Πέντε φορές στη μεταπολεμική Ιστορία της Γερμανίας έχει τεθεί ζήτημα ψήφου εμπιστοσύνης και η τελευταία ήταν από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2005 για να οδηγήσει στην έλευση της Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία με τη νίκη της στις πρόωρες εκλογές που ακολούθησαν. Δεκαέξι χρόνια μετά, το 2021, ήταν ο Όλαφ Σολτς που ανέλαβε να ηγηθεί το πέρασμα στη μετά Μέρκελ εποχή με την ιστορική επάνοδο των Σοσιαλδημοκρατών στην πολιτική σκηνή.
Σήμερα, και έχοντας ηγηθεί μίας κυβέρνησης συνασπισμού σχεδόν σε μόνιμη κρίση από την πρώτη ημέρα της σύστασής της, ο Όλαφ Σολτς θα ζητήσει, και θα χάσει, την ψήφο εμπιστοσύνης της Μπούντεσταγκ στο πλαίσιο της προβλεπόμενης συνταγματικής διαδικασίας για να ανοίξει επίσημα ο δρόμος για την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες που έχει ήδη οριστεί με διακομματική συναίνεση για τις 23 Φεβρουαρίου.
Η τρέχουσα δημοσκοπική εικόνα θέλει την Χριστιανοδημοκρατική/Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CDU/CSU) να επανέρχεται στην εξουσία με τον Φρίντριχ Μερτς στην καγκελαρία και τους Σοσιαλδημοκράτες πιθανότατα σε ρόλο ελάσσονος εταίρου, εξαιρετικά αποδυναμωμένου ωστόσο σε σύγκριση με το παρελθόν και σε ένα εντελώς διαφορετικό και κατακερματισμένο συγκριτικά με προ τριετίας πολιτικό τοπίο, στο οποίο «επελαύνει» η εθνικολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Αναμενόμενος μεν δεδομένης της εμπειρίας των ευρωεκλογών και των κρατιδιακών εκλογών σε Σαξονία και Θουριγγία, αλλά σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά ισχυρός θα είναι τόσο για το Βερολίνο, όσο και για την Ευρώπη, ο «σεισμός» της πρόωρης γερμανικής κάλπης εφόσον η AfD αναδειχθεί πράγματι δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη για πρώτη φορά σε γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία «κατεβαίνει» με υποψήφια καγκελάριο την Αλίς Βάιντελ.
Η άνοδος της Άκρας Δεξιάς, αλλά και της λαϊκιστικής Συμμαχία της Ζάρα Βάγκενγκνεχτ, αποτελεί πρόκληση για τα δύο κυρίαρχα κόμματα σε μία αναμέτρηση τα αποτελέσματα της οποίας δεν θα διαμορφώσουν μόνο τις εσωτερικές πολιτικές της Γερμανίας, αλλά θα επηρεάσουν και τον ρόλο της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν μέσω των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων. Οι κάλπες της 23ης Φεβρουαρίου είναι μία κομβική στιγμή στο γερμανικό πολιτικό τοπίο, αντανακλώντας τόσο την άμεση ανάγκη για σταθερότητα όσο και τις ευρύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη.
Η επιστροφή σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» μπορεί να έλθει να προσφέρει σταθερότητα, πάντως ο αντίκτυπος της προδιαγραφόμενης επίδοσης της AfD θα είναι βαρύς για την Ευρώπη δίνοντας «πόντους» σε ακροδεξιές και φιλορωσικές δυνάμεις, ενώ η η ενισχυμένη παρουσία τόσο της Άκρας Δεξιάς, όσο και της Συμμαχίας Βάγκενγκνεχτ, στη Μπούντεσταγκ θα μπορούσε να ωθήσει τους Χριστιανοδημοκράτες προς πιο συντηρητικές πολιτικές σε ζητήματα όπως η μετανάστευση.
Οι Χριστιανοδημοκράτες και το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας (CDU/CSU) βρίσκονται σταθερά στην πρώτη θέση στον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων με ποσοστό 32,6%. Ακολουθεί η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) με 17,9% αφήνοντας πίσω της τους Σοσιαλδημοκράτες που κυμαίνονται στο 16%. Ακολουθούν οι Πράσινοι με 12,7%, η Συμμαχία της Ζάρα Βάγκενγκνεχτ με 6,1% και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) με 4,1%. Δεδομένης της επισφαλούς θέσης του FDP -κάτω από το όριο του 5% που απαιτείται για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση- η ένωση CDU/CSU ενδέχεται να χρειαστεί να βασιστεί σε συμμαχία με το SPD ή ενδεχομένως και τους Πράσινους, ανάλογα με τις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις.
Οι γερμανικές εκλογές συμπίπτουν με την αλλαγή του πολιτικού τοπίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία. Η Γερμανία θα βρίσκεται μεσούσης της προεκλογικής περιόδου όταν θα ορκίζεται ο Τραμπ στην προεδρία την 20ή Ιανουαρίου. Τα μηνύματα που έχει εκπέμψει ο εκλεγμένος Αμερικανός πρόεδρος ιδίως ως προς το Ουκρανικό μπορεί να υποχρεώσουν τους Γερμανούς πολιτικούς να αποσαφηνίσουν τις θέσεις τους για την Ουκρανία κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Η ενδιάμεση περίοδος πριν από τις εκλογές, σε συνδυασμό με πολιτική αστάθεια στη Γαλλία, μπορεί να δημιουργήσει κενό ηγεσίας στην Ευρώπη όσον αφορά την υποστήριξη της Ουκρανίας. Αναλυτές προειδοποιούν ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη βοήθεια μέχρι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο, αποδυναμώνοντας ενδεχομένως το ρόλο της Γερμανίας ως βασικού υποστηρικτή του Κιέβου κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου.
Η κυβέρνηση στα χρώματα του «φωτεινού σηματοδότη» μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Φιλελεύθερων (FDP) και Πρασίνων άντεξε μετά βίας μία τριετία για να καταρρεύσει εν τέλει τον περασμένο μήνα λόγω διαφωνιών για τη δημοσιονομική πολιτική εν μέσω οικονομικής στασιμότητας. Οι επιπλέον στρατιωτικές δαπάνες που είχε ζητήσει ο Όλαφ Σολτς, και απέρριψε ο υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Σε ένα δηλητηριώδες σκηνικό κατέληξε για τον Σολτς μονόδρομος η αποπομπή Λίντνερ, που έφερε και την «έξοδο» των Φιλελεύθερων από το κυβερνητικό σχήμα.
Το προδιαγεγραμμένο τέλος της κυβέρνησης συνασπισμού ήλθε μάλλον στο χειρότερο δυνατό timing για την Ευρώπη όταν βρίσκεται σε σημείο καμπής και έχει ανάγκη ισχυρής ηγεσίας, και αντίθετα «βλέπει» αμφότερες τη Γερμανία και τη Γαλλία σε πολιτική και οικονομική περιδίνηση. Η συνεννόηση των μεγάλων γερμανικών πολιτικών δυνάμεων στο χρονοδιάγραμμα της 23ης Φεβρουαρίου ήλθε ακριβώς προς αποκατάσταση της σταθερής διακυβέρνησης και για την απομάκρυνση του πέπλου αβεβαιότητας. Ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ εξέφρασε την υποστήριξή του στο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, τονίζοντας την ανάγκη για μια αποφασιστική κυβέρνηση ικανή να αντιμετωπίσει τα πιεστικά εθνικά ζητήματα.
Εντός 48 ωρών αφότου χάσει τη σημερινή ψήφο εμπιστοσύνης, ο Όλαφ Σολτς θα μπορεί να ζητήσει επισήμως από τον πρόεδρο Σταϊνμάιερ τη διάλυση της Βουλής. Ο πρόεδρος εκ του θεσμικού του ρόλου θα λάβει τη σχετική απόφαση για τη διάλυση της Μπούντεσταγκ εντός 21 ημερών και κατόπιν αυτού θα πρέπει να διεξαχθούν βάσει του Συντάγματος πρόωρες εκλογές εντός 60 ημερών -την 23η Φεβρουαρίου όπως έχει ήδη προαποφασιστεί.
Η αρχική προτίμηση του Όλαφ Σολτς ήταν να καθυστερήσουν οι εκλογές μέχρι τα μέσα Μαρτίου, ώστε να υπάρξει περισσότερος χρόνος προετοιμασίας, ωστόσο, η αυξανόμενη πίεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το κοινό αίσθημα υπέρ μιας πρόωρης κάλπης οδήγησαν στην επιλογή της ημερομηνίας του Φεβρουαρίου. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις έχουν καταδείξει ότι περίπου τα δύο τρίτα των Γερμανών ψηφοφόρων υποστηρίζουν την άμεση διεξαγωγή εκλογών.