Έχουν περάσει 41 ολόκληρα χρόνια από την πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Μία κίνηση η οποία είχε τότε συνοδευτεί, ανάμεσα στα άλλα, από το «άδειασμα» που έκανε η Ουάσινγκτον στην Ταϊβάν και την, έμμεση πλην σαφή, αναγνώριση εκ μέρους της τότε κυβέρνησης ότι το νησί ανήκει στη δικαιοδοσία του Πεκίνου – έστω κι αν ουσιαστικά ποτέ δεν το εγκατέλειψαν, ούτε όμως έπαψαν να το ενισχύουν στρατιωτικά.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι μέχρι χθες, ουδείς υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος είχε επισκεφθεί επισήμως την Ταϊπέι μετά το 1979. Τη χρονιά, δηλαδή, που ο Τζίμι Κάρτερ ολοκλήρωνε το πολιτικό άνοιγμα το οποίο είχε ξεκινήσει ο Ρίτσαρντ Νίξον το 1972, σφραγίζοντάς το με την επίσκεψή του στον Μάο Τσετούνγκ – και η ίδια που βρήκε τον Ντενγκ Χσιαοπίνγκ να μεταβαίνει στο Τέξας και να φωτογραφίζεται περιχαρής στο περίφημο ροντέο του.
Όλα τα παραπάνω ήταν, σε γενικές γραμμές, το αντάλλαγμα το οποίο δέχθηκαν να καταβάλουν οι Αμερικανοί στους Κινέζους, στην προσπάθεια να τους στρέψουν κατά της τότε μεγάλης αντιπάλου τους, της ΕΣΣΔ, ρίχνοντας πρακτικά λάδι στη φωτιά του άτυπου «εμφυλίου» που σιγόκαιγε στο απέναντι στρατόπεδο. Το εάν και κατά πόσο τα κατάφεραν είναι, αναμφίβολα, ένα ζήτημα που δικαιούνται και μπορούν να κρίνουν οι ιστορικοί.
Από την προσέγγιση στον ανταγωνισμό
Πολιτικά, πάντως, μπορεί σε κάθε περίπτωση να θεωρείται βέβαιο ότι οι εποχές της προσέγγισης και της αμοιβαίας κατανόησης έχουν παρέλθει, δίνοντας τη θέση τους στον άγριο ανταγωνισμό ανάμεσα στη νυν και την ανερχόμενη υπερδύναμη. Σε αυτό δε το φόντο, η Ταϊβάν διαδραματίζει για μια ακόμη φορά ιδιαίτερο ρόλο – κάτι που απέδειξε και η υψηλού συμβολισμού επίσημη επίσκεψη την οποία πραγματοποίησε στην πρωτεύουσά της ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ, Άλεξ Αζάρ, σπάζοντας στην πράξη την παράδοση των τεσσάρων και πλέον τελευταίων δεκαετιών.
Δεν συνιστά έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την μήνη του Πεκίνου, ένα μπαράζ επιθετικών δηλώσεων εκ μέρους του, καθώς και τη σύντομη αλλά απειλητική πτήση κινεζικών μαχητικών εντός του εναερίου χώρου της νησιωτικής χώρας. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ειδικά για την κινεζική ηγεσία και τον Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος επιδιώκει να πάρει μια θέση στην ιστορία δίπλα στον Μάο και τον Ντενγκ, η Ταϊβάν αντιπροσωπεύει κυριολεκτικά το «πετράδι στο στέμμα» των φιλοδοξιών τους.
Αυτός ακριβώς, όμως, είναι και ο λόγος που οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να τους κάνουν τη χάρη. Αντιθέτως – έχοντας διδαχθεί και από την εμπειρία της παράδοσης από τους φίλους τους Βρετανούς του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, το 1997 – μοιάζουν αποφασισμένες να... ψήσουν το ψάρι στα χείλη του Σι, διαμηνύοντάς του παράλληλα ότι θα πληρώσει πολύ βαρύ κόστος εάν επιχειρήσει να βάλει στο χέρι την Ταϊβάν. Αυτό, εξάλλου, ήταν και το βασικό, αν όχι το μοναδικό, μήνυμα που μετέφερε ο Αζάρ στην Ταϊπέι.
Εστία μεγάλου κινδύνου
Φυσικά, οι Κινέζοι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους ούτε είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν τα όπλα. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να παραδέχονταν πως δεν μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους στον Ειρηνικό και, κατά συνέπεια, δεν είναι σε θέση να γίνουν μια ισάξια, αν όχι υπέρτερη υπερδύναμη.
Αυτό είναι που κάνει την Ταϊβάν εστία μεγάλου κινδύνου για τη νοτιοανατολική Ασία και για την παγκόσμια ειρήνη. Ειδικά εάν οι εξελίξεις εκεί αντιμετωπιστούν στο φόντο που συνθέτουν οι αντίστοιχες στις Θάλασσες της Νότιας και της Ανατολικής Κίνας, στην Κορεατική Χερσόνησο, στο Χονγκ Κονγκ και άλλα «καυτά» σημεία στην ευρύτερη περιοχή.