Δώδεκα μήνες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, περισσότεροι από 13 εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν ξεριζωμένοι από τα σπίτια τους, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει σχεδόν οκτώ εκατομμύρια πρόσφυγες που βρίσκονται σε χώρες σε όλη την Ευρώπη και περίπου πέντε εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της Ουκρανίας.
Οι προοπτικές επιστροφής τους στο εγγύς μέλλον, ωστόσο, επηρεάζονται αρνητικά από τις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες, την ανασφάλεια και την καταστροφή που επικρατεί στις περιοχές καταγωγής τους, σύμφωνα με δύο νέες εκθέσεις που δημοσιεύει σήμερα ο διεθνής οργανισμός.
Για να κατανοήσει τη δεινή κατάσταση των εκτοπισμένων και να διοχετεύσει καλύτερα τη βοήθεια, η Ύπατη Αρμοστεία πραγματοποίησε τον τρίτο κύκλο ερευνών, μέσω συνεντεύξεων με χιλιάδες ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από τον πόλεμο. Με τίτλο «Lives on Hold» («Ζωές σε αναμονή») οι δύο εκθέσεις επικεντρώνονται στους πρόσφυγες και τους εσωτερικά εκτοπισμένους και παρέχουν πληροφορίες για τις εμπειρίες των εκτοπισμένων Ουκρανών ένα χρόνο μετά.
Όπως προκύπτει από τις εκθέσεις, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων και των εσωτερικά εκτοπισμένων Ουκρανών (περίπου το 77% και το 79% αντίστοιχα) επιθυμούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μια μέρα, ωστόσο μόνο το 12% των προσφύγων και των εσωτερικά εκτοπισμένων σχεδιάζουν να το κάνουν μέσα στους επόμενους τρεις μήνες.
Οι κυριότεροι λόγοι που εμποδίζουν τους πρόσφυγες να επιστρέψουν είναι οι ανησυχίες για την ασφάλεια και την προστασία στις περιοχές καταγωγής τους.
'Αλλες ανησυχίες που αναφέρθηκαν αφορούν στην πρόσβαση και τη διαθεσιμότητα βασικών υπηρεσιών - συμπεριλαμβανομένων του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού και της υγειονομικής περίθαλψης, των ευκαιριών εργασίας και της επαρκούς στέγασης - οι οποίες έχουν πληγεί σημαντικά από τον πόλεμο.
Μεταξύ των εσωτερικά εκτοπισμένων, η πρόσβαση σε επαρκή στέγαση αποτελεί το δεύτερο κύριο εμπόδιο για βιώσιμη και αξιοπρεπή επιστροφή, μετά τις ανησυχίες περί ασφάλειας και προστασίας εξαιτίας του πολέμου.
Οι πρόσφυγες που εξέφρασαν την πρόθεση να επιστρέψουν τους επόμενους τρεις μήνες ήταν κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, όσοι είχαν αποχωριστεί την οικογένειά τους που βρισκόταν ακόμη στην Ουκρανία ή όσοι αντιμετώπιζαν προκλήσεις στην ένταξή τους στις χώρες υποδοχής. Τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης ότι για όσους έχουν ιδιαίτερες ανάγκες ή αυξημένη ευαλωτότητα, οι προοπτικές κοινωνικοοικονομικής ένταξης μπορεί να είναι πιο δυσχερείς, κάτι που μπορεί να επηρεάσει την πρόθεση ορισμένων να επιστρέψουν.
Παρά τις προκλήσεις που βιώνουν οι πρόσφυγες, διαπιστώνονται ορισμένες σημαντικές βελτιώσεις. Μεταξύ μιας ομάδας προσφύγων που συμμετείχαν τόσο στη δεύτερη όσο και στην τελευταία έρευνα, το 45% διέμενε σε ενοικιαζόμενη κατοικία, έναντι 27% στην προηγούμενη έρευνα.
Ο αριθμός των ατόμων που λαμβάνουν εισόδημα από εργασία αυξήθηκε επίσης σε 46% από 37%. Ωστόσο, μεταξύ της ίδιας ομάδας, ενώ το ποσοστό που βασιζόταν σε κοινωνική προστασία ή χρηματική βοήθεια είχε μειωθεί από 57% σε 50%, ένα σημαντικό ποσοστό παραμένει χωρίς δουλειά. Πολλοί άλλοι έχουν βρει θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, ωστόσο για την πλειοψηφία το εισόδημα δεν επαρκεί για να καλύψει τις πιο βασικές τους ανάγκες.
Με βάση τα παραπάνω ευρήματα, η Ύπατη Αρμοστεία διατυπώνει στην έκθεση ορισμένες συστάσεις. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλιστεί ότι οι πρόσφυγες θα συνεχίσουν να δέχονται βοήθεια, ώστε να λαμβάνουν ελεύθερα ενημερωμένες αποφάσεις για το μέλλον τους και ότι οι χώρες υποδοχής και οι τοπικές κοινότητες υποστηρίζονται ώστε οι πρόσφυγες να έχουν πρόσβαση στα δικαιώματά τους, σε υπηρεσίες και σε αξιοπρεπή εργασία.
Η υποστήριξη των εκτοπισμένων πληθυσμών εντός της Ουκρανίας αποτελεί επίσης βασική προτεραιότητα, μέσω ενός συνδυασμού προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας, ανάκαμψης, ανάπτυξης και ιδιωτικού τομέα, ανοίγοντας τον δρόμο για οικονομική αναζωογόνηση, ανάκαμψη και ανοικοδόμηση.