Εκ νέου αθώος θα δηλώσει ο Ντόναλντ Τραμπ στο πλαίσιο της δίωξής του από την αμερικανική δικαιοσύνη για την παράνομη προσπάθειά του να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020, σύμφωνα με έγγραφο που κατατέθηκε χθες από την υπεράσπιση του Ρεπουμπλικάνου πρώην αρχηγού του κράτους των ΗΠΑ, ο οποίος θα διεκδικήσει την επανεκλογή του την 5η Νοεμβρίου.
Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, που αποφάσισε να μην προσέλθει στην προσεχή ακροαματική διαδικασία -αύριο Πέμπτη- στην οποία θα προεδρεύσει η δικάστρια Τάνια Τσάτκαν, εξουσιοδότησε συνηγόρους του να καταθέσουν πως δηλώνει αθώος.
Είχε ήδη δηλώσει αθώος τον Αύγουστο του 2023, όταν παρουσιάστηκε το αρχικό κατηγορητήριο, που δημοσιοποιήθηκε από τον ειδικό εισαγγελέα Τζακ Σμιθ.
Την 27η Αυγούστου, αυτός ο τελευταίος δημοσιοποίησε αναθεωρημένη δίωξη, λαμβάνοντας υπόψη άνευ προηγουμένου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου που αναγνωρίζει σε αδρές γραμμές ποινική ασυλία στον πρόεδρο των ΗΠΑ. Το αναθεωρημένο κατηγορητήριο επαναλαμβάνει, μολαταύτα, τις ίδιες βαριές κατηγορίες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορείται πως «συνωμότησε εναντίον των αμερικανικών θεσμών» και αποπειράθηκε να στερήσει το «δικαίωμα ψήφου» αμερικανών εκλογέων ασκώντας πίεση στις τοπικές αρχές διαφόρων πολιτειών, ώστε να ακυρωθεί το επίσημο αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών τις οποίες κέρδισε ο Δημοκρατικός αντίπαλός του Τζο Μπάιντεν.
Η αυριανή ακροαματική διαδικασία αναμένεται να επικεντρωθεί στις προτάσεις των δυο πλευρών για τη συνέχεια της υπόθεσης, ιδιαίτερα στο χρονοδιάγραμμα.
Δεν εξέπληξε κανέναν το ότι η υπεράσπιση ζήτησε την περασμένη εβδομάδα χρόνο για να μελετήσει τις κατηγορίες που σημαίνει ότι η δίκη θα αρχίσει πολύ αργότερα από τις εκλογές του Νοεμβρίου κι ακόμη και την ανάληψη των καθηκόντων του ή της επόμενης προέδρου τον Ιανουάριο του 2025.
Από την πλευρά του ο ειδικός εισαγγελέας Σμιθ δεν αναφέρθηκε σε καμιά ημερομηνία, αφήνοντας να την ορίσει η έδρα. Ο κ. Σμιθ διαβεβαίωσε πως είναι έτοιμος να παρουσιάσει γραπτώς τα επιχειρήματά του για το ζήτημα της ποινικής ασυλίας που επικαλείται ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήταν πρόεδρος όταν εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, «οποιαδήποτε στιγμή το κρίνει προσήκον» το ομοσπονδιακό δικαστήριο.