Ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα στη Συρία, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τόσο την Τουρκία, όσο και το Ισραήλ, το χάσμα μεταξύ των οποίων φαίνεται να βαθαίνει ακόμη περισσότερο όσο καταλαγιάζει ο αρχικός «θόρυβος» από την αιφνίδια κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, ενώ την ίδια ώρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ φαίνεται να υπολογίζουν στον κουρδικό παράγοντα και προσπαθούν να διασφαλίσουν τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη οι προβληματισμοί είναι διαφορετικοί και εστιάζονται πρωτίστως στη διαχείριση του Προσφυγικού. Και οι δύο ωστόσο, ΗΠΑ και ΕΕ, προσδίδουν ρόλο-κλειδί στην Τουρκία και δείχνουν την πρόθεση να παραμερίσουν το τζιχαντιστικό παρελθόν της νέας εξουσίας στη Δαμασκό.
Οι τελευταίες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ τάραξαν τα νερά, προκαλώντας ερωτήματα για τις προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Ο εκλεγμένος πρόεδρος «πίστωσε» στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Είπε πως η Τουρκία έκανε μία «μη φιλική κατάληψη του ελέγχου» στη Συρία (παραπέμποντας στον επιχειρηματικό όρο της επιθετικής εξαγοράς).
Χαρακτήρισε τον Τούρκο πρόεδρο «πολύ έξυπνο τύπο και πολύ επίμονο», με τον οποίο «τα πάω σπουδαία», σημειώνοντας πως έχει δημιουργήσει έναν «πολύ δυνατό στρατό» που δεν έχει «υποστεί φθορά» από τον πόλεμο που διεξάγει. «Αυτή τη στιγμή, η Συρία έχει πολλά, ξέρετε, υπάρχουν πολλά ασαφή... Νομίζω ότι η Τουρκία θα κρατήσει το κλειδί για τη Συρία», δήλωσε. Μόλις πριν από λίγα 24ωρα, η Ρεπουμπλικανή Νίκι Χέιλι χαρακτήριζε επίσης την Τουρκία «κλειδί για την αποδυνάμωση του Ιράν».
Οι τελευταίες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό στην Άγκυρα, και παρουσιάστηκαν από τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης ως αναγνώριση από τις Ηνωμένες Πολιτείες της στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος της χώρας και της προσωπικής επιτυχίας του Ερντογάν.
Ωστόσο, διπλωματικοί κύκλοι στην Άγκυρα παραμένουν επιφυλακτικοί για τις προθέσεις του Τραμπ, διακρίνοντας ορισμένοι εξ αυτών δυνατότητα διπλής ανάγνωσης πίσω από τις δηλώσεις του, καθώς -όπως υποστηρίζουν- θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ότι εμπεριέχουν μία κεκαλυμμένη προειδοποίηση ότι θεωρεί την Τουρκία υπόλογη για ό,τι συμβαίνει στη Συρία.
Στην προηγούμενη προεδρική του θητεία ο Ντόναλντ Τραμπ ήθελε να απαλλαγεί από το οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό κόστος της εμπλοκής των ΗΠΑ στη Συρία και να διαθέσει τους πόρους αυτούς στο εσωτερικό, κάτι που τελικά δεν μπόρεσε να κάνει, πιθανώς επειδή είχαν διαφορετική άποψη το Στέιτ Ντιπάρμετντ και το Πεντάγωνο. Ενδείξεις ότι, τέσσερα χρόνια μετά, έχει αλλάξει αυτή η διαφορά προσέγγισης μεταξύ των κέντρων εξουσίας στις ΗΠΑ δεν υπάρχουν.
Από το δε στρατόπεδο της απερχόμενης αμερικανικής κυβέρνησης, ο Άντονι Μπλίνκεν, λίγες μόλις ημέρες πριν αποχωρήσει από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, έσπευσε στην Άγκυρα για να αποτρέψει τις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο συριακό έδαφος, είτε άμεσα από τον τουρκικό στρατό, είτε με τη χρήση των πληρεξούσιων δυνάμεων του Συριακού Εθνικού Στρατού, εναντίον των υποστηριζόμενων από τους Αμερικανούς κουρδικών δυνάμεων. Η Αγκυρα συνδέει την κουρδική παράταξη PYD και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), με την κουρδική οργάνωση ΡΚΚ και την τρομοκρατία.
Στην Άγκυρα ο Μπλίνκεν ήταν προσεκτικός και απέφυγε να εκφέρει τον όρο «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις», δηλαδή τους Κούρδους, τους οποίους είχε χαρακτηρίσει συνεργάτες ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα στην Ιορδανία. Είπε όμως ότι είναι «επιτακτική ανάγκη» να διασφαλιστεί ότι δεν θα επανεμφανιστεί το Ισλαμικό Κράτος. Πάνω από 50.000 μέλη του Ισλαμικού Κράτους βρίσκονται σε στρατόπεδα που περιφρουρούν οι κουρδικές δυνάμεις στη Συρία.
Λίγες ώρες αργότερα, σε συνέντευξή του στο τουρκικό δίκτυο NTV, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, αποκάλυπτε ουσιαστικά τι ζήτησε από την αμερικανική πλευρά: Τα μέλη του ΡΚΚ θα εγκαταλείψουν τη Συρία, το ίδιο και όσοι κατέχουν διοικητικές θέσεις στις SDG, οι υπόλοιποι θα αφοπλιστούν και θα αποκατασταθεί η εξουσία της Δαμασκού ανατολικά του Ευφράτη.
Οι αντιστάσεις που βρίσκει στο πεδίο της Συρίας η Άγκυρα δεν προέρχονται μόνο από την πλευρά των Κούρδων, υπό τη μορφή ένοπλης εμπλοκής μάλιστα, όπως ήδη συμβαίνει, ούτε είναι μόνο η αδυναμία των ΗΠΑ στο να βρουν τον βηματισμό τους υπό τις νέες συνθήκες με έναν προβληματικό σύμμαχό τους, όπως είναι η Τουρκία. Προέρχονται και από το ίδιο το Ισραήλ.
Οι επιπτώσεις από την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ για το Ισραήλ είναι πολλές και ακόμα εξακολουθούν να ξεδιπλώνονται. Σε πρώτη φάση το Ισραήλ δεν έχει λόγο να πανηγυρίζει την πτώση του Άσαντ για τους εξής κυρίως λόγους:
- Για το Ισραήλ οι τζιχαντιστές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ είναι «λύκοι με προβιά», κατά δήλωση της υφυπουργού Εξωτερικών Χαρέν Χάσκελ. Η αποδυνάμωση του «άξονα της αντίστασης» του Ιράν, ενώ σαφώς αποτελεί θετική εξέλιξη, οδήγησε στη Συρία στην επικράτηση των τζιχαντιστών, που ναι μεν δεν συμμαχούν με την φιλοϊρανική Χαμάς (και άλλες ανάλογες παλαιστινιακές τρομοκρατικές οργανώσεις), ιδεολογικά όμως είναι συγγενείς με αυτήν και πρώτη ενέργειά τους μετά την κατάληψη του Χαλεπίου ήταν να υψώσουν την παλαιστινιακή σημαία στο εμβληματικό κάστρο της πόλης.
- Μέσω της επιρροής που ασκεί στην Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (χωρίς πλήρως να την ελέγχει) υπάρχει πλέον έμμεση παρουσία της Τουρκίας στα σύνορα του Ισραήλ, ενώ ο ρόλος που διαδραματίζει διευρύνεται στο σύνολο της συριακής επικράτειας, και δεν περιορίζεται πλέον μόνο στον Βορρά, όπου εδώ και χρόνια είχε ούτως ή άλλως και στρατιωτική παρουσία.
- Στόχος της Άγκυρας είναι η εξάλειψη του κουρδικού παράγοντα, τον οποίο το Ισραήλ βλέπει -όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών, Γκίντεον Σάαρ- ως «φυσικό σύμμαχό» του στη Μέση Ανατολή μαζί με τους Δρούζους.
Τη θέση του Ισραήλ σε σχέση με την τουρκική παρουσία στη Συρία περιέγραψε χθες με τον πλέον εύγλωττο τρόπο η ανακοίνωση του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών: «Η Τουρκία έχει εισβάλει συστηματικά στο συριακό έδαφος, μία διαδικασία που ξεκίνησε με στρατιωτικές επιχειρήσεις το 2016, το 2018 και το 2019 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η Τουρκία έχει δημιουργήσει ζώνες πληρεξουσίων όπου ένοπλες ομάδες, όπως ο Συριακός Εθνικός Στρατός, λειτουργούν υπό τον έλεγχό της. Επί του παρόντος, περίπου το 15% του εδάφους της Συρίας βρίσκεται υπό τον έλεγχο των υποστηριζόμενων από την Τουρκία δυνάμεων. Στις περιοχές αυτές χρησιμοποιείται το τουρκικό νόμισμα και λειτουργούν τουρκικά τραπεζικά υποκαταστήματα και ταχυδρομικές υπηρεσίες. Επιπλέον, ο τουρκικός στρατός βομβαρδίζει υποδομές στη βορειοανατολική αυτόνομη περιοχή της Συρίας χρησιμοποιώντας αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Η Τουρκία υποστηρίζει τις τζιχαντιστικές δυνάμεις που δρουν εναντίον των Κούρδων στη Συρία. Η τελευταία χώρα που μπορεί να μιλήσει για κατοχή στη Συρία είναι η Τουρκία».
Γέφυρες προς τον νέο «χαλίφη» της Δαμασκού, Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι (Αχμέντ αλ Σάρα), δεν ρίχνουν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε είναι οι μοναδικές που αποδέχονται τον αναβαθμισμένο ρόλο της Άγκυρας. Το ίδιο πράττει και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, βρέθηκε χθες στην Άγκυρα για να συζητήσει τις εξελίξεις στη Συρία με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και να του πει ότι η Τουρκία έχει να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της Συρίας και ότι για την παρουσία εκεί των PYD και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων πρέπει «να κατανοήσουμε τις νόμιμες ανησυχίες της Τουρκίας για την ασφάλεια».
Προσέφερε επίσης στην Τουρκία επιπλέον ενίσχυση ύψους 1 δισ. ευρώ για να στηρίξει τις προσπάθειές της να φιλοξενήσει Σύρους πρόσφυγες. Η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) εκτιμά ότι περίπου ένα εκατομμύριο Σύροι είναι πιθανόν να επιστρέψουν στη Συρία κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, με φόντο πια την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είπε ακόμη ότι «τώρα πρέπει να εντείνουμε και να συνεχίσουμε την άμεση επαφή μας με την Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS) και τις άλλες ομάδες», βάζοντας στην άκρη ουσιαστικά το πρόσφατο τζιχαντιστικό παρελθόν τους. Παρότι προ ημερών η Κομισιόν δήλωνε ότι δεν εμπλέκεται σε διάλογο με την HTS, υψηλόβαθμος Ευρωπαίος διπλωμάτης πρόκειται να μεταβεί στη Δαμασκό για συνομιλίες με πρωτοβουλία της νέας επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάγια Κάλας, η οποία επισημαίνει πάντως πως «προς το παρόν στέλνουν τα σωστά μηνύματα, αλλά χρειαζόμαστε πράξεις».