Αν και πλέον η σχέση του Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται αρραγής, με τους δυο τους να συναντώνται πολύ συχνά, λίγα χρόνια πριν η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική.
Ιδιαίτερα μετά την κατάρριψη το 2015 ενός ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους από την Τουρκία και την επιβολή κυρώσεων από τη Μόσχα στην Άγκυρα, οι σχέσεις τους έφτασαν στο ναδίρ, όταν ο Πούτιν κατηγόρησε τον Ερντογάν και την οικογένειά του για τις σχέσεις του καθεστώτος του με το Ισλαμικό Κράτος, εννοώντας πως χρησιμοποιεί το λαθρεμπόριο πετρελαίου για τον πλουτισμό του.
«Αν αποδειχτεί ότι αγοράζουμε πετρέλαιο από τον ISIS θα παραιτηθώ», είχε δηλώσει τον Δεκέμβριο του 2015 ο Ερντογάν.
Αυτό δεν είχε αλλάξει μέχρι που το Δεκέμβριο του 2016, ήρθαν στο φως οι πρώτες πληροφορίες για τις διασυνδέσεις του γαμπρού του με το ISIS. H δημοσιοποίηση από τα WikiLeaks χιλιάδων emails του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρού του προέδρου της Τουρκίας, αποκάλυψε τη σχέση του με την εταιρεία που εμπλέκεται στο λαθρεμπόριο πετρελαίου με το ISIS και άλλαξε πολλά.
Οι δουλειές που έκανε η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν με το ISIS ήταν κάτι που ο κόσμος υποψιαζόταν για καιρό. Τώρα όμως υπήρχαν και αποδείξεις.
Χρειάστηκε η διεθνής πίεση που πυροδότησε η δημοσιοποίηση χιλιάδων μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και άλλων στοιχείων, τα οποία αποδείκνυαν πέραν πάσης αμφιβολίας τις στενές σχέσεις της Τουρκίας του Ερντογάν με το ISIS, για να ανακρούσει πρύμναν το τουρκικό καθεστώς και να στραφεί εναντίον του Ισλαμικού Κράτους.
Για να «πειστεί» ο Ερντογάν να αλλάξει ρότα, χρειάστηκε να δημοσιευτούν σε ιστοσελίδες πληροφορίες που έφταναν ως την οικογένεια του και οι οποίες αποκάλυπταν τις διασυνδέσεις του γαμπρού του με το λαθρεμπόριο πετρελαίου από το οποίο χρηματοδοτούνταν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους.
Ο Πούτιν φαίνεται να γνώριζε καιρό το τι συνέβαινε. Αποφάσισε να το εκμεταλλευθεί για να πλήξει τον Τούρκο πρόεδρο.
Στο επίκεντρο των αποκαλύψεων είχε βρεθεί η εταιρεία Powertrans, η οποία εμπλέκονταν σε υποθέσεις εισαγωγής στην Τουρκία πετρελαίου από το ISIS αλλά και σε οργανωμένες προσπάθειες ελέγχου και χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης από το καθεστώς Ερντογάν.
Εάν μέσω του διαδικτύου και των WikiLeaks δεν αποκαλύπτονταν η εκτενής ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του Αλμπαιράκ και της εταιρείας Powertrans, η οποία εμπλέκονταν σε υποθέσεις εισαγωγής πετρελαίου από εκπροσώπους του ISIS, και η οποία αντιμετώπιζε κατηγορίες για συναλλαγές με το Ισλαμικό Κράτος, το καθεστώς της Αγκυρας δεν θα είχε αλλάξει την επαμφοτερίζουσα στάση που τηρούσε επί πολλά χρόνια στο θέμα.
Προ των αποκαλύψεων, και για όσο καιρό το Ισλαμικό Κράτος επεκτεινόταν από το Ιράκ στη Συρία, το τουρκικό καθεστώς είχε βρει μία ευκαιρία για εύκολο κέρδος. Τη στιγμή που προετοιμάζονταν επιχειρήσεις διεθνώς εναντίον του ISIS, το τουρκικό καθεστώς ανεχόταν την αύξηση του λαθρεμπορίου πετρελαίου από τις περιοχές που καταλάμβανε σε Ιράκ και Συρία.
Μάλιστα, παράλληλα με τις αποκαλύψεις του WikiLeaks ήταν που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και κατηγορίες από πρώην συνεργάτες του τουρκικού καθεστώτος, για εξοπλισμό που διοχετευόταν στην τζιχανιστική οργάνωση Αλ-Νούσρα στη Συρία, η οποία αποτελούσε παρακλάδι της Αλ-Κάιντα στη χώρα.
Η Ρωσία είχε βρει αποδείξεις για να κατηγορήσει επίσημα την Τουρκία για συναλλαγές πετρελαίου (και όχι μόνο) και να συνδέσει με αυτόν τρόπο, τον ίδιο τον Ερντογάν και την οικογένεια του.
O Ρώσος πρόεδρος δεν σταμάτησε εκεί, δηλαδή στις σχέσεις των δύο πλευρών που φαίνεται να απέφεραν σημαντικά κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω ανεπίσημων διόδων. Επιτέθηκε στο καθεστώς τη Άγκυρας κατηγορώντας το ότι βρίσκεται κοντά και ιδεολογικά με τις τζιχαντιστικές οργανώσεις, και πως αυτός ήταν ένας από τους βαθύτερους λόγους που συναλλάσσεται μαζί τους.
Η Άγκυρα απάντησε πως στο Κρεμλίνο κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια, θυμίζοντας σχέσεις με εξτρεμιστές την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και τον μηχανισμό προπαγάνδας εκείνης της περιόδου, κάνοντας αναφορά σε μεθόδους Πράβδα.
Η διεθνής ωστόσο πίεση από τις διαρροές πληροφοριών και συνομιλιών σε ιστοσελίδες και μέσα ενημέρωσης ήταν τόσο μεγάλη, σε συνδυασμό με αυτόν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και την Ευρώπη, ώστε η Τουρκία άρχισε να λαμβάνει μέτρα απέναντι στη δράση των τζιχαντιστών στην περιοχή της. Μέσω της εξωτερικής πίεσης δηλαδή η Άγκυρα εξαναγκάστησε να στραφεί εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία, καθώς η μεγάλη διεθνής αντίδραση εξάλειψε την προοπτική μίας μακροχρόνιας συνεργασίας με τις τζιχαντιστικές οργανώσεις.