Η ανασύσταση των σχέσεων με την Ευρώπη αποτέλεσε έναν βασικό στόχο του Τζο Μπάιντεν, έπειτα από την καταστροφική προεδρία Τραμπ σε αυτό τον τομέα. Βέβαια, αν κι ο Λευκός Οίκος είχε ξεκινήσει δυναμικά την προεδρία του και υπήρχε ανταπόκριση από την άλλη πλευρά, τα αποτελέσματα δεν ήταν σε καμιά περίπτωση εντυπωσιακά. Η δημόσια διαμάχη με το Παρίσι για τα εξοπλιστικά προγράμματα καθώς κι η αμφιθυμία του Βερολίνου για τα ενεργειακά το έδειχνε ξεκάθαρα.
Η ολομέτωπη εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία άλλαξε ριζικά τα δεδομένα ωστόσο. Χαρακτηριστικές ήταν οι δεύτερες σκέψεις που είχε ο Τζο Μπάιντεν, σε σχέση με το ενδεχόμενο μίας περιορισμένης ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, που θα διακινδύνευε τη συνοχή της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ρωσική εισβολή διευκόλυνε τις διεργασίες στο δυτικό στρατόπεδο, αν και βέβαια η τραγική ανθρωπιστική κρίση και οι μεγάλες απώλειες αμάχων έχουν θέσει νέα ζητήματα διεθνώς πλέον.
Καθώς οι ρωσικές απειλές για χρήση όπλων μαζικής καταστροφής παραμένουν, το αμερικανικό επιτελείο θα θέσει στο τραπέζι τα σχέδια έκτακτης ανάγκης για πιθανή ρωσική χρήση χημικών όπλων. Ταυτόχρονα, θα συζητηθεί ξανά το σενάριο αποστολής νέων αμερικανικών δυνάμεων, που θα έχει τόσο συμβολικό όσο και πρακτικό αντίκτυπο για την Ουάσιγκτον.
Παρά τα μεγάλα άλματα που έχει πραγματοποιήσει η Ευρώπη, ο Μπάιντεν θέλει να χρησιμοποιήσει την επίσκεψη, ώστε να άρει κάποιες επιφυλάξεις των Ευρωπαίων για περισσότερα βήματα στις κυρώσεις. Όσο εκτεταμένες κι αν είναι οι κυρώσεις εναντίον του Κρεμλίνου, χρειάζεται χρόνος για να αποδώσουν καρπούς κι η αποτελεσματικότητα τους αμφισβητείται απέναντι στους βομβαρδισμούς και τη σκληρή ισχύ των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Πάντως ο Μπάιντεν αναμένεται να ανακοινώσει αύριο νέες κυρώσεις εναντίον Ρώσων πολιτικών και ολιγαρχών, ώστε να δώσει τον τόνο για την επόμενη ημέρα.
Το ζήτημα της της ενέργειας είναι βέβαια ο νούμερο ένα στόχος, καθώς τα δεδομένα είναι διαφορετικά στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Έχοντας πλούσιους φυσικούς πόρους, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ανταπεξέλθουν στην απομόνωση της ρωσικής οικονομίας και μπορεί να εξετάζεται θετικά σε ορισμένα μέρη των αμερικανικών ελίτ. Αντίθετα, στην Ευρώπη το αυξημένο κόστος της ενέργειας και οι συνεπακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, ωθούν σε απροθυμία για επέκταση των κυρώσεων, όσον αφορά στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Κατά πόσο θα καταφέρει ο Λευκός Οίκος να αξιοποίησει την απαίτηση του Βλαντίμιρ Πούτιν για πληρωμή του φυσικού αερίου σε ρούβλια, η οποία ωστόσο δεν έγινε δεκτή από τη Γερμανία και την Ιταλία, μένει να αποδειχθεί.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον δεν έχει βρει την αναμενόμενη υποστήριξη διεθνώς στα σχέδια της για την ενεργειακή απομόνωση της Ρωσίας. Κατά συνέπεια, ο Μπάιντεν θέλει να θέσει επί τάπητος νέους τρόπους για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης, συμπεριλαμβανόμενου της αύξησης μεταφοράς αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Στο πίσω μέρος του μυαλού του Αμερικανού προέδρου βρίσκεται πάντα η Κίνα, καθώς στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, συζητείται ευρέως, πως αποτελεί τον βασικό κίνδυνο μακροπρόθεσμα, λόγω και της διακριτικής, προς το παρών, υποστήριξης της προς τη Ρωσία. Αντίθετα στην Ευρώπη, η Κίνα αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν εταίρος, παρά σαν στρατηγικός αντίπαλος. Χαρακτηριστικό είναι πως στο Παρίσι για παράδειγμα δεν θεωρείται δεδομένο πως η Κίνα θα συνεχίσει να βρίσκεται στο πλευρό της Ρωσίας το επόμενο διάστημα. Για την Ουάσιγκτον, θεωρείται σημαντικό ωστόσο να μεταδώσει στην Ευρώπη τον δικό της τρόπο σκέψης απέναντι στο Πεκίνο.