Του Γιώργου Παυλόπουλου
Σε κατάσταση συναγερμού βρίσκονται οι τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς τα σύννεφα πάνω από τον κλάδο και την οικονομία έχουν πυκνώσει και οι ειδικοί κάνουν λόγο για επερχόμενη καταιγίδα, η οποία είναι πολύ πιθανό να αναβαθμιστεί σε καταστροφικό τυφώνα. Οι συναντήσεις που είχε εκτάκτως το περασμένο Σαββατοκύριακο με τους επικεφαλής των έξι μεγαλύτερων και «συστημικών» τραπεζών των ΗΠΑ ο υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνιούτσιν, μαρτυρούν, αν μη τι άλλο, ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και χρήζουν άμεσης δράσης για να αποτραπούν τα χειρότερα.
Παρά δε το γεγονός ότι οι προσκεκλημένοι του Μνιούτσιν τον διαβεβαίωσαν ότι υπάρχει υπερεπάρκεια κεφαλαίων και οι αγορές λειτουργούν ομαλά, τα σύννεφα δεν έχουν διαλυθεί. Την Δευτέρα, το κλίμα στις χρηματιστηριακές αγορές ήταν σαφώς καλύτερο, όμως το 13% που έχουν χάσει ο Dow Jones και ο S&P 500 μόνο μέσα στον Δεκέμβριο – 22% από τα υψηλά του έτους, που είναι και ιστορικό ρεκόρ – ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω από τη Wall Street και δεν επιτρέπει να εκδηλωθεί το παραδοσιακό ράλι στο τέλος κάθε έτους, που «φορτώνει» με αποδόσεις τα διάφορα επενδυτικά σχήματα.
Αναμφίβολα, οι φήμες που είχαν προηγηθεί περί της πρόθεσης του Ντόναλντ Τραμπ να απολύσει τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ, (τον οποίο όρκισε ο ίδιος στις αρχές του έτους!) επειδή συνεχίζει να αυξάνει τα επιτόκια και δεν του κάνει τα χατήρια, πρόσθεσαν και τον παράγοντα της πολιτικής αβεβαιότητας στις ανησυχίες που ήδη υπάρχουν για την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας και την πορεία των χρηματιστηρίων. Πλέον, είναι φανερό ότι ο Τραμπ θεωρείται από πολλούς παράγοντας αστάθειας και όχι σταθερότητας και σε αυτό το επίπεδο, με αποτέλεσμα οι αναταράξεις να πολλαπλασιάζονται, καθώς επιχειρήσεις και επενδυτές διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει στην κρίσιμη θέση ένας άνθρωπος στον οποίο μπορούν να βασιστούν στη δύσκολη στιγμή.
Ακόμη κι έτσι, βεβαίως, η πραγματική αιτία για τα όσα συμβαίνουν δεν βρίσκεται στον Λευκό Οίκο, αλλά στις προβλέψεις που αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες για ένα νέο γύρο ύφεσης την επόμενη διετία – ενδεχομένως και με τη μορφή του κραχ, εάν υπαρξει η κατάλληλη αφορμή, όπως ήταν το 2008 η κατάρρευση της Lehman Brothers. Άλλωστε, οι περισσοτεροι αναλυτές συμφωνούσαν ότι ούτε η συνεχής άνοδος των δεικτών της Wall Street την περασμένη διετία και η κατάρριψη του ενός ρεκόρ μετά το άλλο, ούτε όμως και η εκρηκτική αύξηση του ΑΕΠ που πυροδότησαν οι τεράστιες φοροαπαλλαγές του Τραμπ μπορούσαν να διερκέσουν για πάντα. Ήταν περισσότερο, σύμφωνα με κάποιους από αυτούς, ένας τρόπος για να παραταθεί η πλαστή ευφορία και να αναβληθεί το αναπότρεπτο – δηλαδή, ένας νέος καθοδικός κύκλος, ο οποίος δεν αποκλείεται να είναι πιο βίαιος, εξαιτίας και του τεράστιου δημόσιου (και ιδιωτικού…) χρέους που έχει σωρευτεί από την προηγούμενη κρίση και μόνο για τις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει προ πολλού το 100% του ΑΕΠ τους.
Αυτό ακριβώς το «αναπότρεπτο» έχουν στο μυαλό τους ο Πάουελ και τα υπόλοιπα μέλη της διοίκησης της Fed όταν ψηφίζουν υπέρ της αύξησης των επιτοκίων. Διότι έτσι διασφαλίζουν την ύπαρξη σημαντικού περιθωρίου μείωσής τους – η οποία, σε συνδυασμό με ένα νέο γύρο εκτύπωσης χρήματος (ποσοτικής χαλάρωσης), είναι τα βασικότερα όπλα που έχουν στη διάθεσή τους για να αντιμετωπίσουν μια νέα κρίση. Μια κρίση η οποία τελικά είναι αναπότρεπτη, ειδικά καθώς οι «κακές συνήθειες» που οδήγησαν στο μαύρο 2008 όχι απλώς δεν άλλαξαν, αλλά συνεχίστηκαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Στο σημείο αυτό, μάλιστα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι ΗΠΑ είναι καλύτερα εξοπλισμένες σε σύγκριση με την Ευρώπη. Κι αυτό διότι η ΕΚΤ του Μάριο Ντράγκι μόλις τώρα ολοκλήρωσε το δικό της πρόγραμμα ποσοστικής χαλάρωσης και δεν έχει προλάβει ακόμη να αρχίσει την αύξηση των επιτοκίων – κάτι που σημαίνει, πολύ απλά, ότι εάν ξεσπάσει νέα κρίση στη Γηραιά Ήπειρο την επόμενη διετία – κάτι για το οποίο οι αναλυτές δίνουν πιθανότητες της τάξης του 30% – θα βρεθεί με σχεδόν άδειο οπλοστάσιο. Εάν σε αυτό προσθέσετε και τους μεγάλους πονοκεφάλους της Γαλλίας και της Ιταλίας, τότε… καλή χρονιά!