Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε μια αυξανόμενη μεταστροφή της γαλλικής κοινωνίας, του γαλλικού Τύπου και ενός σημαντικού μέρους της γαλλικής ελίτ σχετικά με την Ελλάδα και την επιθετική Τουρκία, μεταστροφή η οποία καταδεικνύει την προϊούσα αφύπνιση των Δυτικοευρωπαίων -των Γάλλων αρχικά, αλλά σιγά - σιγά και των υπολοίπων- απέναντι στον κίνδυνο που συνιστά, για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, η Τουρκία του Ερντογάν.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η κυκλοφορία του δοκιμίου του πρώην διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου της Γαλλίας, Jean-François Colosimo, Το ξίφος και το Σαρίκι, που εκδόθηκε στα ελληνικά από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις τον Δεκέμβριο του 2021 και το οποίο παρουσιάζεται την Πέμπτη 9 Ιουνίου στις 19:30. Ένα βιβλίο που καταδεικνύει με ακλόνητα επιχειρήματα την εσώτερη ταυτότητα όλων των πλευρών του τουρκισμού, που χρησιμοποιεί ταυτόχρονα το ξίφος και το σαρίκι. Από τον Κεμάλ στον Ερντογάν η ενότητα είναι αδιαμφισβήτητη. Άλλωστε η ταύτιση του Κεμαλικού Κιλισντάρογλου με τον ισλαμιστή Ερντογάν έναντι της Ελλάδας είναι εδώ για να μας την υπενθυμίζει.
Το βιβλίο αυτό εντάσσεται στο συνολικό πλαίσιο της αυξανόμενης αντιπαράθεσης της Γαλλίας με την επεκτατική Τουρκία, σε όλα τα μέτωπα -το γεωπολιτικό, από την Ελλάδα και την Κύπρο μέχρι την Αφρική, καθώς και στο ίδιο το εσωτερικό της Γαλλίας όπου ο Ερντογάν επιχειρεί να χειραγωγήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς- αποκτά μια ευρύτερη και πλέον μακροπρόθεσμη σημασία. Αυτή η στροφή των Γάλλων κατ’ εξοχήν αλλά και μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης τουλάχιστον, σχετικά με την αντιμετώπιση της Τουρκίας και συναφώς της Ελλάδας και της Κύπρου, μας επιτρέπει άλλωστε να επανασυνδέσουμε δεσμούς πολιτιστικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, ακόμα και προσωπικούς, που είχαν πληγεί κάποτε βαθύτατα εξαιτίας της αδυναμίας συνεννόησής μας γύρω από το ζήτημα της τουρκικής επιθετικότητας.
Έλληνες και Τούρκοι «εθνικιστές»
Έχω προσωπική αντίληψη του ζητήματος, έχοντας ζήσει σχεδόν δέκα χρόνια στη Γαλλία, στις δεκαετίες του 1960, του 1970, του 1980 και του 1990. Τότε, οι Γάλλοι φίλοι μας, ο γαλλικός Τύπος και γενικότερα η γαλλική «σκηνή» μας στήριζε ενεργά και με πολλούς τρόπους στον αγώνα μας ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία, γεγονός που επέτρεπε και μια ευρύτερη ιδεολογική ώσμωση – για την οποία συνηγορούσαν άλλωστε ο Καστοριάδης, ο Παπαϊωάννου ή ο Πουλαντζάς. Ωστόσο, όποτε επιχειρούσαμε να αναφερθούμε στο ζήτημα του αγώνα ζωής ή θανάτου των Ελλήνων απέναντι στην τουρκική επεκτατικότητα, προσκρούαμε πάντοτε σε ένα τείχος: η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, στην Κύπρο και το Αιγαίο, χρεωνόταν σε έναν «τριτοκοσμικού» χαρακτήρα εθνικισμό, που δεν χωρούσε καθόλου στο γενικότερο αντιεθνικιστικό, αντιαποικιακό και αντι-ιμπεριαλιστικό κλίμα της εποχής.
Ας μην ξεχνάμε δε, ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η γαλλική Le Monde, η εγκυρότερη ίσως τότε εφημερίδα του κόσμου, δεν κατέτασσε την Ελλάδα στη θεματική ενότητα «Ευρώπη» αλλά στη «Μέση Ανατολή» (Moyen Orient). Εκεί, στο «Moyen Orient», ψάχναμε καθημερινά να βρούμε ειδήσεις για την Ελλάδα, συνήθως μονόστηλες.
Σύμφωνα με αυτή τη δυτικοευρωπαϊκή βουλγκάτα, κοινή σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς, Έλληνες και Τούρκοι συγκρούονταν εξαιτίας των «εθνικιστικών» κυβερνήσεών τους. Έτσι εξαφανιζόταν κάθε έννοια επιτιθέμενου και αμυνόμενου. Στη μεσανατολική νύχτα όλες οι γάτες έμοιαζαν γκρίζες για τους Ευρωπαίους.
Η παρουσία της στρατιωτικής χούντας στην Αθήνα, απέναντι στον «ποιητή» Ετσεβίτ στην Τουρκία, έκανε περισσότερο απεχθή την Ελλάδα, ενώ η ευθύνη του Ιωαννίδη στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου δικαιολογούσε την τουρκική εισβολή - χωρίς ποτέ μάλιστα να τονίζονται και οι ευθύνες του αρχιεπισκόπου Μακαρίου ο οποίος, απευθυνόμενος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ τον Ιούλιο του 1974, προσέφερε επιχειρήματα σε αυτή την εισβολή. Έτσι, το Κυπριακό, στα μάτια του μεγαλύτερου μέρους της Ευρωπαϊκής ελίτ, είχε πάψει να αποτελεί ένα ζήτημα αυτοδιάθεσης για ένα, εδώ και χιλιάδες χρόνια, ελληνικό νησί, καθώς η αγγλική αποικιοκρατία το είχε μεταβάλει επιδέξια σε αντιπαράθεση ανάμεσα στο 82% των Ελλήνων και το 18% των Τουρκοκυπρίων. Με τη συνδρομή των εγκληματικών ενεργειών της Χούντας, είχε μετατραπεί σε «ελληνοτουρκική διένεξη», αντί να αποτελεί πρωτίστως ζήτημα εισβολής και κατοχής.
Αντιστοίχως, η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου, ήδη από 1974, δεν αντιμετωπιζόταν ως μια κατάφωρη παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας αλλά ως διενέξεις μεταξύ της «Χούντας των Αθηνών» και της τουρκικής κυβέρνησης «για τα πετρέλαια του Αιγαίου»!
Αυτή η αδυναμία κατανόησης της επεκτατικής υφής ενός κράτους δημιουργημένου πάνω στις «στάχτες των λαών της Μικράς Ασίας», καθώς και επιγενέστερα η ενίσχυση της οικονομικής, διπλωματικής και πολιτιστικής παρουσίας της Τουρκίας στην Ευρώπη, η παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος προς ένταξη μέλους στην ΕΕ, σε συνδυασμό με τη δαιμονοποίηση της Ελλάδας την περίοδο του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας, μας απομάκρυναν για δεκαετίες από τον μέσο όρο της δυτικοευρωπαϊκής ιδεολογίας, ακόμα και της λιγότερο συμβατικής.
Και καθώς στη δεκαετία του 2000 αναδυόταν ο «φιλελεύθερος» ισλαμισμός της πρώτης περιόδου του Ερντογάν, ο οποίος δεν είχε εξαπατήσει μόνο τους Ευρωπαίους αλλά και πάμπολλους Έλληνες, το χάσμα της ασυνεννοησίας διευρυνόταν. Συναφώς δε, μέχρι πρόσφατα, τόσο ο Μουσταφά Κεμάλ, ως το πρότυπο ενός ιακωβινικού κοσμικού τουρκικού εθνικισμού, όσο και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ως το πρότυπο ενός δημοκρατικού και λαϊκού ισλάμ, προβάλλονταν συστηματικά από τον Τύπο και τις κυβερνήσεις της Δύσης ως οι εναλλακτικές εκφράσεις ενός ειρηνευμένου τουρκισμού. Το βιβλίο του Κολοζιμό όχι μόνο αποδομεί αυτή την ψευδή εικόνα αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει τη βαθύτερη ενότητα που συνδέει τον ένα με τον άλλο, τον Κεμάλ με τον Ερντογάν, με μοναδικό στόχο και επιδίωξη την κυριαρχία.
Η όποια διαφορά μεταξύ του ιδρυτή και του κληρονόμου οφείλεται αποκλειστικά στη μεταβολή των συνθηκών. Πράγματι, ο πρώτος, ο Μουσταφά Κεμάλ, θα έπρεπε να κατεδαφίσει όλο το σάπιο οικοδόμημα μιας σκωληκόβρωτης αυτοκρατορίας για να διασώσει τον πυρήνα της, την εθνική εστία των Τούρκων – ολοκληρώνοντας τη ριζική εκκαθάριση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων που είχαν εγκαινιάσει ο Αβδούλ Χαμίτ και οι Νεότουρκοι. Ενώ ο δεύτερος, ο Ταγίπ Ερντογάν, στοχεύει, να ανασυστήσει και πάλι μια ανανεωμένη αυτοκρατορία εκμεταλλευόμενος τις τεράστιες γεωπολιτικές ευκαιρίες που του προσφέρει η ιστορική συγκυρία. «Η διαφορά βρίσκεται στην κλίμακα. Για τον Ατατούρκ, το μέτρο είναι η χώρα. Για τον Ερντογάν, ολόκληρος ο κόσμος» γράφει ο Κολοζιμό.
Έπρεπε να ακολουθήσει η σκληρή δεκαετία του 2010, με την άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας στην ίδια την καρδιά της Γαλλίας (ας θυμηθούμε το Σαρλί Εμπντό και το Μπατακλάν) και της Ευρώπης﮲ η αντιπαράθεση της Τουρκίας με το Ισραήλ﮲ η εμφάνιση ενός ισλαμιστικού χωριστικού ρεύματος στο ίδιο το εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, με σπόνσορα τον Ερντογάν﮲ τέλος, η επίταση της τουρκικής επεκτατικότητας στη Μέση Ανατολή, το Αιγαίο, την Κύπρο, τη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη, η εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων, με επιστέγασμα την επίθεση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, για να αρχίσει να συνειδητοποιείται στην Ευρώπη, και κατ’ εξοχήν στη Γαλλία, η απειλή που συνιστά η Τουρκία για το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.