Πρόταση μομφής κατά Τραμπ τη Δευτέρα
Reuters

Πρόταση μομφής κατά Τραμπ τη Δευτέρα

Δημοκρατικοί βουλευτές σχεδιάζουν να καταθέσουν τη Δευτέρα νέα άρθρα μομφής εναντίον του απερχόμενου Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, για την απομάκρυνσή του από το αξίωμα πριν τις 20 Ιανουαρίου. 

Αν αυτό συμβεί, ο Τραμπ θα είναι ο μόνος Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που έχει δεχθεί δύο προτάσεις μομφής.  Υπενθυμίζεται ότι μια πρόταση μομφής χρειάζεται μια απλή πλειοψηφία στο Κογκρέσο, αλλά αυξημένη πλειοψηφία 2/3 στη Γερουσία. Την πρώτη φορά, η ελεγχόμενη από Ρεπουμπλικάνους Γερουσία είχε αποτρέψει το ενδεχόμενο αποπομπής του. Εκείνη ήταν η μόλις τρίτη φορά που γινόταν κάτι τέτοιο στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ.

Η πρώτη ήταν το 1868 κατά του πρόεδρου Άντριου Τζόνσον και η δεύτερη το 1998 κατά του Μπίλ Κλίντον. Ωστόσο καμία από τις δύο δεν συγκέντρωσε τις απαραίτητες ψήφους. Η περίπτωση του Ρίτσαρντ Νίξον με το σκάνδαλο Watergate ήταν διαφορετική, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ βλέποντας ότι η διαδικασία καθαίρεσής του θα ολοκληρωθεί, αποφάσισε να παραιτηθεί του αξιώματός του.

Tα άρθρα, τα οποία συγκροτούν επίσημο κατηγορητήριο για παράβαση καθήκοντος, συντάχθηκαν από τους Δημοκρατικούς βουλευτές Ντέιβιντ Σίσιλιν, Τεντ Λιου και Τζέιμι Ράσκιν μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ από υποστηρικτές του Τραμπ.

Ο ένοικος του Λευκού Οίκου μεταξύ άλλων κατηγορείται για «υποκίνηση βίας κατά της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών».

Στα άρθρα μομφής επίσης αναφέρεται η συνομιλία του Ρεπουμπλικάνου προέδρου με τον υπουργό Εσωτερικών της Πολιτείας της Τζόρτζια Μπραντ Ράφενσμπεργκερ, στην οποία ο Τραμπ ζητά από τους εκλογικούς αξιωματούχους της Πολιτείας να «βρουν» σχεδόν 11.000 ψήφους για να ανατρέψει την ήττα του στις εκλογές στην Τζόρτζια.

«Ο πρόεδρος Τραμπ έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια των ΗΠΑ και των κυβερνητικών της θεσμών. Απείλησε την ακεραιότητα του δημοκρατικού συστήματος, παρενέβη στην ειρηνική μετάβαση εξουσίας και απείλησε έναν συντονιστικό τομέα διακυβέρνησης», αναφέρεται στο κατηγορητήριο που συντάσσουν οι βουλευτές.

Κορυφαία στελέχη των Δημοκρατικών έλεγαν ότι πιστεύουν ότι το Σώμα μπορεί να κατηγορήσει τον Ρεπουμπλικανικό πρόεδρο εντός μίας εβδομάδας, αλλά με τη θητεία του Τραμπ να λήγει ούτως ή άλλως στις 20 Ιανουαρίου και την Γερουσία να ελέγχεται ακόμη από τους Ρεπουμπλικάνους, οι προοπτικές του να καθαιρεθεί από το αξίωμά του είναι αβέβαιες.

Πριν από τις σκέψεις για εκ νέου κατάθεση πρότασης μομφής, οι Δημοκρατικοί είχαν καλέσει τον Αντιπρόεδρο Πένς και το κυβερνητικό σχήμα να επικαλεστεί την 25η Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία θα τους επέτρεπε να απομακρύνουν τον απερχόμενο πρόεδρο πριν τις 20 Ιανουαρίου, όταν και λήγει η θητεία του. Ωστόσο ο Πένς αρνήθηκε.

Βάσει του αμερικανικού Συντάγματος η νομοθετική εξουσία μπορεί να ξεκινήσει διαδικασία καθαίρεσης του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας με τον εξής τρόπο. Η «κάτω βουλή» της χώρας, δηλαδή η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει με απλή πλειονοψηφία. Στη συνέχεια, η «άνω βουλή», η Γερουσία, μετατρέπεται σε ειδικό δικαστήριο. Σε αυτό κατηγορούμενος είναι ο πρόεδρος της χώρας. Πρόεδρος του ειδικού δικαστηρίου αναλαμβάνει ο πρόεδρος του Ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας και οι Γερουσιαστές έχουν τον ρόλο των ενόρκων. Σε περίπτωση που 66 από τους 100 Γερουσιαστές ( ειδική πλειονοψηφία 2/3) ψηφίσουν υπέρ της καθαίρεσης, ο πρόεδρος χάνει το αξίωμα του. 

Ένα άλλο σενάριο, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι αυτό της καθαίρεσης του Ντόναλντ Τραμπ μετά την ολοκλήρωση της προεδρικής του θητείας. Σε αυτή τη περίπτωση τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα, καθώς οι Δημοκρατικοί θα ελέγχουν και τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου. Αυτή η καθαίρεση δεν θα έχει μόνο συμβολική σημασία αλλά θα έχει και πολιτική ουσία, καθώς θα ισοδυναμεί με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα μπορεί να θέσει ξανά υποψηφιότητα για κανένα ομοσπονδιακό αξίωμα.

 Δεν λείπουν, όμως, και οι πολιτικές φωνές που εκφράζουν σκεπτικισμό για μια ενδεχόμενη καθαίρεση του Ντόναλντ Τραμπ μόλις 13 μέρες πριν από την παράδοση της εξουσίας. Όσοι ακολουθούν αυτή τη σχολή σκέψης θεωρούν ότι μια τέτοια κίνηση θα δυναμιτίσει αχρείαστα το κλίμα περισσότερο και θα υπονομεύσει τη δυνατότητα του Τζο Μπάιντεν να εμφανιστεί ως ένας ενωτικός πρόεδρος που θα επουλώσει τις πληγές του διχασμού. Επιπλέον, εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο θα ηρωοποιήσει τον Ντόναλντ Τραμπ στα μάτια του σκληρού πυρήνα της εκλογικής του βάσης και ως εκ τούτου θα ισχυροποιήσει τη πολιτική του θέση μέσα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα γεγονότα του Καπιτωλίου φαίνεται πως λειτούργησαν ως επιταχυντής εξελίξεων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός εντελώς διαφορετικού πολιτικού σκηνικού στην αμερικανική πρωτεύουσα.