Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν στη Σύνοδο της G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας το 2019
Πώς ο Τραμπ «στριμώχνει» τον Πούτιν
AP Photo/Susan Walsh, File
AP Photo/Susan Walsh, File
Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν στη Σύνοδο της G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας το 2019

Πώς ο Τραμπ «στριμώχνει» τον Πούτιν

Εκατό ημέρες είναι η νέα «προθεσμία» για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και ο Ντόναλντ Τραμπ καλεί τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε συνάντηση το συντομότερο επισείοντας ταυτόχρονα απειλές κυρώσεων και δασμών για να τον οδηγήσει στο τραπέζι της μεγάλης διαπραγμάτευσης, ενώ θέτει στην «εξίσωση» και τις διεθνείς τιμές πετρελαίου. Η Ρωσία προβάλλει ότι δεν πτοείται, όμως πληθαίνουν τα ερωτήματα πόσο ακόμη μπορεί να «σηκώσει» η οικονομία της τον πόλεμο.

Κατά πόσο αυτές καθαυτές οι απειλές του Ντόναλντ Τραμπ για πρόσθετες οικονομικές κυρώσεις θα μπορούσαν να έχουν καταλυτικό αντίκτυπο μένει να διαφανεί, δεδομένης της μεγάλης συρρίκνωσης του διμερούς εμπορίου και της δέσμης κυρώσεων που έχουν ήδη επιβληθεί στη Μόσχα για τον απρόκλητο επιθετικό πόλεμο που εξαπέλυσε το καθεστώς Πούτιν την 22α Φεβρουαρίου 2022. 

Το «κλειδί» βρίσκεται πρωτίστως στη βάση της συμφωνίας που θα τεθεί στο «τραπέζι» και υπό αυτό το πρίσμα το βλέμμα στρέφεται στην τηλεφωνική συνομιλία που θεωρείται ότι θα έχουν εντός των ημερών οι Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν για να την διαδεχθεί πιθανότατα μία συνάντηση κορυφής. Να έλθει το συντομότερο ενώπιος ενωπίω με τον Ρώσο πρόεδρο επιδιώκει ο Τραμπ, όπως δήλωσε και χθες απευθυνόμενος μέσω τηλεδιάσκεψης στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, επιρρίπτοντας στον Βλαντιμίρ Πούτιν την πλήρη ευθύνη για τη συνέχιση ενός καταστροφικού πολέμου.

Ακολουθώντας εμφανώς μία πιο σκληρή προσέγγιση, αλλά χωρίς να έχουν διαφανεί ακόμη οι τελικές προθέσεις του ιδίου στο Ουκρανικό, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει ότι «δεν επιδιώκει να βλάψει» τη Ρωσία, αλλά μάλλον προσφέρει στον Βλαντιμίρ Πούτιν μια «πολύ μεγάλη χάρη» καθώς η ρωσική οικονομία «καταρρέει», προτρέποντας σε μια διευθέτηση αυτού του «γελοίου» πολέμου. Προειδοποιεί ότι αν δεν επιτευχθεί σύντομα συμφωνία, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να επιβάλει σημαντικές οικονομικές κυρώσεις -«μπορούμε να το κάνουμε με τον εύκολο ή το δύσκολο τρόπο», αναφέρει.

Η ρωσική αντίδραση συμπυκνώνεται στη δήλωση του Ντμίτρι Πολιάνσκιφ, αναπληρωτή πρέσβη της χώρας στα Ηνωμένα Έθνη. «Δεν είναι μόνο το ζήτημα του τερματισμού του πολέμου. Είναι πρωτίστως το ζήτημα της αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτιών της ουκρανικής κρίσης. Πρέπει λοιπόν να δούμε τι σημαίνει η ‘συμφωνία’ στην αντίληψη του προέδρου Τραμπ». Το ίδιο ακριβώς αναμένει η Ευρώπη και φυσικά το Κίεβο, το οποίο και προσπαθεί εναγωνίως να εξασφαλίσει τη συνέχιση της υποστήριξης των συμμάχων του για να εισέλθει σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τη Ρωσία από την καλύτερη δυνατή θέση.

Το ποσό αποτελεσματικές μπορεί να είναι σε κάθε περίπτωση οι προειδοποιήσεις Τραμπ για την επιβολή πρόσθετων οικονομικών κυρώσεων συναρτάται από σειρά παραγόντων. Ιστορικά, οι οικονομικές κυρώσεις είχαν μικτά αποτελέσματα όσον αφορά τον εξαναγκασμό χωρών σε αλλαγή στάσης. Ενώ μπορούν να δημιουργήσουν σημαντική οικονομική πίεση, συχνά αποτυγχάνουν να επιφέρουν άμεση πολιτική αλλαγή.

Το ζήτημα με την απειλή Τραμπ έγκειται στο γεγονός ότι εκτός από μια μικρή ποσότητα λιπασμάτων, ζωοτροφών, ανόργανων υλικών όπως ο κασσίτερος, καθώς και μηχανημάτων, η Ρωσία εξάγει σήμερα πολύ λίγα προϊόντα στις ΗΠΑ που θα μπορούσαν να υπόκεινται σε δασμούς, επισημαίνει η Washington Post. Το πετρέλαιο ήταν η μεγαλύτερη εξαγωγή της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ, αλλά μηδενίστηκε το 2023.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήγαγαν ανάλογα προϊόντα ύψους 2,8 δισ. δολαρίων από τη Ρωσία το 2024, ένα μικροσκοπικό κλάσμα των αμερικανικών εισαγωγών και μια κατακόρυφη πτώση συγκριτικά με το 2023 (4,5 δισ. δολάρια) και πολύ περισσότερο το 2022, όταν είχαν ανέλθει σε 14,4 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης. Το εμπόριο μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας τους πρώτους 11 μήνες του 2024 ανήλθε μόλις σε 3,4 δισ. δολάρια. Το ετήσιο εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης συγκριτικά ανέρχεται περίπου σε 1,5 τρισ. δολάρια.

Πέραν αυτού, η Ρωσία ήδη συγκαταλέγεται στη χώρες που υπόκεινται στις αυστηρότερες κυρώσεις παγκοσμίως. Ο μεγαλύτερος όγκος επιβλήθηκε κατόπιν της εισβολής στην Ουκρανία επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν και άλλες προϋπήρχαν -ορισμένες είχαν επιβληθεί κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, και κάποιες χρονολογούνται από την εποχή της προσάρτησης της χερσονήσου της Κριμαίας το 2014. Επιπλέον, οι «άλλες συμμετέχουσες χώρες» που ανέφερε ο Ντόναλντ Τραμπ ότι θα στοχεύσει -δείχνοντας, χωρίς να κατονομάζει, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα- υπόκεινται σε ακόμη περισσότερες αμερικανικές κυρώσεις.

Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, κυρίως λόγω της αυξανόμενης πίεσης στη ρωσική οικονομία και του μεγάλου κόστους του πολέμου, που θα μπορούσαν να επιδεινωθούν περαιτέρω αν ο Τραμπ κάνει πράξη την απειλή του. Τα επιτόκια και ο πληθωρισμός είναι ήδη στα ύψη, με τις μεγάλες επιχειρήσεις να προειδοποιούν ότι το τεράστιο εταιρικό χρέος θα μπορούσε να οδηγήσει σε χρεοκοπίες. Την ίδια στιγμή που το 40% των δαπανών του προϋπολογισμού κατευθύνεται στον στρατό και τις υπηρεσίες ασφαλείας, οι νέες κυρώσεις θα μπορούσαν πιθανώς να περιορίσουν τη χρηματοδότηση ή να διαταράξουν αλυσίδες εφοδιασμού βασικών στρατιωτικών εξαρτημάτων.

Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, ένας σημαντικός κίνδυνος για τον Πούτιν είναι και το ενδεχόμενο ο Τραμπ να αυξήσει την οικονομική πίεση στη Ρωσία, οδηγώντας σε πτώση τις τιμές του πετρελαίου, υπό το σύνθημα «drill, baby, drill».

Απευθυνόμενος στο Φόρουμ του Νταβός, ο ίδιος τόνισε την ανάγκη να μειωθούν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου, συνδέοντάς τες άμεσα με τον συνεχιζόμενο πόλεμο. Οι ψηλές τιμές του πετρελαίου επιτρέπουν στη Ρωσία να συντηρεί τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις, δήλωσε. «Αν η τιμή έπεφτε, ο πόλεμος θα τελείωνε αμέσως» ανέφερε ο Τραμπ και προέτρεψε τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του ΟΠΕΚ να αναλάβουν δράση για τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, υποδηλώνοντας ότι φέρουν σημαντική ευθύνη για την τρέχουσα κατάσταση και έχουν τη δύναμη να βοηθήσουν στον τερματισμό της σύγκρουσης.

Τα ενεργειακά έσοδα της Ρωσίας χρηματοδοτούν την πολεμική της μηχανή και η τοποθέτηση Τραμπ «δείχνει» ότι έχει ακούσει το μήνυμα Ζελένσκι πως είναι η Μόσχα και όχι το Κίεβο που στέκεται εμπόδιο σε μία ειρηνευτική συμφωνία.

Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και συλλογικά η Δύση έχουν θεσπίσει μία ολοκληρωμένη δέσμη κυρώσεων με στόχο να «ακρωτηριάσουν» τη ρωσική οικονομία. Βασικές εξαγωγές όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας έχουν αντιμετωπίσει σημαντικούς περιορισμούς, επηρεάζοντας τις ροές εσόδων της Ρωσίας, σημαντικές ρωσικές τράπεζες έχουν αποκοπεί από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT, γεγονός που έχει δυσχεράνει τη διενέργεια διασυνοριακών συναλλαγών, ενώ έχει επιβληθεί πάγωμα περιουσιακών στοιχείων στον κύκλο Πούτιν.

H ρωσική οικονομία εντούτοις δεν «ακρωτηριάστηκε», επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη αντοχή στις εξωτερικές πιέσεις μέσω της στροφής σε εναλλακτικές αγορές και κυρίως την ενίσχυση του εμπορίου με χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα. Αυτό πρόταξε χθες και ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, λέγοντας ότι η Μόσχα «δεν βλέπει τίποτα ιδιαίτερα καινούριο» στις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου, καταγράφει την αμερικανική ρητορική και παραμένει «ανοιχτή σε ισότιμο διάλογο με αμοιβαίο σεβασμό».

Είναι γεγονός πως η οικονομία της Ρωσίας, η οποία στηρίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών, αναπτύχθηκε δυναμικά τα τελευταία δύο χρόνια, παρά τους πολλαπλούς γύρους δυτικών κυρώσεων. Από την άλλη όμως η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα έχει επιβαρυνθεί τους τελευταίους μήνες από τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τα υψηλά επιτόκια που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος αυξήθηκε λόγω των αμυντικών δαπανών-ρεκόρ, και τόσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν, όσο και η ρωσική ελίτ έχουν αρχίσει πλέον σοβαρά να ανησυχούν, σύμφωνα με ανώνυμες ρωσικές πηγές που επικαλείται σε χθεσινό αποκλειστικό του δημοσίευμα το πρακτορείο Reuters.

Στο Κρεμλίνο ο προβληματισμός εντείνεται για τη διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης (οι εκτιμήσεις είναι για κάτω του 1,5% φέτος). Μαζί εντείνεται και ο εκνευρισμός του Ρώσου προέδρου, που από τους επαίνους σε κορυφαίους οικονομικούς παράγοντες έχει «περάσει» στις επιπλήξεις, καθώς και η επιθυμία μερίδας της ρωσικής ελίτ για διαπραγματεύσιμη λήξη του πολέμου, βάσει του ίδιου δημοσιεύματος.

Η Τατιάνα Στανόβαγια, ανώτερη συνεργάτις του Carnegie Russia Eurasia Center και ιδρύτρια της εξειδικευμένης στη Ρωσία εταιρείας ανάλυσης R.Politik, εκτιμά πάντως ότι ο Ρώσος πρόεδρος παραμένει πεπεισμένος ότι διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να συνεχίσει. «Μια ειρηνευτική συμφωνία με ρωσικούς όρους θα εξοικονομούσε σημαντικούς πόρους, αλλά ελλείψει μιας τέτοιας συμφωνίας, ο Πούτιν είναι έτοιμος να πολεμήσει για όσο χρειαστεί», αναφέρει. Η τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Ρωσίας θα ήταν απίθανο να αναγκάσει τον Πούτιν να διαπραγματευτεί με την Ουκρανία, θεωρεί η ίδια: «Εάν το Κρεμλίνο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ευνοϊκή συμφωνία με τον Τραμπ, πιθανότατα θα επικεντρωθεί στην παράταση της σύγκρουσης».

Το αναμενόμενο τηλεφώνημα Τραμπ-Πούτιν αναμένεται να «ξεκλειδώσει» τον διάλογο μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, να οδηγήσει στη σύσταση μίας ομάδας εργασίας για την Ουκρανία και να ανοίξει τον δρόμο για μια συνάντηση κορυφής των δύο ηγετών. Η δήλωση Πεσκόφ ότι η χώρα του είναι «ανοιχτή σε ισότιμο διάλογο με αμοιβαίο σεβασμό» μεταφράζεται στα… ρωσικά στη διατήρηση της Κριμαίας και των τεσσάρων παρανόμως προσαρτημένων περιφερειών του Ντονμπάς, την Ουκρανία εκτός ΝΑΤΟ και κάποιου είδους «αποστρατιωτικοποίηση». Μένει να διαφανεί ποια θα είναι η στάση του προέδρου Τραμπ.