Η Τουρκία εξακολουθεί να μπλοκάρει στο ΝΑΤΟ την υλοποίηση ενός σχεδίου το οποίο εκπονήθηκε για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Πολωνίας και των τριών χωρών της Βαλτικής απέναντι στη «ρωσική αρκούδα». Αυτό δήλωσε χθες στο Reuters Γάλλος αξιωματούχος, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι δεν έχουν επιλυθεί οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην Άγκυρα και άλλα κράτη-μέλη της Συμμαχίας, μεταξύ των οποίων και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Για την κυβέρνηση της Βαρσοβίας, αυτό ήταν το δεύτερο κακό νέο που προήλθε από το συγκεκριμένο μέτωπο μέσα σε λίγες ημέρες. Κι αυτό διότι είχε προηγηθεί, μία εβδομάδα νωρίτερα, η δήλωση αξιωματούχου των ΗΠΑ, που επιχείρησε να βάλει... ταφόπλακα σε μια συμφωνία η οποία είχε υπογραφεί τον Ιούνιο του 2019 ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Πολωνό ομόλογό του, Αντρέι Ντούντα: Την μόνιμη εγκατάσταση μιας δύναμης 1.000 Αμερικανών στρατιωτών στο έδαφος της μεγαλύτερης από τις χώρες-δορυφόρους της πρώην ΕΣΣΔ. «Δεν υπάρχει πλέον Φρούριο Τραμπ», δήλωσε ο εν λόγω αξιωματούχος, χρησιμοποιώντας μάλιστα το όνομα που είχαν δώσει ορισμένοι στη βάση η οποία επρόκειτο να φιλοξενήσει τη δύναμη αυτή.
Οι Πολωνοί, όμως, δεν δείχνουν να απογοητεύονται ούτε εγκαταλείπουν την προσπάθεια να συσφίξουν περισσότερο τις σχέσεις τους με την υπερδύναμη, έστω κι αν αυτή βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αυτός είναι και ο λόγος, άλλωστε, που αμέσως μόλις ο Τραμπ έκανε γνωστή την πρόθεσή του να αποσύρει από τη Γερμανία το ένα τρίτο των δυνάμεων που διατηρεί η χώρα του εκεί (κάπου 9.500 δηλαδή), έσπευσαν να δηλώσουν την υποψηφιότητά τους για να τους φιλοξενήσουν.
Καλύτερα σε εμάς
«Δεν είναι ότι υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός ανάμεσα στην Πολωνία και την Γερμανία ή ανάμεσα στην Πολωνία και οποιαδήποτε άλλη χώρα. Όμως, αν δει κανείς τις στρατηγικές ανάγκες της Συμμαχίας, είναι φανερό ότι θα έπρεπε να διαθέτουμε περισσότερα στρατεύματα και ενισχυμένες αμυντικές δυνατότητες στο ανατολικό μέτωπο. Έτσι, στην περίπτωση που αυτές οι δυνάμεις (που θα αποχωρήσουν από τη Γερμανία) μεταφερθούν ανατολικά, σε γενικές γραμμές αυτό θα ήταν καλό από στρατηγικής άποψης», δήλωσε χαρακτηριστικά στους Financial Times ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, Πάβελ Γιαμπλόνσκι.
Για την ώρα, βεβαίως, δεν υπάρχει καμία οριστική απόφαση ή σχέδιο – ούτε για το εάν τελικώς θα υλοποιήσει ο Τραμπ την απόφασή του ούτε αναφορικά με την τύχη των στρατευμάτων που θα αποχωρήσουν από τη Γερμανία. Το σίγουρο, παρ' όλα αυτά, είναι πως η Βαρσοβία θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, αποδεικνύοντας έτσι και για μια ακόμη φορά ότι είναι ο πιο καλός φίλος των ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Παρά δε το γεγονός ότι κάποιοι θα έσπευδαν να αποδώσουν αυτό το έντονο φλερτ στις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στον Τραμπ και τον πραγματικό ηγέτη της Πολωνίας, τον συνιδρυτή του κόμματος Νόμος και Δίκαιο, Λεχ Κατσίνσκι – αμφότεροι είναι ξεδιάντροπα λαϊκιστές, υπερσυντηρητικοί και βαθιά θρησκευόμενοι, ενώ δεν βλέπουν με καλό μάτι ούτε την ΕΕ ούτε τη Γερμανία και τη Γαλλία – η αλήθεια είναι πως οι διμερείς δεσμοί είναι πολύ πιο βαθείς και παλιοί.
Η οργή του Σιράκ
Πολλοί Πολωνοί, για παράδειγμα, θεωρούν διπλά απελευθερωτές τους Αμερικανούς – τόσο επειδή τους βοήθησαν να ξεφύγουν από την προκρούστεια κλίνη στην οποία τους είχαν βάλει Μόσχα και Βερολίνο κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου όσο και διότι έδωσαν τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο. Εξακολουθούν δε να θεωρούν ότι η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζουν προέρχεται από τη Ρωσία του Πούτιν, κάτι που τους κάνει να ζητούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στο έδαφός τους.
Θα θυμούνται, ενδεχομένως, αρκετοί την αντίδραση που είχε προκαλέσει στις παραδοσιακές δυνάμεις της ΕΕ η απόφαση της Πολωνίας και άλλων κρατών του «ανατολικού μπλοκ» να ευθυγραμμιστούν με την απόφαση του Τζορτζ Μπους και του Τόνι Μπλερ να εισβάλλουν στο Ιράκ, το 2003. «Έχασαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να το βουλώσουν», είχε πει οργισμένος ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Ζακ Σιράκ, κατηγορώντας τις ηγεσίες τους για ανευθυνότητα, ανωριμότητα και επικίνδυνη στάση.
Ακόμη και σήμερα, ο Κατσίνσκι ανήκει στα πιο «κακά παιδιά» της Ευρώπης, σηκώνοντας συχνά μπαϊράκι απέναντι στις αποφάσεις της ΕΕ (στην οποία η Πολωνία εντάχθηκε ως πλήρες μέλος το 2004, ένα χρόνο μετά τη σύγκρουση με τον Σιράκ...) και του «διευθυντηρίου» της – κι αυτό, παρά το γεγονός ότι διατηρούν στενότατους και οργανικούς οικονομικούς δεσμούς με την Γερμανία. Αντικειμενικά δε, λόγω μεγέθους, η Πολωνία είναι η ηγέτιδα δύναμη της αποκαλούμενης «Ομάδας του Βίσεγκραντ», στην οποία ανήκουν επίσης Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία, προκαλώντας κάθε τόσο προβλήματα στους υπόλοιπους εταίρους και συνολικά στη λειτουργία της Ένωσης.