Την κινητοποίηση της Αθήνας και σε στρατιωτικό αλλά κυρίως σε διπλωματικό επίπεδο προκαλεί η κλιμακούμενη επιθετική ρητορική της Άγκυρας με αιχμή την αποστρατικοποίηση των νησιών καθώς εκτιμάται ότι η τουρκική ηγεσία πιθανότατα θεωρεί ότι μόνο με πρόκληση επί του πεδίου θα μπορέσει να ανοίξει η συζήτηση αυτή.
Και η Τουρκία δείχνει να ετοιμάζεται συστηματικά για μια τέτοια συζήτηση όχι μόνο παρουσιάζοντας νομικά επιχειρήματα (τα οποία έχουν αποκρουσθεί από την Αθήνα) αλλά και ανοίγοντας μια σειρά ακόμη θέματα τα οποία θα μπορούσαν να συνθέσουν την ατζέντα ενός διαλόγου μετά από ένα επεισόδιο.
Η Αθήνα έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου θέλοντας να ενισχύσει και να ανανεώσει συμμαχίες και κυρίως να πείσει για την ανάγκη να δοθεί όταν χρειασθεί συλλογική απάντηση από τις δυνάμεις που σέβονται τη διεθνή νομιμότητα και το status quo στον επικίνδυνο αναθεωρητισμό της Τουρκίας. Εξηγώντας ότι ο κατευνασμός ποτέ δεν λειτούργησε ως μέθοδος αντιμετώπισης αναθεωρητικών δυνάμεων όπως η Τουρκία, η οποία πλέον είναι σαφές δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Ελλάδας ή της Κύπρου, αλλά προκειμένου να εξυπηρετήσει τις δικές της επιδιώξεις θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Η επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, η συνάντηση με τον πρόεδρο Μπάιντεν και η ομιλία στο Κογκρέσο, αποκατέστησαν ένα κώδικα επικοινωνίας και επαναβεβαίωσαν μια όλο και πιο ισχυρή στρατηγική σχέση, η οποία πάντως απέχει ακόμη από το σημείο του να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνει και εγγύηση ασφαλείας για τη χώρα μας. Όμως η θέση των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την κυριαρχία των νησιών είναι καθαρή και οι Τούρκοι θα ήθελαν να εγκλωβίσουν τους Αμερικανούς σε μια συζήτηση που θα ανοίξει και στο ζήτημα της αποστρατικοποίησης και του εναέριου χώρου ώστε να αποδυναμωθεί συνολικά η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας.
Στην Ε.Ε. το κλίμα είναι πολύ πιο ευνοϊκό καθώς ακόμη και οι φιλικά προς την Τουρκία διακείμενες χώρες καταγράφουν την προβληματική στάση της στο Ουκρανικό, τη διατήρηση των σχέσεων με τον Πούτιν αλλά και τη συνεχιζόμενη προσβλητική για την Ευρώπη αγνόηση όλων των συστάσεων για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Τουρκία και της επεκτατικής πολιτικής που την απομακρύνουν ακόμη περισσότερο από τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές.
Για την Αθήνα είναι προβληματική η σιωπή το τελευταίο διάστημα του Γάλλου Προέδρου Εμ. Μακρόν που λόγω και των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ενόψει των βουλευτικών εκλογών και καθώς στο Ουκρανικό έχει υποχρεωθεί σε πλήρη συμπόρευση με τους Αμερικανούς, έχει αποφύγει κάποια δυναμική παρέμβαση για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά την καταδικαστική ανακοίνωση του γαλλικού ΥΠΕΞ για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Και η αντικατάσταση του μέχρι πριν λίγο καιρό υπουργού εξωτερικών Λε Ντριάν έχει στερήσει την Αθήνα από έναν σημαντικό υποστηρικτή των θέσεων της στο Παρίσι.
Το στοίχημα της κυβέρνησης είναι στο Βερολίνο, που καθόλου δεν κρύβει την πολιτική ισορροπιών που τηρεί έναντι της Τουρκίας για λόγους που είναι γνωστοί. Καθώς η επίσκεψη της Γερμανίδας ΥΠΕΞ κ. Μπέρμποκ αναβλήθηκε λόγω της ασθένειας της από κορονοϊό, όλο το ενδιαφέρον στρέφεται στη Σύνοδο Κορυφής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη, όπου ο καγκελάριος Σολτς θα συμμετάσχει στο δείπνο που θα παραθέσει προς τιμήν των ηγετών των χωρών της περιοχής ο Κ. Μητσοτάκης.
Ο Γερμανός καγκελάριος θέλει να επαναφέρει τη Γερμανία στα Δυτικά Βαλκάνια όπου τα εμπόδια που προκύπτουν στην Ευρωπαϊκή προοπτική τους δημιουργούν όχι μόνο εστίες αποσταθεροποίησης αλλά και ευνοϊκό πεδίο για ρωσική διείσδυση, αλλά εκ των πραγμάτων θα πρέπει να τοποθετηθεί και απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, μετά το επεισόδιο που χρειάσθηκε η παρέμβαση του Κ. Μητσοτάκη προς τον ίδιο για να υποχρεωθεί η Καγκελαρία να καταδικάσει τουλάχιστον την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας.
Η Αθήνα σε αυτό το πλαίσιο ετοιμάζεται για τις δυο κρίσιμες ημερομηνίες της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. και στο τέλος του μήνα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, που θα θέσει το θέμα του τουρκικού αναθεωρητισμού και των απειλών ασφαλείας που συνιστά για την Ε.Ε. αλλά και για τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Παράλληλα η Αθήνα επιχειρεί με συστηματικό τρόπο να διατηρήσει όσο μπορεί ανέπαφες τις σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ και τη Σ. Αραβία, χώρες στις οποίες κάνει ανοίγματα η Τουρκία θέλοντας να κλείσει παλιούς λογαριασμούς ώστε όχι μόνο να εξασφαλίσει επενδύσεις που είναι ζωτικής σημασίας για το καθεστώς Ερντογάν αλλά και για να ανατρέψει ένα ευρύτερο τόξο που είχε διαμορφωθεί και είχε σαφή αντιτουρκικό αποτύπωμα.
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Αμπού Ντάμπι, η σύγκληση του κοινού Επιχειρηματικού Συμβουλίου με τη Σ. Αραβία, η ανοικτή γραμμή με Κάιρο και Τελ Αβίβ, (οι υπουργοί των χωρών που είχαν επαφές με την Τουρκία αμέσως μετά επικοινώνησαν και ενημέρωσαν τον Ν. Δένδια για τις επαφές αυτές) ήταν μηνύματα καθησυχαστικά ότι δεν θα θυσιαστούν οι σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο προκειμένου να προχωρήσει η εξομάλυνση των σχέσεων τους με την Τουρκία.
Το πιο δύσκολο εγχείρημα για την ελληνική κυβέρνηση παραμένει όμως η στοιχειώδης αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας με την Άγκυρα, καθώς η έλλειψη της οποιασδήποτε επαφής αυτή τη στιγμή στερεί κανάλια, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην κλιμάκωση σε περίπτωση ακόμη και ενός μικρού επεισοδίου, αλλά και στην ύπαρξη μηχανισμού εκτόνωσης εντάσεων. Αλλά αυτό είναι κάτι που έχει γίνει με επιλογή της ίδιας της Τουρκίας και προς το παρόν δεν διαφαίνεται δυνατότητα αποκατάστασης των επαφών.