Tου Γιώργου Παυλόπουλου
Στριμωγμένος από τις ΗΠΑ, που τον έχουν ουσιαστικά επικηρύξει επειδή επιχείρησε να εγκαταλείψει το... μαντρί και να ακολουθήσει αυτόνομη πορεία, ο Ταγίπ Ερντογάν έφτασε σε ένα σημείο από το οποίο δεν υπάρχει εύκολη διαφυγή. Αν επιλέξει να αντισταθεί μέχρι τέλους και να μην συνθηκολογήσει, διακινδυνεύοντας την ταπείνωση και την διαπόμπευσή του, τότε θα αναγκαστεί να πάρει μεγάλα ρίσκα: Είτε να προκαλέσει σε μονομαχία το δολάριο και τις αγορές, στοχεύοντας σε μια ηρωική έξοδο, αλλά και διακινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να βρεθεί ανάσκελα. Είτε να αναζητήσει άλλον ή άλλους ισχυρούς προστάτες, που θα επιχειρήσουν να τον βγάλουν από τη δύσκολη θέση -απαιτώντας, φυσικά, το ανάλογο αντίτιμο.
Στη δεύτερη περίπτωση, την οποία μοιάζει για την ώρα να προτιμά ο επίδοξος «σουλτάνος», οι επιλογές δεν είναι πολλές. Η μία και μάλλον πιο αυτονόητη είναι η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, με την οποία ήδη έχει οικοδομήσει δεσμούς σε όλα τα επίπεδα. Μόνο που εδώ ανακύπτουν δύο τουλάχιστον προβλήματα: Το ένα είναι ότι ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου δύσκολα θα αποφασίσει, σε αυτή τη φάση, να έρθει σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τους Αμερικανούς, διακινδυνεύοντας τα πάντα για χάρη της Τουρκίας. Και το δεύτερο, ότι η Μόσχα μπορεί να προσφέρει πολλά, όχι όμως απεριόριστη οικονομική βοήθεια και δολάρια, μιας και γνωρίζει ότι και η ίδια και το ρούβλι είναι ευάλωτοι στις διαθέσεις της Ουάσινγκτον και των πάσης φύσης κερδοσκόπων.
Η δεύτερη επιλογή είναι η Κίνα, η αναδυόμενη παγκόσμια υπερδύναμη, η οποία διαθέτει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα και αναζητεί συμμάχους και εταίρους σε όλο τον κόσμο και ειδικά στις χώρες τις οποίες επιδιώκει να διασχίσει ο νέος Δρόμος του Μεταξιού. Και εδώ, όμως, τα πράγματα δεν είναι εύκολα: Αφενός, διότι η Τουρκία δεν ανήκει στην άμεση γειτονιά των Κινέζων, οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι μετοχές τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου είναι ακόμη σχετικά λίγες και η δυνατότητα δυναμικής επέμβασής τους ακόμη πιο μικρή. Και αφετέρου, επειδή ο Ερντογάν γνωρίζει πως το Πεκίνο δεν θα διστάσει να τον πουλήσει «στεγνά» εάν εκτιμήσει ότι έχει έτσι να κερδίσει περισσότερα στο μπρα-ντε-φερ του με τους Αμερικανούς.
Θέμα συμφέροντος
Τι μένει, λοιπόν; Μα φυσικά η Ευρώπη! Η Ευρώπη της Μέρκελ και του Μακρόν, στους οποίους ο Ερντογάν έχει επιτεθεί επανειλημμένως, φτάνοντας να τους κατηγορήσει ότι υποθάλπουν την τρομοκρατία (των Κούρδων) και είναι λιγότερο δημοκράτες από τον ίδιο. Την Ευρώπη των εκατομμυρίων Τούρκων μεταναστών, τους οποίους έχει καλέσει να καταψηφίσουν τις κυβερνήσεις και τα κόμματα που του πάνε κόντρα. Την Ευρώπη της Ελλάδας και της Κύπρου, των δύο χωρών που η Άγκυρα αντιμετωπίζει ως κόκκινο πανί. Την Ευρώπη η οποία έχει απαντήσει σε όλα αυτά παγώνοντας τις ενταξιακές διαδικασίες.
Κι όμως. Αυτή η Ευρώπη είναι η μόνη που (εν δυνάμει...) διαθέτει το οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό ειδικό βάρος για να στηρίξει την Τουρκία του Ερντογάν σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Όχι βεβαίως επειδή τον αγάπησε ή τον συμπάθησε ξαφνικά, αλλά επειδή γνωρίζει ότι μπορεί να κερδίσει πολλά από αυτόν. Και κυρίως, να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι ο κυματοθραύστης πάνω στον οποίο θα συνεχίσουν να σπάνε τα κύματα του πολέμου, του προσφυγικού και των άλλων διενέξεων και συγκρούσεων που μαίνονται ανατολικότερα της Μεσογείου.
Προφανώς, υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος που ίσως την κάνει να το ξανασκεφτεί και να προσεγγίσει τον Ερντογάν: Η διαρκώς οξυνόμενη αντιπαράθεσή της με τον παραδοσιακά φυσικό της σύμμαχο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μοιάζουν με ταύρο σε υαλοπωλείο στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους.
Σε αυτό το φόντο, η επικείμενη (αν δεν υπάρξει κάποια έκπληξη) επίσκεψη του Ερντογάν στο Βερολίνο και η συνάντησή του με την Ανγκελα Μέρκελ, στα τέλη Σεπτεμβρίου, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Όπως και η επιλογή του να επικοινωνήσει τόσο με την Γερμανίδα καγκελάριο όσο και με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, αμέσως μετά την επίθεσ που δέχθηκε από τον Τραμπ καιτην ελεύθερη κατρακύλα που προκλήθηκε στη λίρα. Το ίδιο και η διαφαινόμενη σύμπλευσή του μαζί τους τόσο στο ζήτημα του Ιράν και του πυρηνικού του προγράμματος όσο και της Συρίας.
Το ερώτημα είναι μέχρι πού είναι διατεθειμένη να φτάσει η Ευρώπη. Κοντός ψαλμός.
Ozan Kose/Pool Photo via AP