Ιντλίμπ ως προστατευόμενο χώρο. Ο Άσαντ ήταν αρνητικός απέναντι σε αυτή τη συμφωνίαΣτην περιοχή της Ιντλίμπ είχε κυριαρχήσει η οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), πρώην Αλ Νούσρα, παράρτημα του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, με το οποίο όμως ήλθε σε σύγκρουση, έλαβε εθνικιστικό χαρακτήρα και ασκούσε και κυβερνητικό ρόλο.

Παράλληλα, υπήρχαν και άλλες οργανώσεις. Στο χώρο αυτό η Τουρκία δημιούργησε μια σφαίρα επιρροής με την παροχή οπλισμού, υλικών, χρηματοδότησης και μισθοδοσίας στελεχών των οργανώσεων και παροχής προστασίας των οικογενειών τους, υγειονομικής περίθαλψης στο τουρκικό έδαφος και άλλα. Πρακτικά, διαμόρφωσε μια περιοχή συγκροτήσεως και προπαρασκευής δυνάμεων όπως επίσης και έναν ασφαλή χώρο εξορμήσεως για επιχειρήσεις.

Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφική γειτνίαση, ακολουθώντας τακτικές διαίρει και βασίλευε και παραμερίζοντας τις ιδεολογικές διαφορές επέτυχε να ασκεί έλεγχο στην περιοχή. Εν προκειμένω η Ταχρίρ αλ Σαμ δεν είναι ελεγχόμενη από την Τουρκία, έχει έλθει δε σε σύγκρουση και με φιλοτουρκικές οργανώσεις, όμως είναι δυνατή η συνεργασία μεταξύ τους, στα βάση κοινών στόχων, όπως εν προκειμένω η ανατροπή του Άσαντ.

Η Τουρκία τον τελευταίο καιρό επιχείρησε να προσεγγίσει τον Άσαντ για να δοθεί λύση στη Συρία, σε μια «πραγματιστική» βάση, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τα τουρκικά συμφέροντα. Αυτός αρνήθηκε και δήλωσε ότι δεν μπορούν να αρχίσουν συνομιλίες, χωρίς να αποσυρθούν οι τουρκικές δυνάμεις από το συριακό έδαφος και να πάψει η υποστήριξη της Τουρκίας προς οργανώσεις που αποσκοπούν στην ανατροπή του.

Καθώς η τακτική αυτή δεν απέδωσε, όταν η Τουρκία είδε την αδυναμία του Άσαντ, αλλά και των συμμάχων του, έδωσε το πράσινο φώς για την έναρξη της επιθέσεως, την επομένη της εφαρμογής της συμφωνίας του Ισραήλ με τη Χεζμπολάχ. Η επιχείρηση εξελίχθηκε πολύ καλύτερα και από τις πλέον ευνοϊκές εκτιμήσεις και έτσι η Τουρκία διαδραματίζει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο. Και φυσικά δεν χάνει το βασικό της στόχο, τους Κούρδους.

Εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας και τη συγκεχυμένη κατάσταση που επικρατεί, ενώ είναι σε εξέλιξη η κατάληψη της Δαμασκού, φιλοτουρκικές οργανώσεις επιτίθενται παράλληλα, εναντίον των κουρδικών δυνάμεων του YPG στην επαρχία Μανμπίτζ, δυτικά του Ευφράτη και είναι στα πρόθυρα να καταλάβουν και την ομώνυμη πόλη. Φαίνεται ότι η Τουρκία έχει επιλέξει να επιτύχει την ασφάλεια των νοτίων συνόρων της με την ένοπλη ισχύ. Βέβαια, αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο πυροδοτήσεως ενός νέου εμφυλίου πολέμου.

Ερωτηματικό αποτελεί η δήλωση του Τράμπ να μην επέμβουν οι ΗΠΑ στη Συρία, καθώς δεν είναι δικός τους πόλεμος. Εννοεί, ότι θα πάψουν να στηρίζουν και τους Κούρδους συμμάχους τους, τους οποίους είχε εγκαταλείψει με το περίφημο τουίτερ το 2018, για απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τα τουρκοσυριακά σύνορα, την οποία δικαιολόγησε, γιατί οι Κούρδοι δεν βοήθησαν τις ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην απόβαση της Νορμανδίας, προκαλώντας την παραίτηση του τότε υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ, Στρατηγού Μάτις;

Είναι η ανακοίνωση μιας πολιτικής απομονωτισμού ή μια αποδοχή ότι πάμε σε ένα πολυπολικό κόσμο και θα αφεθούν οι περιφερειακοί «παίκτες» να διαχειρισθούν τα ζητήματα ασφαλείας; Οψόμεθα.

Δεν είναι πρωτότυπο να αναφερθούμε στην εκκωφαντική ευρωπαϊκή σιωπή. Απλώς να υπενθυμίσουμε ότι οι Κούρδοι της Συρίας κρατούν ως αιχμάλωτους, πολλές χιλιάδες τζιχαντιστές, πολίτες ευρωπαϊκών χωρών, τους οποίους αυτές δεν επιθυμούν να δεχθούν στο έδαφός τους.

Το Ισραήλ είναι ο άλλος μεγάλος κερδισμένος αυτών των εξελίξεων, καθώς απηλλάγη του Άσαντ χωρίς να εμπλακεί, ενώ δεν φαίνεται να έχει ορατό ρόλο στις εξελίξεις, πλην όμως έχει εκφράσει τη στήριξή του προς τους Κούρδους. Κανένας δεν ξέρει ποια θα είναι η στάση και η συμπεριφορά του νέου καθεστώτος που θα επικρατήσει στη Συρία προς το Ισραήλ. Ωστόσο, λόγω της ασταθούς καταστάσεως ενισχύει τις δυνάμεις του στρατού του προς τα βόρεια σύνορά του. Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει ετοιμότητα να αντιμετωπίσει τις αναμενόμενες προσφυγικές ροές, ενώ παράλληλα θα πρέπει να στηρίξει και την ασφάλεια των χριστιανικών πληθυσμών στη Συρία.

Με μια πρώτη ανάγνωση, η Τουρκία και ο πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται να αναδύονται σε πρωταγωνιστικό ρόλο και φυσικά να έχουν τη φιλοδοξία να καταστούν ο προνομιακός συνομιλητής, διαμεσολαβητής προς κάθε κατεύθυνση αν όχι και ο ρυθμιστής των εξελίξεων.

Είναι όμως η Τουρκία μέρος της λύσεως του προβλήματος; Αν η Τουρκία θέσει στην πρώτη γραμμή αποκλειστικά και μόνο τα δικά της συμφέροντα και στόχους, όπως συνήθως κάνει, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να πιστωθεί αυτό το ρόλο. Επίσης, θα κριθεί από τη δυνατότητά της να διαχειρισθεί τις καταστάσεις ώστε να επιτευχθεί σταθερότητα στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή, καθώς η ρήση ότι σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, χωρίς τη Συρία δεν είναι εφικτή, μάλλον δεν έχει χάσει την αξία της, ακόμη.

Όμως σε ένα τόσο ρευστό και εύθραυστο περιβάλλον όπου οι συμμαχίες, οι αντιπαλότητες και οι ρόλοι, εναλλάσσονται με ταχύτατους ρυθμούς απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, υπομονή και πάνω από όλα επαγρύπνηση. Η νέα ισορροπία ισχύος και αυτός που θα αναδειχθεί ως εξισορροπητής θα κριθεί από την ικανότητά του να επηρεάσει θετικά τις εξελίξεις και να επιφέρει καταρχήν σταθερότητα στη Συρία. Τελικά, ο Άσαντ και ειδικά ο Πούτιν θα πρέπει να έχουν μετανιώσει πικρά γιατί το 2020 δεν εκκαθάρισαν την περιοχή της Ινλίμπ, υποκύπτοντας στις πιέσεις του Ερντογάν, ο οποίος όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία επέφερε στρατηγικό πλήγμα και στους δύο. Δυστυχώς, τα στρατηγικά σφάλματα έχουν καταλυτικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις, δύσκολα δε επανορθώνονται.

* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α – Επίτιμος Α/ΓΕΣ