Από τον Ιούνιο του 2016 όταν οι πολίτες της Βρετανίας έκριναν μέσω ενός μη δεσμευτικού δημοψηφίσματος πως η χώρα πρέπει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κοινή αντίληψη στη Γηραιά Αλβιώνα ήταν πως είναι αναγκαία μια αμοιβαία συμφωνία για να υπάρξει ομαλή έξοδος, η οποία θα επηρεάσει όσο το δυνατόν λιγότερο το εμπόριο, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και τις μετακινήσεις. Οι επιπτώσεις ενός no deal Brexit όμως παραμένουν ακόμη και σήμερα αχαρτογράφητες...
Η Τερέσα Μέι ανέλαβε λίγες εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα την πρωθυπουργία της Βρετανίας αλλά χρειάστηκε σχεδόν ένας χρόνος και η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών τον Ιούνιο του 2017 για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές διήρκεσαν 17 ολόκληρους μήνες και τον Νοέμβριο του 2018 η Ευρωπαϊκή Ένωση και η κυβέρνηση της Βρετανίας συμφώνησαν στους όρους αποχώρησης, το ποσό των οικονομικών οφειλών του Λονδίνου προς τις Βρυξέλλες που ορίστηκε στα 36,3 δισεκατομμύρια ευρώ στις 31 Οκτωβρίου 2019 και το καθεστώς διαμονής και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συμφωνία όμως που διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε η Τερέσα Μέι δεν μπόρεσε να εγκριθεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων, λόγω κυρίως του περιβόητου «backstop», το οποίο είναι η νομική εγγύηση ότι η Βόρεια Ιρλανδία δεν θα αποτελέσει το σύνορο της Βρετανίας σε θέματα εμπορίου, υπηρεσιών και μετακίνησης προσώπων. Για την Ιρλανδία όμως το ζήτημα της αποφυγής επαναφοράς των συνόρων με τη Βόρεια Ιρλανδία είναι θέμα ύψιστης εθνικής ασφάλειας και εθνικών συμφερόντων, καθώς κατοχυρώνει την εφαρμογή ειρήνευσης στην Ιρλανδία και την αποφυγή ενός νέου εμφυλίου ανάμεσα στους «Ρεπουμπλικανούς» και τους «Ενωσιακούς».
Το ζήτημα όμως της Ιρλανδίας δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα που προκάλεσε τη μη επικύρωση της συμφωνίας αποχώρησης από τη Βουλή των Κοινοτήτων και την πτώση της Τερέσα Μέι. Οι «Brexiteers» θέλουν να διατηρήσει η Βρετανία ορισμένα από τα προνόμια που έχουν τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν στην Ενιαία Αγορά, χωρίς όμως να έχει και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μια τέτοια συμμετοχή. Θέλουν ουσιαστικά και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο. Είναι προφανές ότι η ΕΕ δεν μπορεί να αποδεχθεί ένα ειδικό καθεστώς για τη Βρετανία, ακόμη και αν αυτό αφορούσε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, βασικά επειδή η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον έχει «κάψει» κάθε είδους εμπιστοσύνη ανάμεσα στα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη και το Λονδίνο.
Εάν λοιπόν δεν υπάρξει τελικά συμφωνία για ομαλή αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ και στις 31 Οκτωβρίου ή λίγους μήνες αργότερα υπάρξει τελικά ασύντακτη έξοδος, ποιές θα είναι οι επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα ειδικότερα;
Η πρώτη επίπτωση από μια ασύντακτη έξοδο της Βρετανίας θα αφορά στο διμερές εμπόριο και τις εισαγωγές και εξαγωγές από και προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 12:01 της 1ης Νοεμβρίου (ή όποτε αυτό συμβεί) η Βρετανία δεν θα ανήκει πλέον στην Κοινή Αγορά και θα αποτελεί για την ΕΕ των 27 μια «τρίτη χώρα». Αυτό σημαίνει ότι θα υπαχθεί στο καθεστώς των όρων του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου και συγκεκριμένα στην κατηγορία του «Most Favored Nation», βάσει του οποίου θα επιβληθούν δασμοί ύψους περίπου 6% στα περισσότερα βρετανικά προϊόντα και πολύ υψηλότεροι όσον αφορά σε τρόφιμα και γεωργικά προϊόντα. Είναι ασαφές το αν η Βρετανία θα επιβάλλει αντίστοιχους δασμούς για τα ευρωπαϊκά προϊόντα, καθώς διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες στο Λονδίνο έχουν δηλώσει πως ενδέχεται να μην υπάρξει καμία επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα αφορά στις ζωές των Ευρωπαίων πολιτών που διαμένουν στη Βρετανία και των Βρετανών πολιτών που διαμένουν στην ΕΕ. Ενώ η Ένωση έχει δηλώσει με κάθε τρόπο ότι θα προστατεύσει πλήρως τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα των Βρετανών πολιτών, όπως και το δικαίωμα διαμονής τους στην ΕΕ, η βρετανική κυβέρνηση φαίνεται να υπαναχωρεί στη δέσμευση που είχε αναλάβει η Τερέσα Μέι για την αντίστοιχη διασφάλιση των Ευρωπαίων πολιτών. Ενώ επισήμως υπάρχει μια διορία μέχρι το Δεκέμβριο του 2020 για την καταχώρηση των Ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία, διάφορες οργανώσεις επισημαίνουν ότι εάν υπάρξει λήξη της ελεύθερης διακίνησης Ευρωπαίων πολιτών προς το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το ασύντακτο Brexit, οι επιχειρήσεις θα είναι δύσκολο να διαχωρίσουν το ποιοί Ευρωπαίοι διέμεναν μόνιμα στη χώρα πριν από την 31η Οκτωβρίου και ποιοί έφτασαν εκεί μετά, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σοβαρές διακρίσεις και αδικίες.
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα αφορά στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Είναι γνωστό πως οι βρετανικές Τράπεζες και εταιρείες του χρηματοκοικονομικού τομέα διαχειρίζονται έναν τεράστιο όγκο συναλλαγών και διατραπεζικών πράξεων. Η ΕΕ προέβλεψε από τον περασμένο Φεβρουάριο μια περίοδο χάριτος 12 έως 24 μηνών, κατά την οποία οι βρετανικές εταιρείες θα μπορούν να συνεχίζουν απρόσκοπτα τις εργασίες τους, υπό τον όρο ότι θα τηρούν την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Απρόβλεπτες βέβαια θα είναι οι επιπτώσεις του ασύντακτου Brexit στην ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Σκωτία είναι πολύ πιθανό να απαιτήσει τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της, ενώ αντίστοιχες φυγόκεντρες τάσεις αναμένεται να εμφανιστούν και στη Βόρεια Ιρλανδία και την Ουαλία.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο είναι το ζήτημα της ασφάλειας, όπου ναι μεν υπάρχουν δηλώσεις της Βρετανίας, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ πως το Brexit δεν θα επηρεάσει την κοινή ασφάλεια και πως η συνεργασία και η συμμαχία θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το που μπορεί να οδηγήσει μια δραματική όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στη Βρετανία και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Ακόμη και μια υπαρξιακή κρίση στους κόλπους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας δεν μπορεί να αποκλειστεί.