Το σκηνικό της 4ης Ιουνίου 2020 θα μπορούσε να είναι ιδανικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Ντόναλντ Τραμπ στο μπρα-ντε-φερ διαρκείας τους με την Κίνα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί.
Η χθεσινή, 31η επέτειος από τη βίαιη και αιματηρή καταστολή της φοιτητικής (κυρίως) εξέγερσης στην πλατεία Τιενανμέν θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια προσπάθεια της αντιπολίτευσης και των αντικαθεστωτικών του Χονγκ Κονγκ να κάνουν επίδειξη δύναμης. Καθώς δε είναι βέβαιο ότι το Πεκίνο θα αντιδρούσε και, πιθανότατα, θα έδινε την εντολή για διάλυση των συγκεντρωμένων – κάτι που τελικώς συνέβη, παρά τον σχετικά μικρό αριθμό των συγκεντρωμένων, με πρόσχημα τον... κορονοϊό – ο Λευκός Οίκος θα είχε μια πρώτης τάξης ευκαιρία να εξαπολύσει ολομέτωπη επίθεση κατά της κινεζικής ηγεσίας. Και να την στριμώξει, κατηγορώντας την για αυταρχισμό, αντιδημοκρατικές πρακτικές και παραβίαση των θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών της.
Μπούμερανγκ η κριτική
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και τα όσα την ακολούθησαν όμως, οι εικόνες χάους σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ και η απειλή του Τραμπ να κατεβάσει τον στρατό στους δρόμους, σε συνδυασμό με την έντονη κριτική που άσκησαν στην Ουάσινγκτον για τον χειρισμό του συγκεκριμένου θέματος οι σύμμαχοί της (κυρίως οι Ευρωπαίοι), άλλαξαν τα δεδομένα και σε αυτό το μέτωπο. Η διπλωματική και προπαγανδιστική μηχανή των Κινέζων πήρε αμέσως μπροστά και έσπευσε να αδράξει την ευκαιρία. Έτσι, προλαβαίνοντας την επίμαχη επέτειο, εφημερίδες, τηλεοράσεις και λοιπά ηλεκτρονικά ΜΜΕ (κρατικά ελεγχόμενα, φυσικά) πλημμύρισαν με εικόνες από τη Μινεάπολη, τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και άλλες πόλεις, τις οποίες συνόδευαν καυστικά και ειρωνικά σχόλια.
«Οι Αμερικανοί πολιτικοί θα έπρεπε να αναρωτηθούν για ποιο λόγο διασπείρουν την υποκριτική τους ανοησία. Δεν θα όφειλαν να ζητήσουν συγγνώμη από τον αμερικανικό λαό;», αναρωτήθηκε ένας σχολιαστής. Σε πιο επίσημο τόνο αλλά στο ίδιο μήκος κύματος και ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών: «Πολλοί θα αναρωτηθούν: Γιατί οι ΗΠΑ αναφέρονται σε αυτούς τους οπαδούς της ανεξαρτησίας του Χονγκ Κονγκ και τους μαυροφορεμένους και με κουκούλες ταραξίες ως ήρωες, όμως χαρακτηρίζουν τον δικό τους λαό που διαμαρτύρεται κατά των φυλετικών διακρίσεων ως κλέφτη;».
Αποκαλυπτική, αναμφίβολα, είναι και η σχετική ανταλλαγή μηνυμάτων που έγινε μέσω Twitter ανάμεσα στον ίδιο και τον Αμερικανό ομόλογό του. Όταν ο δεύτερος κάλεσε, πριν μερικές ημέρες, «τον λαό του Χονγκ Κονγκ που αγαπά την ελευθερία» να καταστήσει υπόλογο το κινεζικό ΚΚ για την πρόθεσή του να επιβάλει στην αυτόνομη περιοχή μια νέα νομοθεσία ασφαλείας, ο πρώτος αρκέστηκε να απαντήσει με μία σύντομη αλλά παγκοσμίως γνωστή πλέον φράση: «Δεν μπορώ να αναπνεύσω».
«Ανάπηρη» υπερδύναμη
Η αλήθεια δε είναι ότι οι Κινέζοι έχουν και ένα ακόμη λόγο να επιχαίρουν για την κατάσταση που επικρατεί στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού. Διότι, πολύ απλά, αποτυπώνει τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα και αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο μεγάλος ανταγωνιστής τους, τον οποίο φιλοδοξούν να εκθρονίσουν από τη θέση της μοναδικής πραγματικά παγκόσμιας υπερδύναμης.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούν –ή, αν προτιμάτε, ελπίζουν– ότι η κλιμάκωση της έντασης, σε συνδυασμό με την υγειονομική και οικονομική κρίση, θα υπονομεύσουν ακόμη περισσότερο τη θέση των ΗΠΑ, επιταχύνοντας τις ανακατατάξεις. Μήπως, μετά από όλα αυτά, το Πεκίνο έχει κάθε λόγο να επιθυμεί την επανεκλογή του Τραμπ στις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου;