Ο πιο μεγάλος πόλεμος της Αμερικής έχει σχεδιαστεί να τελειώσει 20 χρόνια μετά αφ’ ότου ξεκίνησε η πιο πρόσφατη εμπλοκή τους με το Αφγανιστάν.
Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη, ακολουθήθηκε από την εισβολή των αμερικανικών δυνάμεων και την κατάληψη της Καμπούλ, καθώς ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος θεώρησε τότε πως θα ήταν η απάντηση στο πλήγμα που δέχτηκαν οι Αμερικάνοι, λόγω της κάλυψης του καθεστώτος των Ταλιμπάν προς τον ιθύνοντα νου της καταστροφής 11ης Σεπτεμβρίου, Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Είκοσι χρόνια μετά, η κατάσταση παραμένει απελπιστική. Τα θύματα από στοχευμένες επιθέσεις και την εκτεταμένη βία αριθμούν παραπάνω από 10.000 κάθε χρόνο σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το 30% των ανθρώπινων απωλειών είναι παιδιά και το 13% γυναίκες.
Η τελευταία επίθεση στο σχολείο θηλέων δείχνει τις τραγικές διαστάσεις του φαινομένου. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση στην Καμπούλ δεν μπορεί καν να καλύψει καν στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό είναι πως μόνο η Συρία ξεπερνά το Αφγανιστάν σε πρόσφυγες που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους. Παραπάνω από 1000 άτομα την ημέρα αναγκάζονται να αφήνουν τις εστίες τους στο Αφγανιστάν, λόγω αυτών των συνθηκών.
Οι Ταλιμπάν αρνήθηκαν πως βρίσκονται πίσω από την τελευταία επίθεση στο σχολείο θηλέων, αν κι είχαν επιτεθεί πολλές φορές στη φυλή των Χαζαρά, στην περιοχή των οποίων πραγματοποιήθηκε η τελευταία επίθεση. Άλλωστε εκείνοι ευθύνονται μόνο για τις μισές ανθρώπινες απώλειες την προηγούμενη χρονιά.
Οι υπόλοιπες σχετίζονται με τζιχαντιστικές οργανώσεις του Ισλαμικού Κράτους κι άλλων συνεργαζόμενων οργανώσεων που αντιτίθενται στην κυβέρνηση. Οι συστηματικές διακρίσεις, η βία και οι σφαγές λόγω της εθνοτικής και θρησκευτικής της ταυτότητας αναμένεται να συνεχιστούν.
Το σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών στηρίζεται στο πως η αποχώρηση τους θα αφαιρέσει τη νομιμοποιητική βάση των περισσότερων αντιπολιτευόμενων ομάδων. Με απλά λόγια, αν φύγουν οι «βάρβαροι», σε ποιους θα επιτίθενται οι αντιπολιτευόμενοι;
Ελπίζουν να βρεθεί μία βάση για συνεννόηση, ακόμα κι αν αυτή συμπεριλάβει τους Ταλιμπάν και τους εξτρεμιστές. Η πραγματικότητα βέβαια οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον διατεθειμένες να επωμίζονται το υπέρογκο κόστος διατήρησης των δυνάμεων τους στη χώρα. Βέβαια, χωρίς τη συνδρομή τους, η αφγανική κυβέρνηση δε θα είναι σε θέση να κάνει οργανωμένες επιχειρήσεις ή να διατηρήσει έστω την κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της χώρας.
Όταν το 1980 η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε το Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρήκαν την ευκαιρία να εξασθενίσουν τη μεγάλη αντίπαλο, εξοπλίζοντας όσους τους αντιμάχονταν στο Αφγανιστάν.
Μετά την ήττα των Σοβιετικών, ωστόσο εγκατέλειψαν σχεδόν ολοκληρωτικά τη χώρα, έχοντας ως παραδοχή ότι δεν είχε κάποια χρησιμότητα στον σχεδιασμό τους. Σε αυτό το άναρχο περιβάλλον, οι Ταλιμπάν αναδύθηκαν ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη και προσέφεραν ασφαλές καταφύγιο στην Αλ Κάιντα, απ’ όπου μπορούσε να διεξάγει τις επιχειρήσεις της. Αυτή η συζήτηση βέβαια ήρθε στο προσκήνιο μετα το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Σήμερα, η ανησυχία για την επόμενη ημέρα στη χώρα είναι έκδηλη για το τι θα προκαλέσει η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων και των συμμάχων τους.
Οι Ταλιμπάν εμφανίζονται σε πλεονεκτικότερη θέση από όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν το 2001. Ιδιαίτερα, οι Αφγανοί που συνεργάζονται όλο αυτό το διάστημα με τους Αμερικάνους φοβούνται πως θα αποτελέσουν στόχο για τις αντιπολιτευόμενες ομάδες. Η φύση του νέου καθεστώτος που θα προκύψει είναι ίσως σοβαρότερο ζήτημα.
Όμως το ερώτημα που θα τίθεται όλο και πιο έντονα στο νέο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι άλλο. Ποιος θα αποτρέψει τις πιθανές σφαγές αμάχων και εν τέλει, πως θα μπορέσει να διατηρήσει πλέον την ειρήνη στο Αφγανιστάν;