Οι σοροί 757 Ουκρανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν σε μάχες επιστράφηκαν από τη Ρωσία στην Ουκρανία, ανακοίνωσε την Παρασκευή (14/02) το Κίεβο, τρεις εβδομάδες μετά από μια πανομοιότυπη ανταλλαγή της ίδιας κλίμακας.
Ειδικότερα, η ανταλλαγή σορών στρατιωτικών και αιχμαλώτων πολέμου είναι ένας από τους λίγους τομείς συνεργασίας μεταξύ Μόσχας και Κιέβου από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
«Οι σοροί 757 πεσόντων Ουκρανών υπερασπιστών επέστρεψαν στην Ουκρανία», ανέφερε το Συντονιστικό Αρχηγείο για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου με ανακοίνωση του στην εφαρμογή Telegram.
Ορισμένες από τις σορούς επέστρεψαν από τις ανατολικές περιοχές του Ντονέτσκ, όπου διεξάγονται οι σφοδρότερες μάχες, ιδίως γύρω από την πόλη των μεταλλείων Ποκρόβσκ.
Υπενθυμίζεται ότι, τον περασμένο Ιανουάριο, η Ουκρανία ανακοίνωσε επίσης ότι είχε παραλάβει τις σορούς 757 πεσόντων στρατιωτών της.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι ισχυρίστηκε στις αρχές Φεβρουαρίου ότι 45.100 στρατιώτες του έχουν σκοτωθεί και περίπου 370.000 τραυματιστεί.
Η Ρωσία δεν αποκαλύπτει τις απώλειές της στην Ουκρανία. Ο ανεξάρτητος ιστότοπος Mediazona και η ρωσική υπηρεσία του BBC λένε ότι μέχρι στιγμής έχουν ταυτοποιήσει περίπου 91.000 Ρώσους στρατιωτικούς που σκοτώθηκαν αντλώντας τα στοιχεία τους από ανοιχτές πηγές.
Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών: Η Ρωσία αναπληρώνει καλύτερα από την Ουκρανία τις απώλειες της
Ωστόσο, σημειώνεται ότι η Ρωσία έχασε 1.400 άρματα μάχης μόνο τον τελευταίο χρόνο στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει τις απώλειες και δεν έχει χάσει τόσους άνδρες όσο το Κίεβο, ανακοίνωσε την Τρίτη (12/02) ένας κορυφαίος οργανισμός ερευνών ασφαλείας.
Και οι δύο πλευρές υφίστανται βαρύτατο φόρο αίματος έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια πολέμου, αλλά η ρωσική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική και τα αποθέματα τεθωρακισμένων και πυροβολικού της σοβιετικής εποχής τη βοηθούν να κρατήσει τον ρυθμό της μέχρι στιγμής, ανέφερε το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών.
Ακόμα σημειώνει ότι η Ρωσία έχει ακόμα ό,τι χρειάζεται για να πολεμήσει στην Ουκρανία για τουλάχιστον ένα χρόνο και διατηρεί την πρωτοβουλία στο πεδίο της μάχης, αλλά αγωνίζεται να αντικαταστήσει τα κατεστραμμένα τανκς της, δήλωσαν ειδικοί σε κορυφαίο ερευνητικό οργανισμό ασφαλείας την Τετάρτη.
«Ενώ η Ρωσία μπορεί επί του παρόντος να συντηρήσει την επάνδρωση των δυνάμεών της, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ουκρανία, η οποία γενικά κρατά μυστικά τα στοιχεία των απωλειών της, έχει υποστεί σοβαρή απώλεια του προσωπικού της», ανέφερε το IISS στην ετήσια έκθεσή του για τη Στρατιωτική Ισορροπία των διεθνών στρατών.
Η Ουκρανία «αντιμετωπίζει προκλήσεις στη διαχείριση των δυνάμεων - με πολλές χερσαίες μονάδες να υπολείπονται σε δύναμη», ανέφερε το IISS σε παρατηρήσεις που έγιναν μία ημέρα αφότου το υπουργείο Άμυνας της Ουκρανίας ξεκίνησε εκστρατεία στρατολόγησης για να προσελκύσει νέους ηλικίας 18 έως 24 ετών για μια μονοετή στρατιωτική θητεία.
Οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν διατηρήσει την πίεση στη Ρωσία, περιορίζοντας τον άλλοτε τρομερό στόλο της στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά ενώ έχει λάβει προηγμένο δυτικό εξοπλισμό, αυτός «δεν ήταν πάντα στον όγκο ή με την ελευθερία δράσης που θα ήθελε το Κίεβο», υπογραμμίζει το IISS.
Τα στοιχεία του IISS δείχνουν ότι η Ρωσία έχει πλέον χάσει 4.400 άρματα μάχης από την εισβολή των δυνάμεών της τον Φεβρουάριο του 2022, ανταλλάσσοντας την ποιότητα με την ποσότητα, καθώς αξιοποίησε τον οπλισμό που είχε αποθηκεύσει από τη δεκαετία του '60.
«Ο εναπομείναντας εξοπλισμός που έχει αποθηκευτεί θα μπορέσει να επιτρέψει στη Ρωσία να διατηρήσει τον τρέχοντα ρυθμό απωλειών βραχυπρόθεσμα, αλλά ένας σημαντικός αριθμός αυτών των πλατφορμών θα απαιτούσε βαθιά και δαπανηρή ανακαίνιση», ανέφερε η έκθεση.
Ο πόλεμος έχει γίνει ο πρωταρχικός σκοπός της κυβέρνησης του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, η οποία εξασφαλίζει ότι ο ρυθμός και η κλίμακά του δεν θα επιβαρύνουν την εσωτερική σταθερότητα ούτε θα σκλήρυναν την αποφασιστικότητα της Δύσης, ανέφερε η έκθεση.
«Όμως, οι δυσκολίες που επιβάλλουν ένας μεγάλος πόλεμος και αυστηρές κυρώσεις είναι επί του παρόντος χρόνιες και σωρευτικές, όχι οξείες και κρίσιμες», σημείωσε το IISS.