Ωστόσο το τζίνι είναι όντως έξω από το μπουκάλι και η Ελλάδα δεν έχει άλλο δρόμο από αυτόν που μας έχουν δείξει οι λαοί της Φινλανδίας και της Ουκρανίας
Το Τζίνι έχει πλέον βγει από το μπουκάλι
shutterstock
shutterstock

Το Τζίνι έχει πλέον βγει από το μπουκάλι

Ωστόσο το τζίνι είναι όντως έξω από το μπουκάλι και η Ελλάδα δεν έχει άλλο δρόμο από αυτόν που μας έχουν δείξει οι λαοί της Φινλανδίας και της Ουκρανίας

Αυτή η φράση του Ακάρ υπουργού πολέμου της Τουρκίας δεν καταδεικνύει μόνο τον έωλο χαρακτήρα των αφελών προσδοκιών όσων πίστευαν στην Ελλάδα, πώς είναι δυνατόν να ξαναβάλουν αυτό το τζίνι στο μπουκάλι, αλλά ενέχει μία ευρύτερη σημασία.

Η Τουρκία νιώθει πλέον με βάση τη σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα και την εσωτερική της δυναμική, ότι μπορεί να κινηθεί αυτόνομα από τη Δύση διατηρώντας απλώς κάποιες σχέσεις συμφέροντος μαζί της.

Σε ό,τι αφορά τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου, βρίσκεται σε μία θέση που της επιτρέπει να εκβιάζει τη Δύση, χωρίς να χρειάζεται να ταυτίζεται μαζί της.

Η Σαουδική Αραβία συντάσσεται με τη Ρωσία στον ΟΠΕΚ+ για να διατηρηθεί η πίεση στις δυτικές δημοκρατίες, αγνοώντας επιδεικτικά τις Ηνωμένες Πολιτείες – έτσι το πρόσφατο ταξίδι του Μπάιντεν κατέληξε σε φιάσκο. Ταυτόχρονα με τη μεσολάβηση της Κίνας άνοιξε ένα παράθυρο επικοινωνίας με το Ιράν που ήταν μέχρι σήμερα ο ορκισμένος εχθρός της. Μάλιστα έχει υποβάλει αίτηση για να συμμετέχει στο σύμφωνο της Σαγκάης σε πλήρη αντίθεση με τη Δυτική στρατηγική. Όσο για τις πολυδιαφημισμένες «συμφωνίες του Αβραάμ» με το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία όχι μόνο δεν έχει προσχωρήσει, αλλά η πολιτική Νετανιάχου στο θανάσιμο εναγκαλισμό του με τη θρησκευτική ακροδεξιά διευκολύνει τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν στην αθέτηση τέτοιων υποσχέσεων

Την ίδια στιγμή η Αίγυπτος θρυλείται και είναι μάλλον ακριβές πώς πουλάει βλήματα στη Ρωσία για να την ενισχύσει στον πόλεμο της ενάντια στην Ουκρανία, ενώ κάνει βήματα προσέγγισης με την Τουρκία και το μόνο επίδικο ζήτημα μεταξύ τους παραμένει εκείνο της Λιβύης όπου ουσιαστικά καλεί την Τουρκία σε ένα μοίρασμα των σφαιρών επιρροής – εκεί άλλωστε η Αίγυπτος διατηρεί μία στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία και τον Χαφτάρ. Έτσι μετά την διπλωματική της αναδίπλωση με τα Εμιράτα και την Αίγυπτο μοιάζει να βγαίνει από την απόλυτη απομόνωση.

Και αυτό διότι σε ένα ευρύτερο πεδίο η συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου δυνάμεων που αρχίζει από τη Ρωσία περιλαμβάνει το Ιράν και φτάνει στη… Βραζιλία και τη Βενεζουέλα, ενώ απλώνεται σε μεγάλο μέρος της Αφρικής – με νευραλγικό κέντρο την Κίνα διαρκώς ενδυναμώνεται. Και ο πόλεμος της Ουκρανίας αλλά και η αναπτυσσόμενη αντιπαράθεση της Κίνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Ταϊβάν ωθούν στην ενίσχυση της συνοχής του ευρασιατικού μπλοκ. Παράλληλα, στο ίδιο το εσωτερικό της Δύσης και κατ’ εξοχήν στις χώρες της Ευρώπης, η αλματώδης, αν όχι και γεωμετρική, ανάπτυξη των μουσουλμανικών πληθυσμών δημιουργεί ένα νέο γεωπολιτικό όπλο στα χέρια του Ισλάμ (η περίπτωση Καϊλή είναι ένα υποπαράγωγο αυτής της νέας πραγματικότητας).

Υπ’ αυτές τις συνθήκες η Τουρκία αποκτά μια αυξημένη δυνατότητα να κινείται με άνεση ανάμεσα στα δύο μπλοκ ή μάλλον να εκμεταλλεύεται οικονομικά τη σχέση της με τη Δύση με τις τεράστιες εξαγωγές που πραγματοποιεί και τα κεφάλαια που εισρέουν. Την ίδια στιγμή ενισχύει συστηματικά όλες τις αντιδυτικές δυνάμεις –δεν ήταν καθόλου τυχαία η ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ πάνω στο ζήτημα της εισδοχής της Φινλανδίας στη Συμμαχία πόσο μάλλον της Σουηδίας– καθώς και η αγνόηση των κυρώσεων της Δύσης απέναντι στη Ρωσία.

Ήδη η Ευρώπη και η Αμερική δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να ελέγχουν αποτελεσματικά την ευρύτερη γεωπολιτική μεσανατολική σφαίρα με συνέπεια μεσαίες ή σχετικά μεγάλες δυνάμεις όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και ακόμα περισσότερο η Τουρκία να αποκτούν υψηλές δυνατότητες πολιτικής, οικονομικής και γεωστρατηγικής αυτονομίας.

Οι συστηματικές προσπάθειες της Τουρκίας, τουλάχιστον από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 να πραγματοποιήσει μία πολιτική προς όλα τα αζιμούθια, συνεχίζεται επί τριάντα χρόνια: Σύσφιγξη των σχέσεων με τις τουρκόφωνες Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και το Αζερμπαϊτζάν. Ανάληψη της ηγεσίας του ισλαμικού κόσμου στην Ευρώπη – πράγμα που συμβολίζει ακριβώς η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Επεμβάσεις στην Κύπρο, στη σπαρασσόμενη αραβική Συρία, στο Ιράκ και τη Λιβύη, αιματηρή καταστολή των Κούρδων, απειλές επέκτασης προς την Ελλάδα και την Αρμενία. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια ονείρωξη του Ερντογάν ή του Κιλισντάρογλου, αλλά για μία άκρως ρεαλιστική για την Τουρκία και θανάσιμη επικίνδυνη για μας, πολιτική.

Και όμως για άλλη μία φορά εξεπλάγησαν πολλοί από τις μικρονοϊκές ελίτ της χώρας από τις δηλώσεις του Τσαβούσογλου και του Ακάρ, καθώς ήταν πάλι έτοιμες να πιστέψουν πώς οι δυσκολίες του Ερντογάν εξαιτίας του καταστροφικού σεισμού θα μπορούσαν ως διά μαγείας να οδηγήσουν σε νέα ζεϊμπέκικα και εφησυχασμό. Δεν έχουν διδαχθεί τίποτε, ακριβώς γιατί κινούνται σε μία παρασιτική επιφάνεια των πραγμάτων. Και το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τους ανίκανους που διευθύνουν τη διπλωματία της Μεγάλης υπερατλαντικής συμμάχου. Εξακολουθούν να προσδοκούν πως η Τουρκία θα επιστρέψει. Εξάλλου πιέζουν συστηματικά την Ελλάδα να δείξει «κατανόηση» και να αφοπλίσει ιδεολογικά τον ελληνικό λαό και ίσως να μειώσει και τις αμυντικές δαπάνες, όπως μας προαναγγέλλει ο Τσίπρας και Κομπανία.

Ωστόσο το τζίνι είναι όντως έξω από το μπουκάλι και η Ελλάδα δεν έχει άλλο δρόμο από αυτόν που μας έχουν δείξει οι λαοί της Φινλανδίας και της Ουκρανίας. Κατεξοχήν την μεταβολή του ήθους της νεολαίας και του λαού σε ένα ήθος αγωνιστικό, παραγωγικό, αντιστασιακό από κάθε άποψη. Γιατί δυστυχώς είναι ακόμα πολλοί που υποστηρίζουν πώς το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του και δεν «έχομεν χρείαν’ φρακτών». Και μόνο με βάση ένα τέτοιο ήθος και αποφασιστικότητα θα πρέπει να δώσουμε εμείς στην υπνώττουσα Δύση να καταλάβει πώς πέρασαν οι εποχές της εύκολης κυριαρχίας, πώς το τζίνι του νεο-οθωμανισμού δεν θα μπει και πάλι στο μπουκάλι της Δύσης και πως η ίδια της η επιβίωση περνάει μέσα από την επιβίωση της Ελλάδας. Του Μακρόν, παρά τις αστοχίες του φάνηκε πως μέχρι εκεί του κόβει.