Του Γιώργου Παυλόπουλου
«Η Τερέζα Μέι οφείλει πλέον να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η συμφωνία της είναι εξίσου νεκρή με τον παπαγάλο των Μόντι Πάιθονς», δήλωσε στο ραδιόφωνο του BBC η Άντζελα Σμιθ, μία από τους βουλευτές που αποχώρησαν πρόσφατα από τους Εργατικούς και συγκρότησαν ένα νέο κόμμα, το οποίο θεωρεί σίγουρο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα λάβει μέρος στις ευρωεκλογές του Μαΐου και ετοιμάζεται γι'' αυτές.
Μήπως, όμως, η διαπίστωση της Σμιθ δεν ισχύει μόνο για τη συμφωνία της Μέι, αλλά συνολικά για τη σχέση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση – ή, αντιθέτως, για την υπόθεση του Brexit;
Το σίγουρο είναι ότι ακόμη και τώρα, μετά την τρίτη κατά σειρά καταψήφιση της περιβόητης συμφωνίας (που αποτέλεσε την 17η κοινοβουλευτική ήττα της πρωθυπουργού...), ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τι θα συμβεί. Πολύ περισσότερο καθώς στην πραγματικότητα, το θρίλερ δεν ξεκίνησε με το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, ούτε θα τελειώσει με την φημολογούμενη παραίτηση της Μέι ή τη διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος ή πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Το βέτο του ντε Γκολ
Η αλήθεια είναι ότι θρίλερ είναι όλη η πορεία των σχέσεων της Βρετανίας με την υπόλοιπη Ευρώπη, αρχικά με την ΕΟΚ και, στη συνέχεια, με την ΕΕ. Διότι θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η σχέση αυτή δεν βασίστηκε ποτέ στον έρωτα ή, έστω, την έλξη που ένιωθαν οι δύο πλευρές της Μάγχης η μία για την άλλη, αλλά ήταν αποτέλεσμα αλλεπάλληλων και επίμονων προσπαθειών για συνοικέσιο – που συνοδεύονταν από σκληρά παζάρια, εκατέρωθεν πλήγματα και συμβιβασμούς που θα ήταν αδιανόητοι στην περίπτωση οποιοδήποτε άλλου κράτους-μέλους.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε, πολύ σύντομα, πως όταν το Λονδίνο υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ το 1963, δηλαδή έξι ολόκληρα χρόνια μετά τη δημιουργία της, βρέθηκε αντιμέτωπο με το βέτο του στρατάρχη ντε Γκολ, ο οποίος φοβόταν ότι θα κινδύνευε η ηγεμονική θέση της Γαλλίας (και της γλώσσας της και των βιομηχανιών της) στην Ευρώπη. Χρειάστηκε δε να περάσουν δέκα ακόμη χρόνια και να έρθει το 1973 για να ευοδωθεί το βρετανικό αίτημα – και για να συμβεί αυτό, χρειάστηκε να κλιμακωθεί ο Ψυχρός Πόλεμος της Δύσης με την ΕΣΣΔ και οι γεωπολιτικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, να εντείνουν τις πιέσεις τους προς το Παρίσι οι Αμερικανοί και, βεβαίως, να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο ο ντε Γκολ (το 1970).
Η ώρα της Θάτσερ
Αλλά και στη συνέχεια, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Το 1975, διεξήχθη δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, με το ερώτημα της παραμονής ή όχι στην ΕΟΚ. Το αποτέλεσμα – 67% υπέρ – εξομάλυνε για λίγο τα πράγματα και τις διμερείς σχέσεις, αλλά όλα άρχισαν να αλλάζουν και πάλι με την έλευση στην εξουσία της Μάργκαρετ Θάτσερ, το 1979.
Η «Σιδηρά Κυρία» δεν ήταν αποφασισμένη μόνο να συντρίψει τα συνδικάτα και τους Εργατικούς στο εσωτερικό της χώρας της, ούτε απλώς να δώσει ένα καλό μάθημα σε όσους θα τολμούσαν να αμφισβητήσουν την ισχύ της, όπως έκανε με την Αργεντινή στον Πόλεμο των Φόκλαντς το 1982. Επιδίωξε να θέσει σε νέες βάσεις και τις σχέσεις με τον ΕΟΚ, διεκδικώντας περισσότερα προνόμια – κάτι που τελικά πέτυχε το 1984, διασφαλίζοντας αξιοσημείωτες «επιστροφές» σε χρήμα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό (τα περίφημα rebates).
Μετά από όλα αυτά, ήταν δεδομένο ότι η Βρετανία θα ήταν απλώς παρατηρητής των εξελίξεων που δρομολογήθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993, που οδήγησε στη μετονομασία της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση και τη γέννηση του ευρώ. Οι Βρετανοί, άλλωστε, δεν είχαν καμία διάθεση να εκχωρήσουν έστω και το ελάχιστο τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας στις Βρυξέλλες, αλλά και το Βερολίνο, που ήταν πια πανίσχυρο μετά την πτώση του Τείχους, την επανένωση και τη συγκρότηση της ενιαίας Γερμανίας. Πολύ περισσότερο, δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για εγκατάλειψη της στερλίνας για χάρη του ευρώ.
Μπλερ και Κάμερον
Ακόμη και οι ελπίδες ότι Λονδίνο και Βρυξέλλες θα έρθουν πιο κοντά, τις οποίες προκάλεσε η ανάληψη των ηνίων της χώρας το 1997 από τον Εργατικό Τόνι Μπλερ, ο οποίος θεωρούνταν σαφώς πιο φιλοευρωπαϊστής, δεν κράτησαν πολύ. Η πλήρης ευθυγράμμισή του με τις ΗΠΑ του Τζορτζ Μπους στον πόλεμο του Ιράκ, το 2003, προκάλεσε ένα νέο βαθύ ρήγμα στις σχέσεις της ΕΕ με το Ηνωμένο Βασίλειο, που συνοδεύτηκε από βαρύτατους χαρακτηρισμούς και δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Μάλιστα, το 2007 συνέβη και το εξής ασυνήθιστο, που αποτέλεσε μία ακόμη ένδειξη της απόστασης ανάμεσά τους: Ο διάδοχος του Μπλερ, Γκόρντον Μπράουν, δεν παραβρέθηκε στην οικογενειακή τελετή για την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας με τους υπόλοιπους ηγέτες της ΕΕ και επέλεξε να την υπογράψει κατά… μόνας, αργότερα.
Τα πράγματα δεν έγιναν καλύτερα ούτε επί πρωθυπουργίας του Συντηρητικού Ντέιβιντ Κάμερον. Αντιθέτως, επιδεινώθηκαν περαιτέρω όταν το 2011, ο Κάμερον άσκησε για πρώτη φορά το δικαίωμα του βέτο από την ένταξη της χώρας του στην ΕΟΚ, μπλοκάροντας την έγκριση της νέας συνθήκης και οδηγώντας τους υπόλοιπους να υπογράψουν χωρίς τη Βρετανία το νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, στο φόντο της κρίσης που είχε ήδη ξεσπάσει. Για πολλούς, αυτή ήταν και η αρχή της αντίστροφης μέτρησης που οδήγησε στο δημοψήφισμα του 2016, με τα γνωστά αποτελέσματα, μέχρι και σήμερα.
Καθώς η Ευρώπη βυθιζόταν σε κρίση και οι αντιπαραθέσεις γίνονταν ολοένα πιο εμφανείς, οι Βρετανοί άρχισαν να σκέφτονται μήπως θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο και να απεγκλωβιστούν από τη δυσκίνητη ΕΕ.
Όταν δε ξέσπασε και η προσφυγική κρίση, το 2015, πυροδοτώντας ένα κύμα ξενοφοβίας και ενισχύοντας την τάση κλεισίματος των συνόρων, η ζαριά είχε ριχτεί: Ο Κάμερον, υπό την πίεση και του ανερχόμενου UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ, προχώρησε σε επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, ζητώντας από την άλλη πλευρά υποχωρήσεις και δεσμεύσεις που πρακτικά δεν ήταν δυνατό να γίνουν δεκτές.
Και τον Φεβρουάριο του 2016, όταν ανακοίνωσε την κατάληξη των συζητήσεων, προκήρυξε και το δημοψήφισμα του Ιουνίου. Αν και ο ίδιος τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, όπως και η πλειοψηφία των Τόρις (της Μέι συμπεριλαμβανομένης), οι Εργατικοί, οι Φιλελεύθεροι και οι Σκοτσέζοι εθνικιστές, το αποτέλεσμα δεν τους δικαίωσε.
Με 51,8%, οι Βρετανοί επέλεξαν την αποχώρηση, πηγαίνοντας κόντρα στο πολιτικό τους σύστημα, αλλά και τον επιχειρηματικό κόσμο, που επίσης προτιμούσε την παραμονή στην ΕΕ. Και το έκαναν επειδή δεν περίμεναν τίποτα καλό από τις Βρυξέλλες και τους εταίρους τους – χωρίς αυτό να σημαίνει κατ' ανάγκη ότι ήξεραν πού ακριβώς πηγαίνουν.
Θα ρωτήσει κανείς: Εάν το ήξεραν, θα επέλεγαν το ίδιο; Για την ώρα, αυτό είναι απλώς ένα θεωρητικό ερώτημα…