Παρά το γεγονός ότι ο Τζο Μπάιντεν είναι ο αναμφισβήτητος νικητής των αμερικανικών εκλογών, έχοντας αποσπάσει συγχαρητήρια ξένων ηγετών αλλά και στελεχών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος συμπεριλαμβανομένου του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους, ο Λευκός Οίκος υψώνει σημαντικά εμπόδια για τη διαδικασία μετάβασης στην επόμενη μέρα.
Οι Ομοσπονδιακές Υπηρεσίες
Το πρώτο εμπόδιο είναι πρακτικής φύσης για τον Τζο Μπάιντεν και το επιτελείο του, καθότι δεν μπορεί να ξεκινήσει τη διαδικασία μετάβασης, αν δεν ακολουθηθεί το πρωτόκολλο από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Εν προκειμένω, η Έμιλι Μέρφι επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Γενικής Υπηρεσίας, διορισμένη από την κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει επικυρώσει τη νίκη Μπάιντεν.
Έως ότου η Μέρφι λάβει την εντολή ότι ο Μπάιντεν είναι εκλεγμένος πρόεδρος, η ομάδα μετάβασης του δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε κυβερνητικά κεφάλαια ή να επικοινωνεί με τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες που θα στελεχωθούν. Οι ειδικοί λένε ότι η καθυστέρηση θα μπορούσε να εμποδίσει την προσπάθεια του Μπάιντεν. «Κάθε μέρα μετράει σε μια μετάβαση, φέτος περισσότερο από οποιαδήποτε μετάβαση από το 1932», δήλωσε ο Ντέιβιντ Μάρτσικ, διευθυντής του Κέντρου Προεδρικής Μετάβασης.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τα δικαστήρια
Η ομάδα του Τραμπ διεξάγει δικαστικές μάχες σε πολλές πολιτείες, όπου κέρδισε ο Μπάιντεν, όπως η Πενσιλβάνια και η Νεβάδα, σε μια προσπάθεια να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα. Των προσπαθειών αυτών ηγούνται κυρίως οι γιοι του απερχόμενου προέδρου, οι οποίοι καταγγέλλουν χωρίς να δίνουν στοιχεία παρατυπίες στις εκλογές. Οι προσπάθειες της ομάδας του Τραμπ όμως δεν έχουν πολλές πιθανότητες να πετύχουν, καθώς μέχρι στιγμής δεν έχουν καταφέρει να προσφέρουν αποδείξεις.
Η στρατηγική του Τραμπ είναι να υποστηρίξει ότι οποιοδήποτε μέτρο που κατέστησε την ψηφοφορία ευκολότερη και ασφαλέστερη εν μέσω πανδημίας είναι αντισυνταγματικό. Ένα δεύτερο επιχείρημα που έχει αναπτυχθεί είναι ότι πολλά από τα μέτρα για την εξασφάλιση ευκολότερης ψηφοφορίας έχουν ληφθεί από κρατικούς αξιωματούχους - όπως κυβερνήτες - και όχι από κρατικούς νομοθέτες (γερουσιαστές), ανοίγοντας τον δρόμο, όπως λένε συντηρητικοί, για μια συνταγματική εκτροπή.
Την ίδια ώρα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ να επιμένει ότι υπήρξε «νοθεία» ζήτησε να ελεγχθούν τυχόν «ουσιαστικές» καταγγελίες για παρατυπίες στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου από τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς. Ο Μπαρ, ένας από τους πιο πιστούς υπουργούς του Τραμπ, υπογράμμισε ότι «πομπώδεις ή τραβηγμένες καταγγελίες» δεν θα πρέπει να αποτελέσουν βάση για έρευνα, ενώ τόνισε ότι η επιστολή του δεν σημαίνει ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει εντοπίσει αποδείξεις για παρατυπίες στις εκλογές οι οποίες επηρέασαν το αποτέλεσμα.
Η Γερουσία και οι Ρεπουμπλικάνοι
Με φόντο τα παραπάνω, ο επικεφαλής της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ δήλωσε ότι ο απερχόμενος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ «έχει κάθε δικαίωμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη» με αφορμή τα όσα υποστηρίζει ο Λευκός Οίκος περί νοθείας στις εκλογές.
Ο Γερουσιαστής από το Κεντάκι μιλώντας στη πρώτη συνεδρίαση του σώματος μετά τις εκλογές δεν έκανε καμία αναφορά στον εκλεγμένο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τη εκλεγμένη αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις. Αντίθετα, είπε οτι σε τουλάχιστον πέντε πολιτείες το «αποτέλεσμα είναι αμφισβητούμενο, γεγονός που δίνει το δικαίωμα στον πρόεδρο να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Όλες οι νόμιμες (ψήφοι) πρέπει να μετρηθούν και να εξαιρεθούν οι άκυρες».
Η δήλωση του Μακόνελ εντάσσεται στο πλαίσιο του πολιτικού σχεδιασμού του να διατηρηθεί ο έλεγχος της Γερουσίας, από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Με δεδομένο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα εξασφαλίσουν δύο ακόμα θέσεις στη Γερουσία, από τη Βόρεια Καρολίνα και την Αλάσκα, τα αριθμητικά δεδομένα τους δίνουν 50 Γερουσιαστές έναντι 48 των Δημοκρατικών. Το νούμερο αυτό δεν είναι αρκετό, γιατί αν οι Δημοκρατικοί κερδίσουν και τις δύο θέσεις στη Τζόρτζια, τότε έρχονται ισόπαλοι με τους Ρεπουμπλικάνους, με την Καμάλα Χάρις να γέρνει υπέρ τους τη πλάστιγγα.