Η νέα απόφαση του τουρκικού δικαστικού συστήματος εναντίον του δημάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Εκρέμ Ιμάμογλου είναι ενδεικτική της προσπάθειας του καθεστώτος να επηρεάσει τον προεκλογικό αγώνα. Η δημοφιλία του Ιμάμογλου, καθώς και η διαχείριση του μεγαλύτερου δήμου της χώρας φάνηκε απειλητική για τον Ταγίπ Ερντογάν. Όμως το πρόβλημα του δεν είναι μόνο ο Ιμάμογλου.
Σε δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, ο Τούρκος πρόεδρος υπολείπεται από κάθε κοινό υποψήφιο της αντιπολίτευσης στις επικείμενες εθνικές εκλογές. Συγκεκριμένα ο Ιμάμογλου παρουσιάζεται να κερδίζει με ποσοστό άνω του 40% τον Ταγίπ Ερντογάν, ενώ τα ποσοστά για την υπερσυντηρητική εθνικίστρια Μεράλ Ακσενερ κινούνται στα ίδια επίπεδα. Αντιστοίχως ο Μανσούρ Γιαβάς, δήμαρχος της Άγκυρας, βαθιά στην Τουρκία, συγκεντρώνει ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά, αν και δεν είναι σαφές ποιος θα είναι ο κοινός υποψήφιος της αντιπολίτευσης. Ο μόνος υποψήφιος της αντιπολίτευσης, με τον οποίο είναι ισορροπημένη η μάχη -και εν τέλει ο Ερντογάν μπορεί να τον κερδίσει- είναι ο πρόεδρος του κόμματος των Κεμαλιστών, Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου.
Είναι πλέον προφανές πως ο Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να διαλέξει αντίπαλο ενόψει της επικείμενης μάχης επιβίωσης, ενώ οι κεμαλιστές αλλά και κι όλη η αντιπολίτευση εμφανίζεται ενισχυμένη. Οι αναφορές των στελεχών του και του ιδίου για αλλαγή του χρόνου των εκλογών αποτελούν μία προσπάθεια για να εκμεταλλευτεί το γεγονός πως δεν έχει αναδειχθεί κοινός υποψήφιος της αντιπολίτευσης ακόμα και τώρα.
Τα έξι κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης έχουν συγκροτήσει μία συμμαχία, απέναντι στον Ερντογάν. Μετά το διαβόητο δημοψήφισμα που επέτρεψε στον Τούρκο πρόεδρο να συγκεντρώσει σχεδόν όλες τις εξουσίες στο καθεστώς του, το καθεστώς διολίσθησε ακόμα περισσότερο στην αυταρχικότητα, καθιστώντας σαφές στους αντιπάλους του πως δεν πρόκειται να απειληθεί, εάν δεν ενωθούν. Η εκλογική τους σύμπραξη ωστόσο δεν σημαίνει πως έχουν εξαλειφθεί οι μεταξύ τους διαφορές καθώς κι ο ανταγωνισμός.
Η ιδιαίτερη συγκυρία έχει ανοίξει την όρεξη σε όλους να είναι υποψήφιοι και να προσπαθήσουν να εκθρονίσουν τον Ερντογάν. Ακόμα κι ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θεωρεί πως θα πρέπει να είναι εκείνος ο κοινός ανθυποψήφιος του Ερντογάν ως επικεφαλής του κόμματος της μείζονος της αντιπολίτευσης. Αυτό είναι κάτι που μάλλον θα προτιμούσε κι ο Ερντογάν, γνωρίζοντας το παλαιοκομματικό στυλ του Κιλιντσάρογλου. Αν κι η σκληροπυρηνική Ακσενέρ με τον εμπρηστικό λόγο είναι σαφώς μεγαλύτερη απειλή για τον Τούρκο πρόεδρο, ο Κιλιντσάρογλου παραμένει ένας πιθανός υποψήφιος.
Η ψήφος των Κούρδων βέβαια διατηρεί τη σημασία της. Η πολεμική που έχει επιστρατεύσει ο Ερντογάν εναντίον των Κούρδων πολιτικών είναι συνεχής, προσπαθώντας να υφαρπάξει την ψήφο του πληθυσμού τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας να στερήσει την κρατική επιχορήγηση από το φιλοκουρδικό HDP και να μπλοκάρει τους τραπεζικούς λογαριασμούς του.
Από τη στιγμή που το προοδευτικό κίνημα κατάφερε να γίνει το τρίτο σε δύναμη πολιτικό κόμμα της χώρας κι ο ηγέτης Σελαχατίν Ντεμιρτάς αναδείχθηκε σε ανταγωνιστή του Ερντογάν, τέθηκε σε λειτουργία η απόπειρα εξουδετέρωσης του. H διακοπή της λειτουργίας του ενυπάρχει ακόμα στην ατμόσφαιρα, που κυριαρχείται από την βαρετή επανάληψη των αιτιάσεων για «τρομοκρατία». Το HDP μπορεί να μην ανήκει στη Συμμαχία των Έξι της αντιπολίτευσης, αλλά ενδέχεται να αποτελέσει κομβικό παράγοντα την επομένη των εκλογών.
Βέβαια, το τουρκικό καθεστώς προσπαθεί να αλλοιώσει και τους κανόνες ενόψει της πιο δύσκολης μάχης που έχει μπροστά του. Ήδη τον Απρίλιο ενέκρινε τη μείωση του ποσοστού ψήφων που απαιτείται για μπει ένα πολιτικό κόμμα στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας, από το 10%, που βρισκόταν εδώ και 40 χρόνια. Το δυσθεώρητο εκλογικό όριο είχε εισαχθεί για τον υπαρξιακό φόβο του βαθέως τουρκικού κράτους απέναντι στους Κούρδους, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει την είσοδο των κουρδικών κομμάτων στη Βουλή.
Εν τέλει αποτελούσε τροχοπέδη για τον σύμμαχο του Ερντογάν, ακραίο υπερεθνικιστή Ντελβλέτ Μπαχτσελί, που είχε ήδη δει τα ποσοστά του να κατρακυλούν αφού συνέπραξε με τον Ερντογάν, κάτι που σήμαινε πως το κόμμα του δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει την είσοδο του στη βουλή κατά τις γενικές εκλογές, που ήταν προγραμματισμένες για τον Ιούνιο του 2023.
Ταυτόχρονα, οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο που επιδίωξε ο Ερντογάν εισήγαγαν νέους περιορισμούς για να εμποδίσουν τους βουλευτές να αλλάζουν μεταξύ πολιτικών κομμάτων κι εν τέλει να σταματήσουν τη συνεργασία των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Ας μην ξεχνάμε πως το «Καλό Κόμμα» της Ακσενέρ συνέπραξε στις προηγούμενες εκλογές με τους κεμαλιστές, ώστε να εξασφαλίσει θέσεις στη Βουλή.
Ταυτόχρονα το καθεστώς μετέβαλε τους κανόνες που επέτρεπαν στα μικρά κόμματα να κερδίσουν έδρες στις εκλογικές περιφέρειες όπου λάμβαναν μικρό μερίδιο ψήφων, πριμοδοτώντας ουσιαστικά το κόμμα που συγκεντρώνει υψηλότερο ποσοστό στην κάθε περιφέρεια. Με αυτούς τους περιορισμούς κι αυτά τα μπόνους, ο Ερντογάν προσπαθεί να διατηρήσει την κυριαρχία του την επόμενη ημέρα.
Το ζήτημα βέβαια παραμένει κατά πόσο ο ασφυκτικός έλεγχος του ερντογανικού καθεστώτος στην Τουρκία, όπως φαίνεται από τη στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ΜΜΕ και του δικαστικού συστήματος θα επιτρέψει στον Τούρκο πρόεδρο να επιβιώσει ακόμα μία φορά. Οι αυξήσεις 25% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, των συνταξιούχων κι η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 55% στο 2023 που ανακοίνωσε προεκλογικά, ενώ ο πληθωρισμός είναι πολύ μεγαλύτερος, δείχνει πως ο Ερντογάν θέλει να παλέψει μέχρι το τέλος, ώστε να επικρατήσει το αφήγημα του.