Ο πόλεμος Ρωσίας Ουκρανίας εισέρχεται αισίως στο τρίτο έτος του, χωρίς να είναι ορατός έστω και ως μεμακρυσμένος στόχος ο τερματισμός του. Αν την 23η Φεβρουαρίου 2022 κάποιος δήλωνε ότι την επομένη το πρωί η Ρωσία θα επιτίθετο στην Ουκρανία και θα άρχιζε ο μεγαλύτερος συμβατικός πόλεμος στην Ευρώπη, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος θα διαρκούσε πάνω από δύο έτη, θα εισέπραττε τη γενική απόρριψη από τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου κοινού.
Και αυτό, όταν για πρώτη φορά στα ιστορικά χρονικά, η μυστική υπηρεσία μιας τρίτης χώρας, εν προκειμένω των ΗΠΑ, η CIA, ανακοίνωνε δημόσια τις κινήσεις και την ανάπτυξη των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, εγγύς της Ουκρανίας, αλλά και την ημερομηνία της επιθέσεως.
Έτσι όταν το πρωί της 24 Φεβρουάριο 2024 η Ρωσία εκτόξευσε την απρόκλητη επίθεση εναντίον της Ουκρανίας, την οποία ο πρόεδρος Πούτιν ονόμασε κατ’ ευφημισμό «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», εμφανίσθηκαν υπεραισιόδοξοι αναλυτές οι οποίοι προέβλεψαν τον τερματισμό των επιχειρήσεων εντός πέντε ημερών και την επικράτηση της Ρωσίας.
Δύο χρόνια μετά η Ρωσία έχει καταλάβει και διατηρεί το 20% του ουκρανικού εδάφους, με σημαντικές απώλειες και από τις δύο πλευρές, ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ευρίσκονται σε ένα τέλμα. Πως φθάσαμε σε αυτή την κατάσταση και τι διαφαίνεται για το μέλλον;
Ο Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δεν ξεκίνησε το Φεβρουάριο 2022 αλλά δέκα χρόνια ενωρίτερα. Το Φεβρουάριο 2014, φιλοδυτικές πολιτικές δυνάμεις της Ουκρανίας με την αμέριστη υποστήριξη της Δύσεως ανέτρεψαν το φιλορώσο, νόμιμα όμως εκλεγμένο πρόεδρο, Βίκτορ Γιανουκόβιτς.
Η αντίδραση της Ρωσίας ήταν άμεση με την κατάληψη σε πρώτη φάση της Κριμαίας και την ενσωμάτωση της στη Ρωσική Ομοσπονδία, με συνοπτικές διαδικασίες, για να ακολουθήσει τον Απρίλιο 2014 η φιλορωσική ανταρσία – «ανεξαρτησία» των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας, του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ.
Η Δύση έμεινε αποσβολωμένη και χρησιμοποίησε τον όρο «Υβριδικές Επιχειρήσεις» για τη ρωσική αντίδραση, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν όρο τον οποίο εισήγαγε ο Φρανκ Χόφμαν για να περιγράψει τη σύγκρουση Ισραήλ - Χεζμπολάχ, το 2006. Δηλαδή ένα μείγμα συμβατικών, ανορθόδοξων, ειδικών, πληροφοριακών κτλ επιχειρήσεων για την επίτευξη κάποιου πολιτικού σκοπού.
Ο πόλεμος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει διεξαχθεί σε τρείς φάσεις.
Πρώτη, των υβριδικών επιχειρήσεων, από το Φεβρουάριο 2014 μέχρι την Συμφωνία του Μινσκ το 2015, με την οποία θεωρητικά τερματίσθηκε η σύγκρουση στην Αν. Ουκρανία. Δεύτερη, της συγκρούσεως χαμηλής εντάσεως στην Αν. Ουκρανία, 2015-22, όπου παρά τη Συμφωνία του Μίνσκ συνεχίσθηκε σε περιορισμένη έκταση η ένοπλη αντιπαράθεση στην περιοχή. Τρίτη, των συμβατικών επιχειρήσεων από την 24 Φεβρουαρίου 2022. Το παρόν άρθρο θα επικεντρωθεί στην τελευταία φάση.
Η Ρωσία το 2022 ήλθε με ένα πολύ καλό σχέδιο επιχειρήσεων για την κατάληψη της Ουκρανίας, βασισμένο στον ελιγμό, εμπνευσμένο από την σοβιετική επιχειρησιακή αντίληψη της «βαθειάς μάχης» και με επιτυχείς εφαρμογές στο παρελθόν, στο Αφγανιστάν το 1979-80 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Οι ρωσικές δυνάμεις ενήργησαν σε τρεις άξονες, ο πρώτος από το βορρά (Λευκορωσία) εναντίον της πρωτεύουσας Κιέβου, ο οποίος αποτελούσε και την κυρία τους προσπάθεια, ο δεύτερος εξ ανατολών από της περιοχές Λουχάνσκ και Ντονέτσκ και τέλος ο τρίτος εκ του νότου από την Κριμαία. Η Ρωσία αποφάσισε για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους να υποστηρίξει το σχέδιο με τις ειρηνικές δυνάμεις της, ενώ πραγματοποίησε επιστράτευση μόνο στις υπό κατάληψη ουκρανικές περιοχές.
Εν κατακλείδι δηλαδή με ανεπαρκείς δυνάμεις, αλλά και με ελάχιστο συντονισμό και συγχρονισμό για συνδυασμένες επιχειρήσεις, θυσία στο βωμό της μυστικότητας της επιχειρήσεως. Η κυρία προσπάθεια των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων εναντίον του Κιέβου απέτυχε. Αφενός, γιατί δεν εξασφαλίσθηκε εγκαίρως το αεροδρόμιο Αντώνωφ, στο προάστιο Χοστομέλ, βορειοδυτικά του Κιέβου και αφετέρου γιατί απέτυχαν οι χερσαίες επιθέσεις εναντίον του Κίεβου, λόγω της ουκρανικής αντιδράσεως.
Έτσι, δεν κατέστη εφικτή η μεταφορά επαρκών δυνάμεων σε πρώτο χρόνο ικανών να ενεργήσουν ταχέως και αιφνιδιαστικά προς κατάληψη του Κιέβου. Αλλά και οι δυνάμεις που κατάφεραν να φθάσουν στις παρυφές του Κιέβου, απέτυχαν να διεισδύσουν εντός αυτού λόγω της αποτελεσματικής αμύνης των ουκρανικών δυνάμεων, οι οποίες εκμεταλλευτήκαν πλήρως τα πλεονεκτήματα τα οποία τους παρείχε η κατοχή του αστικού περιβάλλοντος.
Όλα αυτά οφείλονται σε μια σειρά από τακτικά και επιχειρησιακά σφάλματα, αδυναμίες και ανεπάρκειες των ρωσικών δυνάμεων οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν.
Το αποτέλεσμα αυτών ήταν η εγκατάλειψη από τους Ρώσους πολύ εύκολα της κυρίας προσπάθειας τους και η αποχώρηση των δυνάμεών τους από αυτή, στο τέλος Μαρτίου 2022, χωρίς ουσιαστική στρατιωτική πίεση από τους Ουκρανούς. Γύρω από την αποχώρηση αυτή πλανάται ένα μεγάλο ερωτηματικό καθώς στρατιωτικά δεν είναι εύκολα δικαιολογήσιμη.
Ο πρόεδρος Πούτιν κατά την συνάντηση του με αφρικανούς ηγέτες τον Ιούλιο 2023, την χαρακτήρισε ως απόδειξη καλής θελήσεως της ρωσικής πλευράς ώστε να προχωρήσει το προσχέδιο συμφωνιών στο οποίο είχαν καταλήξει οι δύο πλευρές, στις μεταξύ τους συνομιλίες στην Τουρκία, την εποχή εκείνη και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα διευκόλυναν την υπογραφή της τελικής συμφωνίας ειρήνης.
Και από τις δύο πλευρές έχει επιβεβαιωθεί ότι είχε υπάρξει μια καταρχήν συμφωνία, η οποία όμως στη συνέχεια τορπιλίσθηκε από το Κίεβο, μετά από παρέμβαση του Βρετανού Πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον. Ας τηρηθεί και αυτό υπόψη. Πλέον δεν ήταν δυνατό να υποστηριχθούν οι μεγαλεπήβολοι ρωσικοί στρατηγικοί αντικειμενικοί σκοποί (αποστρατικοποίηση, αποναζιστικοποίηση, ουδετερότητα Ουκρανίας).
Εκ των πραγμάτων η Ρωσία μετέπεσε σε ένα περιορισμένο πόλεμο με υποβαθμισμένους στόχους. Επρόκειτο για μια θεμελιώδη αλλαγή της ρωσικής στρατηγικής στη εκστρατεία της Ουκρανίας, αλλά και εγκατάλειψη του πολέμου των ελιγμών και τη μεταπήδηση στον πόλεμο φθοράς .
Οι δύο άλλοι άξονες, ο ανατολικός και ο νότιος εξελίχθηκαν αργά, ενισχυθέντες και από τις ρωσικές δυνάμεις που αποχώρησαν από το Κιέβο, με αγώνα από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη, συναντώντας πεισματική ουκρανική αντίσταση. Έτσι στο τέλος του καλοκαιριού, στο νότιο τομέα είχε καταληφθεί το μείζον της παραλιακής ζώνης του ουκρανικού εδάφους και επετεύχθη η συνένωση της Κριμαίας με το ρωσικό έδαφος, ενώ ρωσικά τμήματα επέτυχαν να καταλάβουν τη Χερσώνα και να διέλθουν δυτικά του Δνείπερου ποταμού, χωρίς όμως να επιτύχουν την κατάληψη της Οδησσού.
Παράλληλα στον ανατολικό τομέα κατελήφθη το μεγαλύτερο μέρος των περιφερειών Νοτνέτσκ και Λουχάνσκ και μέρος αυτής του Χαρκόβου. Έτσι οι ρωσικές δυνάμεις έφθασαν τότε στο απόγειο της καταλήψεως ουκρανικού εδάφους. Όμως το ρωσικό αποτύπωμά στο έδαφος έγινε σταδιακά όλο και πιο αραχνοΰφαντο, αφενός λόγω των απωλειών και αφετέρου λόγω της διαθέσεως τμημάτων για τον έλεγχο όλο και ευρύτερων εκτάσεων.
Την περίοδο αυτή οι ουκρανικές δυνάμεις ενισχυόμενες με οπλικά συστήματα και πυρομαχικά της σοβιετικής εποχής, από χώρες βασικά του πρώην ανατολικού μπλοκ και υποστηριζόμενες από τη Δύση, επέτυχαν να δημιουργήσουν μια αξιόμαχη δύναμη, πέραν αυτής που ήταν εμπεπλεγμένη στο μέτωπο.
Αυτό τους επέτρεψε να εκτοξεύσουν μια ισχυρή επίθεση το φθινόπωρο 2022, εναντίον των ρωσικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν υπερβεί το σημείο κορύφωσης των δυνατοτήτων τους. Το αποτέλεσμα ήταν, να ανατραπούν οι ρώσοι στο βορειανατολικό τομέα, από την περιοχή του Χαρκόβου και νοτιοδυτικά να ανακαταληφθεί η Χερσώνα και απωθηθούν οι ρωσικές δυνάμεις ανατολικά του Δνείπερου.
Η αδυναμία αποκρούσεως της ουκρανικής επιθέσεως, καταδεικνύει ότι αν δεν είχαν ενισχυθεί και με τις δυνάμεις του Κιέβου, δύσκολα θα είχαν επιτύχει τους στόχους τους και ακόμη δυσκολότερα θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τη γραμμή αμύνης στα σημεία που έφθασε. Επομένως η άποψη του Πούτιν για οικειοθελή αποχώρηση από την περιοχή του Κίεβου είναι ελεγχόμενη, καθώς στρατιωτικά δεν επιβεβαιώνεται. Βεβαίως από την άλλη πλευρά αν είχε επιτευχθεί συμφωνία ειρήνης, ενδεχομένως δεν θα είχαν λάβει χώρα οι επιχειρήσεις του καλοκαιριού και του φθινοπώρου 2022.
Η επιτυχία αυτή δημιούργησε ευφορία τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Δύση ενώ η πρωτοβουλία πέρασε στους ουκρανούς. Έτσι γεννήθηκαν ελπίδες ότι ήταν δυνατή η εκδίωξη των ρωσικών δυνάμεων από το ουκρανικό έδαφος, εντός του 2023. Οι επιτυχία έχει όμως και το τίμημα της.
Οι ουκρανικές δυνάμεις είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες σε προσωπικό και καταστροφές-ζημιές σε υλικό. Έτσι άρχισε ένας νέος γύρος στο Δύση για επανεξοπλισμό των ουκρανικών δυνάμεων, καθώς το παλαιό σοβιετικό υλικό είτε είχε σχεδόν καταστραφεί, είτε δεν μπορούσε πλέον να υποστηριχθεί λόγω ελλείψεως ανταλλακτικών και πυρομαχικών.
Αυτό προκάλεσε το ριζικό μετασχηματισμό των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, με μαζική εισροή δυτικού υλικού, αρμάτων, τεθωρακισμένων οχημάτων, πυροβόλων, πυραυλικών συστημάτων, αντιαεροπορικών συστημάτων, ελικοπτέρων κτλ. Από την άλλη πλευρά η Ρωσία διαβλέποντας τον κίνδυνο προχώρησε σε επιστράτευση στο εσωτερικό της, αξιοποίησε μισθοφορικές δυνάμεις, ακόμη και καταδίκους από τις φύλακες, ώστε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της στελεχώσεως των δυνάμεων της, ενώ ενεργοποίησε παλαιό σοβιετικό υλικό και κατέφυγε στην Κίνα, στη Β. Κορέα και στο Ιράν για την προμήθεια ελλείποντος υλικού (πυρομαχικά, drones κτλ) για να καλύψει τα κενά της. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μετέπεσε σε άμυνα σε ολόκληρο το μέτωπο, 1000 χιλιόμετρα περίπου, εντός της Ουκρανίας.
Η ουκρανική επίθεση που η οποία εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 2023, μετά από διαρκείς αναβολές, απέτυχε και οι αντίστοιχες δυνάμεις οδηγήθηκαν στην άμυνα από τις αρχές Δεκεμβρίου 2023 . Οι ρωσικές δυνάμεις επέτυχαν να εφελκύσουν τις αντίστοιχες ουκρανικές σε έναν αγώνα φθοράς, προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες προσωπικού και καταστροφές υλικού.
Επίσης, χωρίς να αλλάξει σημαντικά η γραμμή του μετώπου επέτυχαν με τοπικές επιθέσεις, να καταλάβουν με μεγάλες θυσίες κάποιες πόλεις (Μπαχμούτ, Αβντιϊβκα κτλ), χωρίς μεγάλη στρατηγική αλλά περισσότερο ψυχολογική αξία.
Τέλος, η Ρωσία κατάφερε να διαχειρισθεί επιτυχώς μέχρι τώρα τις εσωτερικές αντιδράσεις για την επιστράτευση, να αντιμετωπίσει την ανταρσία μισθοφορικών τμημάτων και να ενεργοποιήσει την αμυντική βιομηχανική της βάση ώστε να μπορεί να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις της.
Στον αντίποδα, η Ουκρανία ευρίσκεται ενώπιων ζωτικών προβλημάτων για να διατηρήσει τη μαχητική της ισχύ. Έχει δυσκολίες εξευρέσεως προσωπικού για να καλύψει τις απώλειές της. Τα αποθέματα των οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών της Δύσεως, με τα οποία την υποστηρίζει, έχουν σχεδόν εξανεμισθεί.
Μόνο με μια τρίτη φάση ενισχύσεως της Ουκρανίας, με νέα παράγωγη από τη δυτική αμυντική βιομηχανία είναι δυνατόν να συμπληρωθούν τα κενά, πράγμα που απαιτεί βέβαια σημαντικό χρόνο αλλά και χρηματοδότηση.
Πολλοί πλέον στη Δύση μιλάνε για τήρηση αμυντικής στάσεως από την Ουκρανία όλο το 2024, ώστε κατάλληλα εξοπλισμένη και εκπαιδευμένη δύναμη να καταστεί δυνατό να αναλάβει επιθετικές επιχειρήσεις το 2025. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό όλος αυτός ο σχεδιασμός εδράζεται στη συνεχή και αδιατάρακτη υποστήριξη της Δύσεως, η οποία ωστόσο είναι υπαρξιακή για την Ουκρανία. Φυσικά όλα αυτό είναι συζητήσιμο.
Κανένας δεν γνωρίζει πως θα εξελιχθεί η κατάσταση καθώς είναι δυνατόν να ανακύψουν απρόβλεπτες καταστάσεις, ενώ ήδη έχουν αναφανεί ρωγμές στο δυτικό στρατόπεδο σχετικά με το είδος αλλά και τη διάρκεια της υποστηρίξεως προς την Ουκρανία.
Από την αρχή της συγκρούσεως αυτής, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Δυτικό κόσμο, η κριτική και η αξιολόγηση εδράζεται βασικά στην τεχνολογία και στα οπλικά συστήματα τα οποία χρησιμοποιούνται. Τα drones, ανακηρύχθηκαν στον κυρίαρχο παράγοντα του πεδίου της μάχης και στον αποκλειστικό συντελεστή της νίκης. Τα άρματα, θεωρήθηκε ότι «πέθαναν» στην αρχική φάση των επιχειρήσεων, για να αναζητούνται μετ’ επιτάσεως προκειμένου να υποστηριχθεί η ουκρανική επίθεση. Το αγωνιώδες ερώτημα που πλανάται είναι τι ρόλο διαδραματίζει η αεροπορία, γιατί δεν πρωταγωνιστεί;
Οι υπερηχητικοί πύραυλοι θα αλλάξουν το πεδίο της μάχης. Και άλλα ανάλογα ερωτήματα ή διαπιστώσεις. Από όλους αυτούς διαφεύγει ότι ο πόλεμος είναι μια σύγκρουση αντιπάλων θελήσεων και θα επικρατήσει αυτός με την ισχυρότερη. Ο πόλεμος είναι μια ανθρωποκεντρική δραστηριότητα. Τα οπλικά συστήματα και η τεχνολογία είναι πολύτιμοι παράγοντες στη διεξαγωγή του πολέμου και δεν πρέπει να υποτιμώνται, όμως πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του πολέμου, αξιολογώντας τα αποτελέσματά τους στο πεδίο της μάχης και στο βαθμό που αυτά επηρεάζουν τη στρατηγική και την τακτική.
Έτσι στη συγκεκριμένη σύγκρουση, με τη μορφή που έχει λάβει, πραγματικοί πρωταγωνιστές έχουν αναδειχθεί το πεζικό, τα τεθωρακισμένα, το πυροβολικό και το μηχανικό με τη συνδρομή όλων των άλλων μέσων και δυνατοτήτων.
Τελειώνοντας, η πρωτοβουλία πλέον έχει αναμφισβήτητα περάσει στη ρωσική πλευρά απομένει να δούμε αν έχει τις δυνατότητες και πως σχεδιάζει να την εκμεταλλευτεί. Θα εκδηλωθεί προς κατάληψη της Οδησσού και αποκοπή της θαλάσσιας πρόσβασης της Ουκρανίας, προς κατάληψη του Χαρκόβου και δυτικότερα, θα εξαντληθεί σε ένα στατικό αγώνα με σχεδόν σταθερό μέτωπο και προσβολές στρατιωτικών και οικονομικών στόχων σε βάθος, θα υπάρξει ένας συνδυασμός των προαναφερθέντων ή κάτι άλλο;
Ας έχουμε κατά νου, ότι η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι ο πόλεμος αυτός, έχει προσφέρει την επιτυχία και στις δύο πλευρές, με την προσφυγή σε πόλεμο φθοράς και όχι σε μεγάλους και εντυπωσιακούς ελιγμός, άλλωστε ο ρωσικός στρατός δεν είναι κόκκινος στρατός, πολλώ δε μάλλον ο ουκρανικός.
Παρότι είναι ενωρίς να μιλήσουμε για νίκη, όπως και να την εννοεί έκαστος των αντιμαχομένων και των εμπλεκόμενων, το σίγουρο αυτή τη στιγμή είναι ότι η Ρωσία κατέχει το 20% του ουκρανικού εδάφους και αυτό αποτελεί αν καταφέρει να το διατηρήσει σε αυτή ή και σε μικρότερη έκταση, ένα σημαντικό πλεονέκτημα.
Βέβαια αυτό δεν εξασφαλίζει τίποτα, καθώς η ιστορία έχει δείξει ότι οι πρωταγωνιστές του σήμερα μπορεί να είναι οι ηττημένοι του αύριο, με ηχηρό παράδειγμα αυτό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, η επιτυχία στο πεδίο της μάχης είναι καταλυτική και το διαβατήριο που δίνει το πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις και στους όρους του τερματισμού του πολέμου.
* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ