Τραμπ vs Χάρβαρντ: «Μετωπική» με τα πανεπιστήμια και έπεται η δημόσια ραδιοτηλεόραση
AP Photo/Charles Krupa
AP Photo/Charles Krupa

Τραμπ vs Χάρβαρντ: «Μετωπική» με τα πανεπιστήμια και έπεται η δημόσια ραδιοτηλεόραση

Εν βρασμώ η πανεπιστημιακή κοινότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Χάρβαρντ προκεχωρημένο φυλάκιο αντίστασης στον Ντόναλντ Τραμπ σε καιρούς πολιτισμικού πολέμου. Η κλιμακούμενη αντιπαράθεση δεν εξαντλείται ούτε στις διαμαρτυρίες στις πανεπιστημιούπολεις, ούτε στις πολιτικές συμπεριληπτικότητας, ούτε και στην ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, αλλά αγγίζει αυτή καθαυτή την αυτονομία των πανεπιστημίων, τα όρια της ομοσπονδιακής εξουσίας και τα βαθύτερα πολιτιστικά και πολιτικά ρήγματα σε μία όλο και πιο διχασμένη Αμερική.

Η ανεξαρτησία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων βρίσκεται στον πυρήνα της διελκυστίνδας μεταξύ του Τραμπ και του Χάρβαρντ, του αρχαιότερου και πλέον επιφανούς πανεπιστημίου των Ηνωμένων Πολιτειών που είναι και το πρώτο που αψήφησε τον σαρωτικό έλεγχο που επιχειρεί να ασκήσει η παρούσα διακυβέρνηση στο πώς λειτουργούν και τι διδάσκουν τα πανεπιστήμια προβάλλοντας ως καταγγέλλεται τον αντισημιτισμό ως πρόσχημα για μία αντισυνταγματική επίθεση στις ακαδημαϊκές ελευθερίες.

Η έκβαση της σύγκρουσης, που αναπόφευκτα θα οδηγηθεί στα δικαστήρια, θα είναι καθοριστική ως προς το μέλλον της αυτονομίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, και δη των πανεπιστημίων της Ivy League -τα ιδρύματα της ελίτ που απεχθάνεται η ολοένα και διευρυνόμενη βάση του κινήματος MAGA. Η μη ανοχή μορφών αντισημιτισμού είναι επιταγή για την ακαδημαϊκή κοινότητα, ωστόσο τα κίνητρα Τραμπ εκτείνονται πολύ πέραν της εκρίζωσής του από τις πανεπιστημιούπολεις. 

Με τις συνολικές απαιτήσεις που προβάλλονται, συνοδεία απειλών οικονομικού στραγγαλισμού, επιδιώκεται ουσιαστικά η ευθυγράμμιση των πανεπιστημίων με το ιδεολογικό πρόσημο του Τραμπ και της βάσης του, στο πλαίσιο ευρύτερης εκστρατείας κατά των θεωρούμενων φιλελεύθερων κέντρων εξουσίας που στοχεύει επίσης το δικαστικό σύστημα, το ομοσπονδιακό κράτος και προσεχώς ως φαίνεται και τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς.

Ενώ ο Τραμπ αποκαλεί το Χάρβαρντ πανεπιστήμιο-«οπερέτα» και έχει «παγώσει» 2,2 δισ. δολάρια σε επιχορηγήσεις και 60 εκατ. δολάρια σε συμβάσεις, απειλεί να αφαιρέσει το αφορολόγητο καθεστώς του και τη δυνατότητα εγγραφών ξένων φοιτητών, εάν δεν παραδώσει λίστες σχετικά με «παράνομες και βίαιες δραστηριότητες», πληροφορίες αναφέρουν πως μετά το Πάσχα η κυβέρνηση σκοπεύει να παρουσιάσει στο Κογκρέσο νομοσχέδιο για την περικοπή της χρηματοδότησης του Οργανισμού Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (Corporation for Public Broadcasting), ο οποίος παρέχει κονδύλια στη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση (Pbs) και το Εθνικό Δημόσιο Ραδιόφωνο (NPR), τους δύο κύριους αμερικανικούς δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. 

Ο Ράσελ Βόουτ, επικεφαλής του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού -και εκ των συνεισφερόντων στο περίφημο Project 2025- έχει καταγγείλει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς αποτελούν μεγάφωνα διασποράς ριζοσπαστικής προπαγάνδας μεταμφιεσμένης σε ειδήσεις. Η σχετική δήλωση έγινε στο φιλόξενο podcast «War Room» του πρώην στρατηγικού συμβούλου του Τραμπ και εκφραστή της «παραδοσιακής» βάσης του MAGA, Στιβ Μπάνον.

Στην πραγματικότητα, ο Οργανισμός Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (CPB) παρέχει χρηματοδότηση σε περισσότερους από 1.500 τοπικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, και δίχως τους πόρους αυτούς πολλοί από αυτούς θα αναγκάζονταν να κλείσουν, ιδίως σε αγροτικές περιοχές που αποτελούν προπύργια των Ρεπουμπλικανών και δεν καλύπτονται από τα μεγάλα δίκτυα, συνεπώς οι πολίτες θα στερούνταν την πρόσβαση σε ανεξάρτητη ενημέρωση. «Δεν πρόκειται για τα χρήματα. Πρόκειται για ένα ελάχιστο ποσό στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, αν και είναι ζωτικής σημασίας για την εκπλήρωση της ευθύνης των μέσων ενημέρωσης έναντι των πολιτών. Πρόκειται για επίθεση στην ελευθερία του Τύπου», αναφέρει ο Τζιμ Χάκτερ, διευθύνων σύμβουλος του New Hampshire Public Radio. 

Ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί από την Αλάσκα έως το Μέιν προσπαθούν να κινητοποιήσουν τους πολίτες και να ασκήσουν πιέσεις σε τοπικούς νομοθέτες, ελπίζοντας να αποκρούσουν την απειλή αναστολής της χρηματοδότησης που καταγγέλλεται ότι αποτελεί μέρος ευρύτερης απόπειρας για τον έλεγχο της πληροφόρησης και τη φίμωση της ανεξάρτητης ειδησεογραφικής κάλυψης. Με ετήσιο κόστος για τους φορολογούμενους ύψους 535 εκατ. δολαρίων, ή περίπου 1,60 δολάρια ανά Αμερικανό φορολογούμενο, οι σταθμοί παρέχουν δωρεάν και καθολική πρόσβαση σε εκπαιδευτικές εκπομπές, ειδοποιήσεις έκτακτης ανάγκης και ένα ευρύ φάσμα ειδήσεων και πολιτιστικού περιεχομένου.

Για την κυβέρνηση, ωστόσο, τα μέσα αυτά μαζί με τα πανεπιστήμια, διαδίδουν «ριζοσπαστική και woke προπαγάνδα» υπό το προσωπείο των ειδήσεων και της εκπαίδευσης. Όσον αφορά το μέτωπο στην Ανώτατη Εκπαίδευση, κανένα πανεπιστήμιο δεν είναι σε καλύτερη θέση για να δώσει μάχη από το Χάρβαρντ, του οποίου το κληροδότημα των 53 δισ. δολαρίων είναι το μεγαλύτερο στη χώρα. Αλλά όπως και άλλα επιφανή πανεπιστήμια, το Χάρβαρντ εξαρτάται επίσης από την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση που τροφοδοτεί την επιστημονική και ιατρική έρευνα. Η στάση του, ωστόσο, έχει δημιουργήσει προηγούμενο, προτρέποντας άλλα ελίτ ιδρύματα να επανεξετάσουν τις θέσεις τους. Ενώ ορισμένα πανεπιστήμια, όπως το Κολούμπια, αρχικά συναίνεσαν στις ομοσπονδιακές απαιτήσεις, υπάρχει τώρα μια ορατή στροφή.

Στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης βρίσκεται μία θεμελιώδης διαφωνία σχετικά με το ρόλο των πανεπιστημίων στην αμερικανική κοινωνία. Για την τραμπική δεξιά τα ιδρύματα εκλαμβάνονται ως «εκκολαπτήρια ανατροπής» και ριζοσπαστικής αριστερής ιδεολογίας, με την κυβέρνηση να πλαισιώνει τις ενέργειές της ως υπεράσπιση της «ουδετερότητάς» τους και των Εβραίων φοιτητών υπό τη σκιά των διαδηλώσεων που έχουν σημειωθεί με αφορμή τον πόλεμο στη Γάζα. Ήδη από το 2023 το Χάρβαρντ είχε δεχθεί συνολικά επικρίσεις για τους χειρισμούς τους όσον αφορά τις φιλοπαλαιστινιακές δηλώσεις, με την παραιτηθείσα εν τω μεταξύ πρόεδρό του Κλοντίν Γκέιτ να προκαλεί οργή με τη στάση της κατά την ακρόαση, στην οποία είχε κληθεί ενώπιον του Κογκρέσου.

Η κυβέρνηση Τραμπ χαρακτηρίζει τις απαιτήσεις της προς τα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένου του Χάρβαρντ, ως προσπάθειες αντιμετώπισης αυτού που περιγράφει ως «αντιαμερικανικές» και «διχαστικές» ιδεολογίες που έχουν κυριαρχήσει στα πανεπιστήμια και υπονομεύουν τις παραδοσιακές αμερικανικές αξίες -και σε αυτό περικλείονται και οι πολιτικές Διαφορετικότητας, Ισότητας και Συμπερίληψης (DEI) που ζητείται να καταργηθούν.

Οι συνολικές απαιτήσεις που προβάλλει η κυβέρνηση προς το Χάρβαρντ και τα πανεπιστήμια καταγγέλλεται από ακαδημαϊκό προσωπικό και νομικούς εμπειρογνώμονες ότι συνιστούν άνευ προηγουμένου απόπειρα κυβερνητικής παρέμβασης διά της επιβολής εκτεταμένου ομοσπονδιακού ελέγχου και εποπτείας στη διοικητική λειτουργία των πανεπιστημίων, την πρόσληψη καθηγητών και την εισδοχή φοιτητών και τη διδάσκουσα ύλη. Η απάντηση του προέδρου του Χάρβαρντ, Άλαν Γκάρμπερ, στο «τελεσίγραφο» Τραμπ για συμμόρφωση ή διακοπή χρηματοδότησης ήταν πως το πανεπιστήμιο «δεν θα εγκαταλείψει την ανεξαρτησία του ούτε θα παραδώσει τα συνταγματικά του δικαιώματα» και ότι «καμία κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, δεν πρέπει να υπαγορεύει τι μπορούν να διδάσκουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια». 

Το αν η αντίσταση του Χάρβαρντ θα εμπνεύσει ένα ευρύτερο κίνημα ή θα υποχωρήσει και σε ποιο βαθμό από την ασφυκτική πίεση της ομοσπονδιακής εξουσίας, μένει να διαφανεί. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι το διακύβευμα εκτείνεται πολύ πέρα από τα τείχη κάθε πανεπιστημιούπολης.