Ουκρανία: Τα όπλα φαίνεται να υποχωρούν μπροστά στην πολιτική
Shutterstock
Shutterstock

Ουκρανία: Τα όπλα φαίνεται να υποχωρούν μπροστά στην πολιτική

Ο πόλεμος είναι πράξη πολιτική. Και μόνο αυτή η φράση, από την πραγματεία του Περί Πολέμου, θα κατέτασσε τον Κλαούζεβιτς αναμφισβήτητα στους κορυφαίους διανοητές του κόσμου. Όμως το βαρόμετρο της εξελίξεως και της εκβάσεως ενός πολέμου είναι τα αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο πεδίο της μάχης και η θέληση ενός έθνους να διεξαγάγει τον πόλεμο, έχοντας βέβαια τα απαραίτητα μέσα και δυνατότητες. Αυτά σηματοδοτούν την πορεία της συγκρούσεως, προκαλούν προβληματισμούς και επαναπροσεγγίσεις της καταστάσεως, ενώ πυροδοτούν παράλληλες ενέργειες και δράσεις σε διάφορα πεδία όπως στο πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πληροφοριακό.   

Τα ανωτέρω έχουν αναντίρρητα πλήρη εφαρμογή και στην Ουκρανία. Μετά από είκοσι μήνες επιχειρήσεων, ο πόλεμος έχει φθάσει σε μια κρίσιμη καμπή του, καθώς η πολυαναμενόμενη και πολυδιαφημισμένη εαρινή ουκρανική αντεπίθεση (επίθεση στην πραγματικότητα), η οποία τελικά εξελίχθηκε σε  θερινή, δεν έχει μέχρι τώρα αποδώσει τα ανάλογα εντυπωσιακά αποτελέσματα με αυτή του φθινοπώρου 2022 (ανακατάληψη Χερσώνας, Χαρκόβου και σημαντικών εκτάσεων στη ΒΑ Ουκρανία).

Παρά την σημαντικότατη οικονομική υποστήριξη της Ουκρανίας, την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της με σύγχρονα και υψηλής τεχνολογίας οπλικά συστήματα από τη Δύση και τις θυσίες του λαού και των μαχομένων,  η ανακατάληψη ουκρανικού εδάφους κατεχομένου από τις ρωσικές δυνάμεις είναι μηδαμινή. Επίσης, η απειλή ή η κατάληψη ζωτικών περιοχών για την ρωσική άμυνα (π.χ. Κριμαία, διάσπαση νότιου χερσαίου άξονα Ρωσίας - Κριμαίας κτλ),  τα οποία είναι δυνατόν να φέρουν τη Ρωσία σε μειονεκτική  θέση και να την οδηγήσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν είναι ορατά μέχρι τώρα. Επίσης, η δυναμική και οι προοπτικές των ουκρανικών επιχειρήσεων με τα τρέχοντα δεδομένα δεν φαίνεται να είναι θετικές. 

Έτσι στο δυτικό στρατόπεδο έχει αρχίσει κριτική για τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων από τις ουκρανικές δυνάμεις και ερωτηματικά για το χρονικό ορίζοντα, την ποιότητα, αλλά και την έκταση της δυτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, όπως επίσης για τα όρια της  υποστηρίξεως της δυτικής κοινής γνώμης στην συγκεκριμένη πολιτική, δηλαδή την στρατιωτική ανατροπή των ρωσικών αποτελεσμάτων, τα οποία αντικατοπτρίζονται με την κατοχή και τον έλεγχο περίπου του 20% του εδάφους της Ουκρανίας.  

Το σημαντικότερο όμως ερωτηματικό παραμένει ο επιδιωκόμενος στρατηγικός στόχος, καθώς τα μέχρι τώρα αποτελέσματα στο πεδίο  δεν μπορούν να υποστηρίξουν κάτι ευνοϊκό για τις ουκρανικές επιδιώξεις, αλλά και ικανό για τη Δύση να διακηρύξει νίκη.  Το κλίμα αυτό το οποίο υφέρπει τον τελευταίο καιρό δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί, ούτε με την προβολή από τα δυτικά μέσα επικοινωνίας των ουκρανικών προσβολών εναντίον στρατιωτικών και μη στόχων, ακόμη και στο βάθος του ρωσικού εδάφους (Μόσχα κτλ).  Αυτές μπορεί να εντυπωσιάζουν, σε καμία όμως περίπτωση δεν επηρεάζουν ούτε τη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, ούτε τη βούλησή της να συνεχίσει τον πόλεμο, ούτε το βασικότερο την κατοχή του ουκρανικού εδάφους που έχει επιτύχει.

Τα παραπάνω, αναμφισβήτητα επηρεάζουν και την ουκρανική πολιτική ηγεσία η οποία βλέπει κατάματα τις δυσκολίες του εγχειρήματος της απωθήσεως των ρωσικών δυνάμεων από το ουκρανικό έδαφος και αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος, ούτε θα είναι σύμμαχός της επ’ αόριστον. Αυτό εξωτερικεύτηκε με τρόπο άκομψο από τον Υπουργό Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντμίτρο Κουλέμπα, δίπλα στον Υπουργό Εξωτερικών της Ισπανίας, την Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023, όταν απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους κατά την άτυπη συνάντηση των υπουργών εξωτερικών της ΕΕ στο Τολέδο της Ισπανίας, στην οποία ήταν προσκεκλημένος, δήλωσε εκνευρισμένος: «Οι επικρίσεις για τον αργό ρυθμό της αντεπίθεσης ισοδυναμούν … με φτύσιμο στο πρόσωπο του ουκρανού στρατιώτη που θυσιάζει καθημερινά τη ζωή του, προελαύνοντας και απελευθερώνοντας το ένα τετραγωνικό μέτρο του ουκρανικού εδάφους μετά το άλλο. Θα συνιστούσα σε όλους τους επικριτές να το βουλώσουν και ας έλθουν στην Ουκρανία και ας προσπαθήσουν να απελευθερώσουν ένα τετραγωνικό εκατοστό μόνοι τους».

Η δήλωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν κινείται στο πλαίσιο διαχειρίσεως του πολέμου, δηλαδή αυτού το οποίο διαμορφώνει την κατάσταση και τις εξελίξεις,  αλλά έχει διολισθήσει καθαρά στο συναισθηματικό πεδίο. Πρώτον, οι απώλειες τίθενται ως η θεμελιώδης παράμετρος της όποιας αξιολογήσεως, ενώ γίνονται εμμέσως αποδεκτές οι μεγάλες απώλειες προσωπικού τις οποίες έχει υποστεί η Ουκρανία,  δεύτερον,  ομολογούνται τα περιορισμένα αποτέλεσμα στο έδαφος, τρίτον, καλείται ο δυτικός κόσμος να εμπλακεί με δικές του στρατιωτικές δυνάμεις στον πόλεμο και τέλος, ζητείται επιτακτικά η ασυλία κριτικής προς τις ουκρανικές ενέργειες και αποτελέσματα. 

Οι απώλειες είναι κρίσιμος παράγοντας για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, έχουν επιπτώσεις στην μαχητική ισχύ της δυνάμεως, στη συνέχιση των επιχειρήσεων και στην εθνική βούληση έναντι του πολέμου, ενώ αντιπροσωπεύουν το πνεύμα θυσίας του λαού. Όμως οι απώλειες αυτές καθεαυτές σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν το κριτήριο της επιτυχίας ή της αποτυχίας, της νίκης ή της ήττας στο πεδίο της μάχης. Η επέμβαση δυτικών δυνάμεων στον πόλεμο της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε κλιμάκωση της συγκρούσεως, με χρησιμοποίηση ακόμη και όπλων μαζικής καταστροφής από τη Ρωσία και της διευρύνσεώς της πιθανότατα σε παγκόσμιο πόλεμο. Οι εκκλήσεις και παροτρύνσεις της Ουκρανίας για δυτική εμπλοκή στον πόλεμο απαιτούν πολύ προσεκτική και σώφρονα σκέψη, καθώς ολόκληρη η Ευρώπη θα μετατραπεί σε νόμιμο στόχο ρώσικων προσβολών, σε πρώτη φάση δια συμβατικών όπλων και σε δεύτερη δια  όπλων μαζικής καταστροφής.

Φυσικά, θα υπάρξει αντίστοιχη δυτική ανταπόδοση σε όλο το πλάτος και το βάθος του ρωσικού εδάφους, με αποτελέσματα όπως είναι φυσικό ανεξέλεγκτα. Αυτά λίγο ως πολύ είναι κατανοητά από όλους του εμπλεκομένους. Το κέντρο βάρους όμως της δηλώσεως του ουκρανού Υπουργού Εξωτερικών είναι «να το βουλώσουν» οι επικριτές των ουκρανικών επιχειρήσεων. Κάποιοι θα αναρωτηθούν, γιατί τόση οξύτητα προς αυτούς οι οποίοι έχουν υποστηρίξει και συνεχίζουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία, έχουν χειροκροτήσει και προβάλλει τις ουκρανικές επιτυχίες, όταν ασκούν κριτική, δεν έχει σημασία δικαιολογημένη ή υπερβολική, στις ουκρανικές αδυναμίες; Η απάντηση είναι απλή, γιατί θέτουν το κομβικό ερώτημα αφού δεν υπάρχουν ουσιαστικά αποτελέσματα, πως μπορεί να τελειώσει αυτός ο πόλεμος; Η αναφορά σε διαπραγματεύσεις και διπλωματική επίλυση του πολέμου είναι λέξεις ταμπού για το κύρος, την αξιοπιστία, αλλά το κυριότερο για την επιβίωση της ουκρανικής πολιτικής  ηγεσίας, στην «επόμενη ημέρα».

Ωστόσο, όσο και αν η ουκρανική ηγεσία προσπαθεί να εξορκίσει την «επόμενη ημέρα», αυτή έχει ήδη αρχίσει. Η ειρηνευτική πρόταση του προέδρου Ζελένσκι, η οποία είδε το φως τον περασμένο Νοέμβριο και απορρίφθηκε άμεσα από τη Ρωσία, επανέρχεται στο προσκήνιο μέσα από ένα ευρύτερο πλαίσιο, μια παγκόσμια σύνοδο ειρήνης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι όροι της μπορεί να παρουσιάζονται αμετάβλητοι, όμως με την είσοδο σε μια διαδικασία διαπραγματεύσεως, δεν θα είναι πλέον γραμμένοι σε πέτρα, αλλά θα τεθούν στη βάσανο του διαλόγου, της αναπροσαρμογής και της υποχωρήσεως.

Επίσης, η αντικατάσταση του Υπουργού Αμύνης της Ουκρανίας, ο οποίος έφερε το βάρος του πολέμου μέχρι σήμερα και της αναδιοργανώσεως και της  προσαρμογής των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων στη δυτική υποστήριξη,  για φαινόμενα διαφθοράς στο υπουργείο του τα οποία δεν μπόρεσε να ελέγξει, όπως λέγεται, από έναν τεχνοκράτη που έχει διαπραγματευθεί με τους ρώσους το διάδρομο των σιτηρών, εκπέμπει μάλλον το μήνυμα ότι εκτός από την άκαμπτη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής ισχύος εισέρχεται στην εξίσωση και ο διάλογος.

Συνοψίζοντας, καθώς η χρησιμοποίηση των όπλων από την Ουκρανία για την αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της ρωσικής επιθέσεως δεν φαίνεται υπό τις παρούσες συνθήκες να αποδίδει τα αναμενόμενα, δειλά δειλά, αρχίζουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο η διπλωματία και η πολιτική, προκειμένου να δοκιμάσουν και αυτές τις δυνάμεις τους και να δώσουν λύση στον πόλεμο. Φυσικά, δεν θα διακοπούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, όλα θα δουλεύουν παράλληλα, με ανάλογη ένταση το καθένα, μέχρι να βρεθεί η λύση. Για να επανέλθουμε από εκεί από όπου ξεκινήσαμε, η πολιτική φαίνεται να ανακτά το πρωτείο της και σε αυτόν τον πόλεμο και κανένας εξορκισμός δεν φαίνεται ικανός να το περιθωριοποιήσει.

* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ